ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ενημέρωση για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ ζητά ο Ευάγγελος Βενιζέλος

Ενημέρωση για το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ ζητά ο Ευάγγελος Βενιζέλος
EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ

Στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, τις πολιτικές-κομματικές διεργασίες σε συμπολίτευση και αντιπολίτευση και τις κοινοβουλευτικές δυνατότητες αναφέρεται σε άρθρο του ο Ευάγγελος Βενιζέλος.

Στο εν λόγω άρθρο, που αναρτήθηκε στην προσωπική του ιστοσελίδα και τιτλοφορείται «Κοινοβουλευτική δημοκρατία, εξωτερική πολιτική και εθνικό συμφέρον», ο πρώην υπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κάνει λόγο για «καταστρατήγηση του Συντάγματος από την κυβέρνηση».

Μια «καταστρατήγηση» που, όπως αναφέρει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, «γίνεται μάλιστα βαρύτερη όταν οι κυβερνητικοί εταίροι παρότι διαφωνούν γύρω από σοβαρό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και αυτό παραλύει την άσκηση της βασικής κυβερνητικής αρμοδιότητας, συμφωνούν μεταξύ τους να εξακολουθούν να συνεργάζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και να καλέσουν την αντιπολίτευση να επωμισθεί το βάρος των σχετικών αποφάσεων. Η κυβέρνηση μετατρέπει έτσι την εξωτερική πολιτική σε εσωτερικό πολιτικό τέχνασμα. Ζητά από την αντιπολίτευση να επιδείξει εθνική υπευθυνότητα, ενώ η ίδια επιδεικνύει προκλητική και πρωτοφανή εθνική και συνταγματική ανευθυνότητα. Η κυβέρνηση θέλει, ως έχει και ευρίσκεται, χωρίς δική της πολιτική ενότητα, να εκπροσωπεί τη χώρα, να διαπραγματεύεται, να συμφωνεί και μετά να καλεί την αντιπολίτευση να καλύψει το πολιτικό κενό της κυβέρνησης ψηφίζοντας ό,τι δεν ψηφίζει το ένα από τα δυο συνεργαζόμενα κυβερνητικά κόμματα. Αυτό το κόμμα μάλιστα δεν διαφωνεί απλώς αλλά οργανώνει ήδη δημαγωγική εκστρατεία εθνικολαϊκιστικής καταγγελίας όσων συμφωνήσουν με την κυβερνητική πρόταση!».

Στη συνέχεια, ο πρώην υπουργός διερωτάται για τη στάση που πρέπει να τηρήσει η αντιπολίτευση: «Μπορεί άραγε, (…) να διαμορφωθεί τώρα μια στάση της αντιπολίτευσης που είναι εθνικά υπεύθυνη και αντιλαμβάνεται τη σημασία του momentum, χωρίς όμως να είναι πολιτικά αφελής, δηλαδή χωρίς να διευκολύνει τον τυχοδιωκτισμό και το διπλό παιχνίδι των κυβερνητικών εταίρων που δεν επιδιώκουν απλώς να συνεχιστεί ο βίος της κυβέρνησης, αλλά ενθαρρύνουν επιπλέον ένα παροξυσμό εθνικολαϊκιστικής δημαγωγίας με αφορμή μια συμφωνία την οποία ο ένας κυβερνητικός εταίρος προτείνει στην αντιπολίτευση να την ψηφίσει, ενώ ο άλλος εταίρος την καταγγέλλει ‘εθνικά υπερήφανος’;

Κατά τον ίδιο, μια τέτοια στάση είναι αυτή που συνδυάζει τα ακόλουθα στοιχεία:

Πρώτον, προστατεύει την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από τους πειρασμούς της κομματικής σκοπιμότητας και προτάσσει τον πραγματικό και σύγχρονο πατριωτισμό σε σχέση με το λαθρεμπόριο υπερπατριωτισμού και ιστορικής αμνησίας για τις εξελίξεις των τελευταίων 28 ετών.

Δεύτερον, επιβάλλει την ουσιαστική λειτουργία των κανόνων του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και προβάλλει στην κοινή γνώμη τους τυχοδιωκτισμούς που γίνονται μόνον και μόνον για να παραταθεί η νομή της ωμής εξουσίας.

Τρίτον, στρέφει την προσοχή στο μεγάλο εθνικό ζήτημα της πραγματικής και όχι της εικονικής εξόδου από το μνημόνιο και της επανόδου στην κανονικότητα μιας χώρας μέλους της ΕΕ και της Ευρωζώνης».

Και στο «δια ταύτα», «είναι συνεπώς αναγκαίο να τοποθετηθούν τα πράγματα στη λογική τους σειρά τόσο από πλευράς συνταγματικών θεσμών, όσο και από πλευράς εξωτερικής πολιτικής. Πρώτον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει για το αν υπάρχει συμφωνία και για το περιεχόμενό της. Δεύτερον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει όχι μόνον για τη στάση των κυβερνητικών κομμάτων αλλά και για το πώς τοποθετείται πολιτικά και θεσμικά το καθένα από αυτά έναντι του άλλου. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης οφείλουν να τοποθετηθούν και μάλιστα δημόσια μόνο όταν η κυβέρνηση αποσαφηνίσει το τοπίο».