Αναδάσωση: Μια δύσκολη «εξίσωση» για τα μέρη που έχουν καεί- Δείτε το explainer video του CNN Greece
Δεν είναι λίγες οι φορές που μετά την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς ορισμένες εθελοντικές περιβαλλοντικές ανθρώπων ή ακόμη και φορείς προβαίνουν σε δεντροφυτεύσεις στις καμένες περιοχές, χωρίς να έχουν δώσει το χρόνο στη γη να «θεραπευτεί». Είναι όμως, σωστή αυτή η πρακτική; Υπό ποιες συνθήκες μπορεί να πραγματοποιηθεί μια αναδάσωση ή δενδροφύτευση σε μια καμένη έκταση;
Μιλώντας στο CNN Greece η καθηγήτρια του Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του ΔΠΘ, Καλλιόπη Ραδόγλου τονίζει είναι πολλοί οι παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η αποκατάσταση μιας περιοχής που έχει πληγεί από μία πυρκαγιά: Το δασοπονικό είδος, η ηλικία των δέντρων και η ύπαρξη ζωντανών δένδρων στην περιοχή για την διασπορά σπόρων κ.λπ.
«Αυτοί οι παράγοντες επηρεάζουν την εγκατάσταση της φυσικής αναγέννησης μετά την φωτιά» σημειώνει.
Τρία έτη μετά τη φωτιά οι φυτεύσεις
Σε κάθε περίπτωση, η φυσική αναγέννηση του δάσους, μπορεί να αξιολογηθεί τρία έτη μετά την φωτιά και μόνο μετά το πέρας αυτών των χρόνων και εφόσον η φυσική αναγέννηση αυτή δεν είναι ικανοποιητική, τότε μπορεί να γίνουν αναδασώσεις και να συμπληρωθούν τα κενά με φυτεύσεις.
Αναφερόμενη στα πεύκα, για τα οποία έχει ανοίξει ένας μεγάλος διάλογος για το πως ήρθαν στη χώρα μας και τι στρατηγική εξυπηρετούσαν, η κα Ραδόγλου υπογραμμίζει πως «αν η δασική πυρκαγιά συμβεί σε δάσος με μεσογειακές πεύκες, Χαλέπιο και τραχεία, η φυσική αναγέννηση τις περισσότερες φορές είναι ικανοποιητική επειδή αυτά τα δασοπονικά είδη διατηρούν βιώσιμους σπόρους σε κλειστούς κώνους στην κόμη τους. Οι κώνοι αυτοί ανοίγουν μετά την πυρκαγιά και διασπείρουν σπόρους στην καμένη περιοχή».
Δεν ισχύει το ίδιο όμως, όταν τα δάση αυτά έχουν πληγεί από επαναλαμβανόμενες πυρκαγιές με συχνότητα μικρότερη των δέκα ετών.
«Τότε τα μικρής ηλικίας άτομα που αποτελούν το καμένο δάσος δεν παράγουν ικανοποιητική ποσότητα σπόρων λόγω ηλικίας με συνέπεια να μην υπάρχει ικανοποιητική φυσική αναγέννηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι αναγκαία η επέμβαση με αναδασώσεις μετά από τρία έτη από την πυρκαγιά».
Πότε μπορεί να γίνει μια αναδάσωση;
Οι αναδασώσεις πρέπει να γίνονται την χειμερινή περίοδο από τον Νοέμβριο μέχρι και τον Φεβρουάριο, προκειμένου τα φυτάρια να έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης του ριζικού τους συστήματος νωρίς την άνοιξη, για να επιβιώσουν ευκολότερα κατά την καλοκαιρινή περίοδο.
«Γενικά με ικανοποιητική φυσική αναγέννηση ή με αναδασώσεις 10 έτη μετά την πυρκαγιά, μπορεί να θεωρηθεί ότι το οικοσύστημα έχει αποκατασταθεί καθώς υπάρχει ικανοποιητική εδαφοκάλυψη. Η πλήρης αποκατάσταση του οικοσυστήματος απαιτεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα» επισημαίνει η καθηγήτρια.
Τι πρέπει να προσέξουμε ως προς τα φυτά ή δέντρα που φυτεύονται την επομένη μιας πυρκαγιάς;
Ερωτώμενη για τους σπόρους που θα φυτευτούν σε μια πυρόπληκτη έκταση, αναλύει πως «τα φυτάρια που θα επιλεχθούν πρέπει να είναι είδη που προϋπήρχαν στην περιοχή».
Διότι, όπως εξηγεί η ίδια, «η αναδάσωση πρέπει να έχει στόχο την επανίδρυση του προϋπάρχοντος οικοσυστήματος με την εγκατάσταση των προϋπαρχόντων δασικών ειδών».
Διευκρινίζει όμως, ότι η «αντικατάσταση των πεύκων είναι πρακτικά αδύνατη σε αυτές τις αναδασώσεις επειδή αποτελούν τα φυσικά είδη των περισσότερων περιοχών που κάηκαν. Άλλα πλατύφυλλα είδη, όπως η δρυς, είναι απαιτητικά σε βαθιά και γόνιμα εδάφη, που δεν είναι διαθέσιμα στις δασικές εκτάσεις. Αυτά μπορούν να φυτευτούν κατά μήκος των ρεμάτων και στην κάτω πλευρά μιας πλαγιάς».
Τα βήματα που πρέπει να ακολουθούνται για μια σωστή αναδάσωση
Την ίδια ώρα, η ακαδημαϊκός αναφέρει πως «για μια σωστή αναδάσωση πρέπει να συλλεχθούν σπόροι από τα πλησιέστερα μη καμένα όμοια οικοσυστήματα και να παραχθούν φυτάρια υψηλής ποιότητας σε δασικά φυτώρια.
«Δεν μπορεί ο εθελοντισμός να υποκαταστήσει την κρατική μέριμνα της αναδάσωσης»
Μία ακόμη πτυχή που «φωτίζει» στη συνέντευξή της η κα Ραδόγλου είναι το «Ποιος». Ποιος δηλαδή πρέπει να είναι υπεύθυνος για την εποπτεία μιας αναδάσωσης, σε καιρούς που φέρουν μεγαλύτερες προκλήσεις για το περιβάλλον, όσο οποτεδήποτε άλλοτε.
«Οι φυτεύσεις πρέπει να γίνονται από συνεργεία εξειδικευμένα για επιμελημένη φύτευση. Οι αναδασώσεις από εθελοντές είναι σημαντικές ως μορφή εκπαίδευσης και καλλιέργειας περιβαλλοντικής συνείδησης. Ωστόσο, η υποκατάσταση της διαδικασίας των εκτεταμένων αναδασώσεων σε μια περιοχή μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία».
Ακόμη και μετά το πέρας μιας αναδάσωσης «είναι αναγκαίο να συντηρούνται οι αναδασώσεις με ποτίσματα τα επόμενα δύο έτη επειδή διαφορετικά τα ποσοστά επιβίωσης κινδυνεύουν να είναι πολύ χαμηλά και τα αποτελέσματα πολύ πενιχρά. Για την παραγωγή φυτευτικού υλικού και τις φυτεύσεις στις πληγείσες από τις πυρκαγιές περιοχές, απαιτείται χρηματοδότηση».
Οι δεντροφυτεύσεις στο αστικό περιβάλλον
Όσα προαναφέρθηκαν αφορούν τις αναδασώσεις. Μην ξεχνάμε όμως τις περιοχές που κάηκαν το καλοκαίρι του 2024 φτάνοντας στον αστικό ιστό της Αττικής. Μην ξεχνάμε τις φωτιές που έφτασαν μέχρι το Πάτημα Χαλανδρίου. Πώς πρέπει να γίνουν οι δενδροφυτεύσεις στο αστικό περιβάλλον;
«Εκεί πρέπει να χρησιμοποιηθεί φυτευτικό υλικό μεγαλύτερων διαστάσεων και να επιλέγονται δασικά είδη και θάμνοι από τη δασική βλάστηση της περιοχής, επειδή έτσι εξασφαλίζεται καλύτερη επιβίωση και ανάπτυξη των φυτεμένων δένδρων και διατηρείται η φυσιογνωμία της περιοχής και μέσα στον αστικό ιστό».
Όσο για την φροντίδα του αστικού πρασίνου αυτή περιλαμβάνει κατά βάση «τα ποτίσματα επειδή το περιβάλλον είναι αντίξοο για την ανάπτυξη των δέντρων και των θάμνων. Αιτία είναι το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές υπάρχει μικρός αυξητικός χώρος, περιορισμός στην ανάπτυξη του ριζικού συστήματος και πολλές ανθρώπινες παρεμβάσεις».
Προϋποθέσεις για τη δρομολόγηση μιας αναδάσωσης
Για να μπορέσει μια πολιτική αναδάσωσης όμως να υλοποιηθεί είναι επιτακτικής σημασίας «να συνταχθεί και εγκριθεί από τη Δασική Υπηρεσία σχετική μελέτη. Η μελέτη πρέπει να προβλέπει τα πάντα: Την έκταση, τα δασοπονικά είδη που θα φυτευθούν, τον τύπο του φυτευτικού υλικού που θα χρησιμοποιηθεί, τον φυτευτικό σύνδεσμο καθώς και τις απαιτούμενες εργασίες συντήρησης της αναδάσωσης τα επόμενα δύο χρόνια» ξεκαθαρίζει η κα Ραδόγλου.
Την ίδια ώρα, όμως, η διεργασία αυτή «πρέπει να συνοδεύεται και από μια οικονομική μελέτη».