Κίνδυνος ερημοποίησης: Πώς αλλάζει η κλιματική κρίση τον αγροτικό «χάρτη»
Μία νέα εποχή διαμορφώνουν για την αγροτική παραγωγή οι κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούν τα τελευταία χρόνια, με τις καλλιέργειες που κάποτε αποτελούσαν πυλώνα της αγροτικής οικονομίας να χάνονται και τους μικρο-μεσαίους αγρότες να εγκαταλείπουν σταδιακά τον κλάδο γιατί δεν μπορούν πια να ανταπεξέλθουν στη νέα κατάσταση.
Πώς έχει αλλάξει, όμως, ο «χάρτης» του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα και τι προκλήσεις καλείται να αντιμετωπίσει;
«Το κλίμα της Ελλάδας θα γίνει ξηρότερο λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων κατά 20-30% το καλοκαίρι και κατά 10% το χειμώνα» προειδοποιεί μιλώντας στο CNN Greece ο αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Πατρών, Παντελής Μπαρούχας.
Η Δυτική Ελλάδα, μάλιστα, είναι ζωντανό παράδειγμα αυτών των αλλαγών τα τελευταία, 60 χρόνια. Αυτή η εξέλιξη, σύμφωνα με τον ίδιο, πρόκειται να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη γεωργική παραγωγή.
Αύξηση έως και 12% στο έλλειμμα υγρασίας τα επόμενα χρόνια
«Οι περίοδοι χωρίς βροχοπτώσεις προβλέπεται να επιμηκυνθούν, το έλλειμμα υγρασίας θα αυξηθεί έως και 12% και ενδεχομένως θα εμφανιστεί αυξημένη τάση μετατροπής του εδάφους σε ξηροθερμικές εκτάσεις στο μεγαλύτερο μέρος των καλλιεργήσιμων περιοχών» περιγράφει ο καθηγητής, μιλώντας για την τάση που διαφαίνεται από αυτά τα στοιχεία.
Η πραγματικότητα, όμως, αυτή, όπως την σκιαγραφεί ο κ. Μπαρούχας δεν αφορά το μακρινό μέλλον, αλλά το παρόν της αγροτικής παραγωγής.
Αποκαλυπτική ήταν άλλωστε έρευνα της Greenpeace, που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Οκτώβριο για την κατάσταση που επικρατεί στον πρωτογενή τομέα της Ελλάδας, όπου έχει χαθεί το 31% των μικρών αγροκτημάτων.
Όπως εξηγεί στο CNN Greece o κ. Αλέξανδρος Χατζηαντωνίου, μέλος του αγροτικού συνεταιρισμού ρυζοπαραγωγών και βαμβακοκαλλιεργητών Βραχιάς στη Θεσσαλονίκη, «η παρατεταμένη ξηρασία φέτος, παρά το γεγονός ότι στην περιοχή μας οι καλλιέργειες αρδεύονται από καναλέτα του Οργανισμού Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ) και δεν αντιμετωπίζουν τόσο μεγάλο πρόβλημα ξηρασίας οδήγησε σε σημαντική μείωση της παραγωγής των καλλιεργειών τόσο στα καλαμπόκια, όσο και στο ρύζι».
«Τα καλαμπόκια, λόγω της ζέστης που είχε μεγάλη διάρκεια για δεύτερη χρονιά έμειναν κοντά σε ύψος, παρόλο που ποτίστηκαν σωστά. Οι κλιματολογικές αυτές συνθήκες είχαν αντίστοιχο αντίκτυπο και στο ρύζι, όπου είχαμε μείωση 100-150 κιλών το στρέμμα. Ακόμη και οι καλλιέργειες βαμβακιού που είναι ξηροθερμικό φυτό και αγαπάει τη ζέστη επηρεάστηκαν πάρα πολύ, με αποτέλεσμα μάλιστα να παρουσιάσουν αφυδάτωση στα καρύδια τους και να στρεσαριστούν από τις υψηλές θερμοκρασίες» όπως ενημερώνει ο ίδιος.
Τα επόμενα χρόνια το νερό θα είναι το Νο1 έξοδο για τους παραγωγούς
Αντίστοιχη είναι η εικόνα που διαμορφώνεται στη Θεσσαλία και συγκεκριμένα στη Λάρισα, που όπως εξηγεί ο γεωπόνος και καλλιεργητής αμυγδαλιών, Κώστας Τσιφής, «τη φετινή χρονιά χρειάστηκε να ποτίσουμε τις καλλιέργειες με το διπλάσιο νερό απ’ ό,τι την περσινή τόσο λόγω της ζέστης, όσο και λόγω ανομβρίας».
«Αυτή η συνθήκη μας δείχνει πως τα επόμενα χρόνια το νερό θα είναι το μεγαλύτερο έξοδο που θα έχει κανείς, ενώ μάλιστα θα είναι δύσκολη και η πρόσβαση σε αυτό αν λάβουμε υπόψιν την κατεύθυνση που έχει τεθεί για τη διαχείριση των υπηρεσιών ύδατος» σημειώνει ο ίδιος.
Μία άλλη συνέπεια, που είχε ο παρατεταμένος καύσωνας την φετινή χρονιά, όπως αναφέρει ο κ. Χατζηαντωνίου ήταν το γεγονός ότι τα γεωργικά φάρμακα, είτε τα ζιζανιοκτόνα, είτε τα μυκητοκτόνα «δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν στο βαθμό που το κάθε φάρμακο “υπόσχεται” να βοηθήσει, με αποτέλεσμα να υπάρχει πολύ μεγάλη αστοχία στη δράση των φαρμάκων».
Εξηγώντας το πρόβλημα, ο γεωπόνος αναφέρει πως «ακόμη και τα drone που έχουμε για να ψεκάζουμε τις καλλιέργειες, τα οποία διαθέτουν γεωργικές τουρμπίνες και ψεκάζουν ατμό, δεν κατάφεραν να είναι αποτελεσματικά γιατί ο ατμός αυτός εξατμίστηκε πριν καν φτάσει στα φυτά».
Κινδυνεύουν τα σιτηρά, το βαμβάκι και δενδρώδεις καλλιέργειες
Από τις αλλαγές στο κλίμα, επηρεάζονται περισσότερο καλλιέργειες όπως τα σιτηρά, το βαμβάκι, καθώς και δενδρώδεις καλλιέργειες και δη εκείνες που χρειάζονται άρδευση, όπως τα εσπεριδοειδή, αναφέρει ο κ. Μπαρούχας.
Προβλήματα όμως αναμένεται να έχουν ακόμη και οι ελιές και τα αμπέλια που είναι πιο ανθεκτικά στην ξηρασία, καθώς όπως υπογραμμίζει ο ακαδημαϊκός «επηρεάζονται σοβαρά σε ορισμένες κρίσιμες φάσεις της ανάπτυξής τους, γεγονός που τελικά οδηγεί σε απώλεια παραγωγής».
Να σημειωθεί δε, πως πρόκειται για δύο καλλιέργειες που συμβάλλουν ετησίως περίπου στο 30% του εγχώριου γεωργικού εισοδήματος.
Ποιες περιοχές θα επηρεαστούν περισσότερο;
Αναφερόμενος στις περιοχές που θα επηρεαστούν περισσότερο, ο κ. Μπαρούχας απαντά πως, σύμφωνα με τα επικρατέστερα σενάρια, μεγαλύτερη μείωση της γεωργικής παραγωγής θα υποστούν «οι περιοχές της Δυτικής Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένων των Ιονίων Νήσων, π.χ. Κέρκυρα), της Πελοποννήσου και του Αιγαίου (π.χ. Σάμος)».
Απεναντίας ορισμένα σενάρια προβλέπουν θετικές επιπτώσεις για τις πιο εύκρατες περιοχές, όπως η Κρήτη.
Ερημοποίηση των εδαφών – Στροφή σε άλλες καλλιέργειες
Σε κάθε περίπτωση, επισημαίνει ο ίδιος, οι ακραίες καιρικές συνθήκες «οδηγούν σε σημαντική μείωση των γεωργικών εσόδων και, με την πάροδο του χρόνου, συμβάλλουν σταδιακά στην ερημοποίηση των εδαφών μας».
Στο πλαίσιο αυτό, μιλώντας για το ενδεχόμενο οι παραγωγοί να στραφούν σε άλλες, πιο ανθεκτικές καλλιέργειές ή να μεταφέρουν το είδος που καλλιεργούν σε πιο γόνιμα εδάφη της περιοχής, ο κ. Χατζηαντωνίου αναφέρει πως αυτό το σενάριο δεν θα ήταν εύκολα εφικτό. Δεν θα ήταν εφικτό γιατί όπως αναλύει το «ΤΟΕΒ Βραχιάς έχει 50.000 στρέμματα χωράφια, από τα στρέμματα αυτά το 2023 τα 38.000 ήταν καλλιέργειες ρυζιού και φέτος τα 44.000».
«Οπότε δεν έχει μεγάλη πολυτέλεια ο κόσμος να καλλιεργήσει κάτι άλλο» σημειώνει.
Αναταραχή στους αγρότες – Δεν ξέρουν τι να σπείρουν
Υπάρχουν όμως και παραγωγοί άλλων περιοχών, όπως λέει, που έχουν στραφεί σε άλλες καλλιέργειες. Σύμφωνα με τον γεωπόνο, ορισμένοι αγρότες έχουν αρχίσει να αφήνουν το βαμβάκι και λόγω της κλιματικής αλλαγής, αλλά και λόγω του υψηλού κοστολογίου ανά στρέμμα που έχει για την φροντίδα του.
Έτσι, έχουν αρχίσει να προσανατολίζονται στα φασόλια, τις φακές, τα όσπρια.
«Υπάρχει πολύ μεγάλη αναταραχή στους ανθρώπους του κλάδου στο τι θα σπείρουν πια» τονίζει.
Στο «σημείο 0» παραγωγοί στον θεσσαλικό κάμπο μετά τις πλημμύρες
Και ενώ όλη η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει τα «απόνερα» της παρατεταμένης ζέστης και ανομβρίας, η Θεσσαλία, ακόμη μετρά τις πληγές της από τις καταστροφικές πλημμύρες που επέφερε η κακοκαιρία «Ντάνιελ».
«Οι δενδροκαλλιέργειες που υπήρχαν στις πλημμυρισμένες περιοχές, όπως οι αμυγδαλιές, οι ροδακινιές και οι αχλαδιές, καταστράφηκαν ολοσχερώς» εξηγεί ο κ. Τσιφής, ο οποίος παράγει αμύγδαλα.
Αντίστοιχα προβλήματα είχαν και αγρότες που ασχολούνται με τα σιτηρά και το βαμβάκι σε Πλατύκαμπο και Φάρσαλα, αλλά επειδή πρόκειται για μονοετείς καλλιέργειες μπόρεσαν να ξανασπείρουν στην επόμενη χρονιά και κάπως μετριάστηκε η ζημιά τους χωρίς όμως να υποτιμούμε τις καταστροφές που υπεστησαν σε υποδομες, μηχανηματα, εργαλεια κλπ, οι οποίες είναι τεράστιες, όπως σημειώνει ο ίδιος. «Οι παραγωγοί στις περιοχές αυτές που είχαν κάνει μια επένδυση στις δενδροκαλλιέργειες που ανέμεναν να αποδώσει καρπούς σε οκτώ με δέκα χρόνια υπέστησαν τεράστιο πλήγμα».
«Οι άνθρωποι αυτοί έχασαν τις παραγωγικές τους δυνάμεις. Είναι σαν να έχεις ένα εργοστάσιο, να έχεις κάνει μια μεγάλη επένδυση και να εκτιμάς πως θα έχεις κέρδος από αυτό σε 10 χρόνια και στα επτά χρόνια να καταστρέφεται και να φτάνεις πάλι στο σημείο 0».
Όπως εξηγεί, ο κ. Τσιφής, αυτή συνιστά και τη μεγάλη διαφορά με την καλλιέργεια βαμβακιού. «Μπορείς να το σπείρεις και πάλι του χρόνου, οπότε η ζημιά στο κάθε είδος είναι είναι διαφορετική» διευκρινίζει.
Άλλαξαν επάγγελμα για να επιβιώσουν οι αγρότες που είχαν χωράφια στη λίμνη Κάρλα
Στον απόηχο της καταστροφής, οι άνθρωποι που επλήγησαν δεν θα καλλιεργήσουν δέντρα στα ίδια χωράφια γιατί φοβούνται πως μπορεί να πλημμυρίσουν ξανά, οπότε στρέφονται σε μονοετείς καλλιέργειες, όπως αυτές που προαναφέρθηκαν.
Οι παραγωγοί, δε, που είχαν χωράφια σε παρακάρλιες περιοχές - όπου χρειάστηκε ένας χρόνος για να φύγει το νερό που είχε συγκεντρωθεί - στράφηκαν σε άλλες δουλειές για να επιβιώσουν και μόλις στις αρχές του φθινοπώρου επέστρεψαν στις καλλιέργειές τους για να δουν πώς μπορούν να κινηθούν, όπως τονίζει ο γεωπόνος.
Οι κλιματολογικές συνθήκες ήταν «το κερασάκι στην τούρτα»
Ταυτόχρονα, μιλώντας για το πώς αλλάζει ο κλάδος τα τελευταία χρόνια, ο κ. Τσιφής εξηγεί πως συνιστά ένα σύνθετο πρόβλημα, με τις αλλαγές στο κλίμα να είναι «το κερασάκι στην τούρτα» που διώχνει τους ανθρώπους από την αγροτική παραγωγή.
«Το πρόβλημα έχει ξεκινήσει από την αύξηση της τιμής των καυσίμων σε δυσθεώρητα επίπεδα, την αύξηση του κόστους των φυτοπροστατευτικών προιόντων και λιπασμάτων, τις εισαγωγές αγροτικών προιόντων από χώρες με πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής και μέσα σε όλα αυτά έρχεται και η μείωση της τιμής του αγροτικού προϊόντος, με τους μόνους που βγάζουν κέρδος να είναι οι μεσάζοντες και πολύ περισσότερο οι μεγάλες αλυσίδες τα σούπερ μάρκετ και όχι οι ίδιοι οι άνθρωποι που καλλιεργούν τη γη» περιγράφει.
Σε συνδυασμό με τις παραπάνω συνθήκες «έρχονται και οι κλιματικές αλλαγές να βάλουν ταφόπλακα στην παραγωγή για τον μικρο-μεσαίο αγρότη, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται».
«Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι λιγότερο από 10 χρόνια πριν, με 30 στρέμματα μπορούσε να ζήσει αξιοπρεπώς μια οικογένεια, πλέον με τα ίδια στρέμματα μιας δενδροκαλλιέργειας συμφέρει περισσότερο να δουλεύει μεροκάματο σε άλλους παρά να καλλιεργεί την ίδια του τη γη» αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος.
Το νέο σκηνικό, λοιπόν, που διαμορφώνεται στον «χάρτη» της αγροτικής παραγωγής, έχει οδηγήσει σε ακόμη ένα άλλο φαινόμενο, σε αυτό της συγκεντροποίησης της γεωργικής γης σε λιγότερους και μεγαλύτερους παραγωγούς, με αποτέλεσμα να γινόμαστε τελικά θεατές μιας «βίαιης» όπως την χαρακτηρίζει «ανακατανομής της γης».
Η στρατηγική της επόμενης μέρας – Προσαρμογή στις νέες συνθήκες
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει για να επιβιώσει ο αγροτικός τομέας της Ελλάδας;
Για αρχή, όπως αναφέρει ο κ. Μπαρούχας «είναι αναγκαίο σε πολλές περιοχές, λόγω και της γεωμορφολογίας τους, να γνωρίζουμε ποιες είναι οι ποσότητες νερού που δέχεται το έδαφος στα υψηλότερα σημεία, να είμαστε βέβαιοι για την συνεχή συντήρηση των στραγγιστικών δικτύων και να είμαστε έτοιμοι για την αντιμετώπιση ενδεχομένων κρίσεων».
Σύμφωνα με τον επιστήμονα, στην γεωργία η κλιματική κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί με πρόληψη αλλά και με ενδεχόμενη προσαρμογή των παραγωγών στις νέες συνθήκες.
«Και για τα δύο αυτά ζητήματα χρειάζεται η συνέργεια της λεγόμενης “τετραπλής έλικας”, δηλαδή των κρατικών φορέων που ασκούν πολιτική, των επιστημονικών φορέων, των επιχειρήσεων του αγροτικού τομέα και των κοινωνικών ομάδων που κυρίως πλήττονται και παράγουν (συνεταιρισμοί, ομάδες παραγωγών, κλπ)».
Έπειτα, τα κύρια μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν αφορούν ακριβώς αυτή την πρόληψη και την προσαρμογή.
«Η πρόληψη αφορά την ορθολογική διαχείριση των εδαφοϋδατικών πόρων που οδηγεί σε αντιμετώπιση της υποβάθμισης των εδαφών και επάρκεια σε αποθέματα νερού, όπως παραδείγματος χάριν δράσεις για την συγκράτηση του οργανικού άνθρακα στο έδαφος. Η προσαρμογή θα μπορούσε να έχει στοιχεία παραγωγής νέων ποικιλιών ανθεκτικών σε φαινόμενα διαρκούς ξηρασίας και σίγουρα ενσωμάτωση νέας τεχνολογίας στην παραγωγή όπως π.χ συστήματα για την ορθολογική διαχείριση του νερού άρδευσης» αναλύει.
Από την πλευρά του, ο κ. Χατζηαντωνίου, στο πλαίσιο αυτής της προσαρμογής, τονίζει ότι οι νέες συνθήκες θα πρέπει θα προσανατολίσουν τους παραγωγούς σε ποικιλίες με βαθύτερο ριζικό σύστημα για να αντέχουν περισσότερο την ξηρασία και να βρίσκουν πιο εύκολα νερό στο έδαφος και να καταφέρουν να ευδοκιμήσουν.
Παράλληλα, κάνει λόγο για αλλαγή πλεύσης σε ένα περιβάλλον συνεχώς ευμετάβλητο και υπογραμμίζει την αναγκαιότητα οι γεωπόνοι να βγουν στα χωράφια και να συνδράμουν με τις γνώσεις και τα εργαλεία που διαθέτουν τους παραγωγούς για να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις νέες κλιματολογικές συνθήκες που διαμορφώνονται.
Όμως, όπως, τονίζει εμφατικά ο κ. Μπαρούχας, κύριο χαρακτηριστικό που θα πρέπει να διαπνέει τόσο τους ανθρώπους του κλάδου, όσο και τις αρμόδιες Αρχές «είναι η απόκτηση εδαφολογικής και ευρύτερης καλλιεργητικής συνείδησης».