Οι πολλαπλές κάλπες, ο «σεισμός» στον ΣΥΡΙΖΑ και οι αβεβαιότητες του 2024
Ανανεώθηκε:
Ούτε μία, ούτε δύο, αλλά συνολικά έξι φορές κλήθηκαν οι Έλληνες στις κάλπες το 2023, μια χρονιά που επαξίως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «έτος εκλογών» για τη χώρα μας.
Οι διπλές εθνικές κάλπες, ελέω απλής αναλογικής, οι δύο Κυριακές των αυτοδιοικητικών, αλλά και οι εσωκομματικές εκλογές στον ΣΥΡΙΖΑ, άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους στην πολιτική ζωή της χώρας, σηματοδοτώντας ζυμώσεις, ανατροπές και σημαντικές εξελίξεις.
Εθνικές εκλογές στην σκιά των Τεμπών
Με βασικό ζητούμενο την πορεία της οικονομίας και την πολιτική σταθερότητα η προεκλογική περίοδος ξεκίνησε πολύ νωρίς, ατύπως από το φθινόπωρο του 2022.
Από την αρχή φάνηκε πάντως ότι η συζήτηση επικεντρωνόταν περισσότερο στο χρόνο διεξαγωγής των εκλογών και όχι στην ουσία των ακολουθούμενων πολιτικών.
Σε αυτό συνηγορούσαν τόσο τα δημοσκοπικά αποτελέσματα που έδειχναν κυριαρχία της ΝΔ, όσο και η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να φέρει τη συζήτηση σε ζητήματα προνομιακά για εκείνον, όπως αυτά της διαφάνειας και των παρακολουθήσεων.
Ωστόσο, το πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών τον Φεβρουάριο, ανάγκασε τα πολιτικά κόμματα σε επανασχεδιασμό, βάζοντας επιτακτικά στην προεκλογική ατζέντα το θέμα της αποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού και φέρνοντας στην επιφάνεια παθογένειες δεκαετιών.
Οι εξελίξεις όπως ήταν φυσικό ανάγκασαν σε χρονική αναδίπλωση τη ΝΔ και σε μετάθεση των καλπών για τα τέλη Μαΐου – παρά τον αρχικό σχεδιασμό για εκλογές πριν το Πάσχα – επιβάλλοντας ταυτόχρονα μια αποτελεσματική επικοινωνιακή διαχείριση του ζητήματος και ταχεία «αποκατάσταση» της ζημιάς που είχε προκληθεί στην εικόνα της κυβέρνησης.
Παρά την προεξοφλημένη εξέλιξη ότι οι κάλπες της 21ης Μαΐου, δεν μπορούσαν να δώσουν αυτοδυναμία, λόγω απλής αναλογικής, αλλά και τη - δημοσκοπικά τουλάχιστον – σίγουρη «πρωτιά» της ΝΔ, το αποτέλεσμα των εκλογών έκρυβε τελικά ορισμένες εκπλήξεις.
Αφενός γιατί η νίκη του κυβερνώντος κόμματος υπερέβη κατά πολύ τις μετρήσεις (αύξησε το ποσοστό του υπερδιπλασιάζοντας τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ) και αφετέρου γιατί πλησίασε την αυτοδυναμία, με 146 έδρες, ενώ τα προεκλογικά γκάλοπ έδιναν το πολύ 125-126 έδρες.
Παράλληλα οι κάλπες κατέγραψαν – πέρα από την εκλογική – και μία στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, που όπως φάνηκε δεν μπόρεσε να πείσει τους ψηφοφόρους ότι αποτελεί αξιόπιστη κυβερνητική εναλλακτική, εμφανίζοντας διαρροές, τόσο προς τα δεξιά, όσο και προς τα αριστερά.
Σαφώς ευνοημένοι από την κάλπη αναδείχθηκαν ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ.
Επιβεβαίωση κυριαρχίας για ΝΔ – Προάγγελος διάσπασης για ΣΥΡΙΖΑ
Όπως ήταν φυσικό, ο δρόμος προς τις κάλπες του Ιουνίου και τις δεύτερες εκλογές με ενισχυμένη αναλογική, ήταν περισσότερο περίοδος διαχείρισης μιας προδιαγεγραμμένης ήττας για τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά μια προσπάθεια ανατροπής του αποτελέσματος του Μαΐου.
Στις 25 Ιουνίου, η ΝΔ πέτυχε μια ισχυρή αυτοδυναμία με 158 έδρες, μακριά ωστόσο από τις επιδιώξεις της, λόγω της οκτακομματικής βουλής, που της στέρησε έδρες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη μια βαριά ήττα, βλέποντας τα ποσοστά του να κατακρημνίζονται και περιοριζόμενος στους 47 βουλευτές, γεγονός που δεν του επέτρεπε ούτε καν να υποβάλει πρόταση μομφής.
Το δε ΠΑΣΟΚ, δεν φάνηκε να επωφελείται στο μέγιστο από αυτή την εξέλιξη. Πολλοί ψηφοφόροι της κεντροαριστεράς, γύρισαν την πλάτη στην κάλπη, επιλέγοντας όπως φάνηκε είτε «αποχή διαμαρτυρίας», είτε απλώς … «παραλία», λόγω και της θερινής περιόδου.
Αυτοδιοικητικές κάλπες στα …. λασπόνερα
Ένα από τα βασικά πολιτικά επιχειρήματα που μετέρχονται οι τοπικοί άρχοντες προκειμένου να πείσουν για τη σημασία του ρόλου τους, είναι πως βρίσκονται εγγύτερα από κάθε παράγοντα της κεντρικής διοίκησης, στα προβλήματα του πολίτη.
Στις κάλπες της τοπικής αυτοδιοίκησης τον περασμένο Οκτώβριο ωστόσο, αυτό ακριβώς ήταν που αποδείχθηκε «αχίλλειος πτέρνα» για πολλούς υποψηφίους.
Οι πρωτόγνωρες καταστροφές που άφησαν πίσω τους οι πυρκαγιές του καλοκαιριού αλλά και οι πλημμύρες της κακοκαιρίας Daniel, η αναποτελεσματικότητα των τοπικών αρχών να λάβουν μέτρα πρόληψης, αλλά και να αντιμετωπίσουν γρήγορα και αποτελεσματικά τα προβλήματα που προέκυψαν, προκάλεσαν τη μήνη των πολιτών στις συγκεκριμένες περιοχές, κάτι που αποτυπώθηκε και στις κάλπες.
Αν και η πρώτη Κυριακή των εκλογών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, έφερε χαμόγελα στην Πειραιώς, βάφοντας μπλε το μεγαλύτερο μέρος του χάρτη, ωστόσο η δεύτερη, ήταν εκείνη που έβγαλε σημαντικά πολιτικά συμπεράσματα, οδηγώντας τον ίδιο τον πρωθυπουργό στην παραδοχή ότι «δεν ήταν μια καλή βραδιά για τη ΝΔ».
Η προσδοκία για 13 στις 13 (περιφέρειες) απέδειξε ότι μάλλον ο πήχης είχε τεθεί πολύ υψηλά. Η ΝΔ μπορεί μεν, σε ό,τι αφορά τη μεγάλη εικόνα να επαναβεβαίωσε ότι αποτελεί με διαφορά την πρώτη πολιτική δύναμη, ωστόσο η παντοδυναμία της υπέστη ρωγμές.
Οι ήττες Μπακογιάννη στο δήμο Αθηναίων, Ζέρβα στη Θεσσαλονίκη και Αγοραστού στην Περιφέρεια Θεσσαλίας (παρά τη σαφή γαλάζια στήριξη μετά τις καταστροφές), πέρα από την απόρριψη, σε ό,τι αφορά τα συγκεκριμένα πρόσωπα, ενέχουν και το στοιχείο της αμφισβήτησης βασικών κυβερνητικών επιλογών, που εκφράστηκαν μέσω της τιμωρητικής ψήφου ή της αποχής.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, βιώνοντας την ίδια περίοδο, την μεγαλύτερη - από καταβολής του - εσωκομματική κρίση και έχοντας εστιάσει περισσότερο την προσοχή στην εκλογή ηγεσίας, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επιλογή, προβολή και στήριξη των υποψηφίων του ανά την Επικράτεια.
Το αποτέλεσμα ήταν η «εξαφάνιση» από τον εκλογική χάρτη των υποψηφιοτήτων της Κουμουνδούρου, με μοναδική εξαίρεση την επικράτηση Κουρέτα στην Θεσσαλία.
Για το ΠΑΣΟΚ, όπως ήταν αναμενόμενο, «σημαία» αποτέλεσε η νίκη του αουτσάιντερ Χάρη Δούκα στην Αθήνα, ενώ η στήριξή του από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενόψει της δεύτερης Κυριακής, απέναντι στην υποψηφιότητα Μπακογιάννη, ενίσχυσε τις συζητήσεις περί μελλοντικών συνεργασιών, αυξάνοντας τις φωνές περί ανάγκης κοινής καθόδου.
ΣΥΡΙΖΑ: Αυτός, αυτή και η διάσπαση
Αρχικά η σιωπή και περισυλλογή, εν συνεχεία η αποχώρηση.
Από την πρώτη στιγμή της ανακοίνωσης του αποτελέσματος της κάλπης του Ιουνίου, η κριτική στις επιλογές της ηγεσίας κορυφώθηκε, καθώς η εσωκομματική αντιπολίτευση, ενισχυμένη από την απογοήτευση στους κόλπους των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, έσπευσε να χρεώσει στον Αλέξη Τσίπρα και την ηγετική ομάδα λανθασμένη στρατηγική και επιλογές που οδήγησαν στην εκλογική συντριβή.
Με μία συγκινησιακά φορτισμένη δήλωση από το Ζάππειο στα τέλη Ιουνίου, ο Αλέξης Τσίπρας, αποχωρώντας μετά από 15 χρόνια από τη ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, άνοιξε το δρόμο της διαδοχής, αλλά ταυτόχρονα – όπως φάνηκε – και τον ασκό του Αιόλου, πυροδοτώντας φυγόκεντρες δυνάμεις και φέρνοντας στην επιφάνεια πικρίες του παρελθόντος και ηγετικές φιλοδοξίες που βρίσκονταν σε αναμονή.
Η επισήμως εκπεφρασμένη πρόθεσή του να είναι μεν παρών, αλλά να μείνει μακριά από τις διαδικασίες προς τις εσωκομματικές κάλπες, σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως, ενώ αμφισβητήθηκε από αρκετούς, που χρέωσαν παρασκηνιακούς χειρισμούς στον απερχόμενο πρόεδρο και την ομάδα του.
Η Έφη Αχτσιόγλου ήταν η πρώτη που έσπευσε να δηλώσει υποψηφιότητα για την προεδρία και από τους περισσότερους θεωρήθηκε το αδιαφιλονίκητο φαβορί.
Αυτό τουλάχιστον μέχρι τα τέλη Αυγούστου, όταν τα λιμνάζοντα πολιτικά ύδατα στο χώρο της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήρθε να «ταράξει» μια απρόσμενη υποψηφιότητα, αυτή του Στέφανου Κασσελάκη.
Επιχειρηματίας, απόδημος, υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας του κόμματος, αλλά κυρίως, νέος σε ηλικία, χωρίς το βάρος της πολιτικής φθοράς που είχε υποστεί το προηγούμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ, με ένα life style έξω από τα ειωθότα της main stream ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Τα χαρακτηριστικά αυτά φαίνεται ότι ήταν εκείνα, που μπορεί να πέρασαν κάτω από τα … ραντάρ των ανθυποψηφίων του, ωστόσο δεν άφησαν ασυγκίνητους τους ψηφοφόρους, οι οποίοι τον έφεραν πρώτο και στους δύο γύρους των εσωκομματικών εκλογών, χαρίζοντάς του τελικά τη νίκη.
Η επικράτηση του Στέφανου Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, έφερε - έστω πρόσκαιρα - χαμόγελα στο επιτελείο του και σε μερίδα ψηφοφόρων του κόμματος που «είδαν» στο πρόσωπό του έναν άξιο αντίπαλο απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ωστόσο, αποτελούσε κοινό μυστικό για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι η «συγκατοίκηση» με την εσωκομματική αντιπολίτευση θα ήταν από δύσκολη έως αδύνατη.
Η σε κύματα αποχώρηση βουλευτών εξάλλου, με σημαντικότερη τη μαζική έξοδο των 9 υπό την Έφη Αχτσιόγλου στα τέλη Νοεμβρίου, (με τον ΣΥΡΙΖΑ να μένει πλέον με 36 βουλευτές) και η βέβαιη συγκρότηση νέας κοινοβουλευτικής ομάδας ήρθε απλά να επιβεβαιώσει τις εκτιμήσεις αυτές.
2024: Τα στοιχήματα, οι … αβεβαιότητες και οι ευρωκάλπες
Ίσως αποτελεί έκφραση κλισέ το «νέο πολιτικό τοπίο», ωστόσο στο κατώφλι του 2024, είναι η μόνη που μπορεί να περιγράψει με ακρίβεια το σκηνικό στην Ελλάδα.
Το κυβερνών κόμμα φαίνεται πως παίζει χωρίς αντίπαλο, ωστόσο έχοντας μπροστά του καθαρό χρόνο μιας τετραετίας, καλείται αναμετρηθεί με όλα τα προβλήματα καθημερινότητας – με βασικότερο εκείνο της ακρίβειας – και να επιβεβαιώσει την ικανότητά του να ανταποκριθεί αποτελεσματικά, χωρίς μάλιστα το άλλοθι της «πολιτικής αστάθειας» ή της υπονόμευσης από την αντιπολίτευση.
Οι ευρωκάλπες του Ιουνίου εξάλλου αποτελούν σημαντικό ορόσημο και μια πρώτη καταγραφή για το αν κερδίζει το «στοίχημα».
Για τον χώρο της κεντροαριστεράς, με τον κατακερματισμό που πλέον εμφανίζει, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα.
Η απουσία ισχυρής αξιωματικής αντιπολίτευσης, η διάσπαση στον ΣΥΡΙΖΑ, η πορεία του ΠΑΣΟΚ, αλλά και η από όλες τις πλευρές σύμπνοια – επί της αρχής – ότι απαιτούνται συμμαχίες και συγκλίσεις, αποτελούν τις βασικές παραδοχές επί των οποίων θα διεξαχθεί ο διάλογος το επόμενο διάστημα.
Το σίγουρο είναι πως η διαδικασία προβλέπεται επίπονη και χρονοβόρα. Το ερώτημα που παραμένει, είναι κατά πόσο υπάρχει η χρονική πολυτέλεια για καθυστερήσεις.