ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Έξι εξαφανισμένα είδη που οι επιστήμονες προσπαθούν να «αναστήσουν»

Σκελετός μαμούθ στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Σινσινάτι στις ΗΠΑ Unsplash/Sean Foster

Οι επιστήμονες βρίσκονται στα πρόθυρα της αναβίωσης ζώων που έχουν εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες, αιώνες ή… χιλιετίες. Το μαλλιαρό μαμούθ, το ντόντο ή ο θυλακίνος θα μπορούσαν σύντομα να περπατήσουν ξανά στη Γη.

Η διαδικασία ξεκινά με δείγματα DNA από τα εξαφανισμένα είδη. Μερικές φορές πρόκειται για το πλήρες γονιδίωμα· άλλες φορές, μπορεί να ενσωματωθούν γονίδια από το εξαφανισμένο είδος στο γονιδίωμα ενός ζωντανού ζώου. Στη συνέχεια, με μια διαδικασία γνωστή ως πυρηνική μεταφορά, οι ερευνητές εμφυτεύουν αυτή την αλληλουχία σε ένα ωάριο που λαμβάνεται από ένα στενά συγγενικό, ζωντανό είδος και από το οποίο έχει αφαιρεθεί το αρχικό DNA. Το ζώο που προκύπτει είναι γενετικά παρόμοιο με το εξαφανισμένο.

Ας δούμε ποια είναι τα έξι εξαφανισμένα ζώα που μπορεί να βρεθούν ξανά ανάμεσά μας, σύμφωνα με το LiveScience.

Το μαλλιαρό μαμούθ

4.000 χρόνια μετά την εξαφάνισή τους, η Colossal Biosciences υποστηρίζει ότι σύντομα θα επαναφέρει τα μαλλιαρά μαμούθ στην Αρκτική

Colossal Biosciences

Τα μαλλιαρά μαμούθ (Mammuthus primigenius) ζούσαν μεταξύ 300.000 και 10.000 ετών πριν, κατά τη διάρκεια της τελευταίας Eποχής των Παγετώνων – αν και ένας μικρός, απομονωμένος πληθυσμός επιβίωνε στη νήσο Βράγνκελ της Ρωσίας μέχρι πριν από περίπου 4.000 χρόνια. Ο κύριος πληθυσμός περιπλανιόταν στην τούνδρα που εκτεινόταν στη σημερινή Ασία, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η αλλαγή του κλίματος στο τέλος της εποχής των παγετώνων, σε συνδυασμό με το κυνήγι από τους ανθρώπους και τη μείωση της γενετικής ποικιλότητας του πληθυσμού, μπορεί να οδήγησε τα μαλλιαρά μαμούθ στην εξαφάνιση.

Το μόνιμα παγωμένο έδαφος στην Αρκτική έχει διατηρήσει τα κουφάρια των μαμούθ, ακόμη και την τρισδιάστατη δομή του γονιδιώματός τους. Αυτό σημαίνει ότι οι επιστήμονες μπορούν να εξάγουν καλά διατηρημένο DNA και ενδεχομένως να συναρμολογήσουν μια γενετική αλληλουχία που να μοιάζει με εκείνη των αρχικών ζώων. Αυτό, με τη σειρά του, θα τους επιτρέψει να πραγματοποιήσουν πυρηνική μεταφορά χρησιμοποιώντας ένα κύτταρο ωαρίου σύγχρονου ελέφαντα, ώστε να προκύψει ένα είδος παρόμοιο με το μαλλιαρό μαμούθ. Αυτό ακριβώς κάνει η εταιρεία Colossal Biosciences, που ισχυρίζεται ότι θα έχουμε τα πρώτα μωρά μαμούθ μέχρι το 2028.

Το ντόντο

Σκελετός και ομοίωμα ενός ντόντο στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Οξφόρδης

BazzaDaRambler / Wikimedia Commons

Τα ντόντο (Raphus cucullatus) ήταν μεγάλα πουλιά που δεν πετούσαν, και ζούσε στον Μαυρίκιο, ανοιχτά των ακτών της Μαδαγασκάρης. Τα ντόντο εξαφανίστηκαν τον 17ο αιώνα ως άμεσο αποτέλεσμα του ευρωπαϊκού αποικισμού. Οι άποικοι που έφτασαν στον Μαυρίκιο το 1598 έφεραν μαζί τους αρουραίους, γάτες, ακόμη και πιθήκους, που λεηλάτησαν τις φωλιές των ντόντο τρώγοντας τα αυγά και τους νεοσσούς και μειώνοντας τον αριθμό των πτηνών σε κρίσιμα επίπεδα, μέσα σε λίγες δεκαετίες. Σε συνδυασμό με την αποψίλωση των δασών και το κυνήγι από τους ανθρώπους, το είδος εξαφανίστηκε εντελώς μέχρι το 1681.

Σήμερα, το DNA του ντόντο επιβιώνει σε δείγματα μουσείων φυσικής ιστορίας. Το 2022, οι επιστήμονες συνέθεσαν το πρώτο γονιδίωμα του ντόντο, χρησιμοποιώντας ένα εξαιρετικά διατηρημένο δείγμα που φυλάσσεται στη Δανία. Ωστόσο, χρειάζεται να εισαχθεί γενετική ποικιλομορφία στην αλληλουχία του DNA του ντόντο, ώστε να μην προκύψει ένας πληθυσμός κλώνων, σημειώνει η Colossal Biosciences, που δεν αρκείται μόνο στην επαναφορά των μαμούθ…

Ο θυλακίνος

Θηλυκός θυλακίνος (μπροστά) με τον γιο του στον Εθνικό Ζωολογικό Κήπο της Ουάσινγκτον το 1902

The Smithsonian Institute / Wikimedia Commons

Ο θυλακίνος (Thylacinus cynocephalus), γνωστός και ως τίγρης της Τασμανίας, ήταν ένα σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που έμοιαζε με λύκο και είχε ρίγες στο κάτω μέρος της πλάτης του. Κάποτε ευδοκιμούσε σε όλη τη σημερινή Αυστραλία. Το είδος εξαφανίστηκε από την ηπειρωτική χώρα μεταξύ 3.000 και 2.000 ετών πριν, αλλά ένας πληθυσμός διατηρήθηκε στο νησί της Τασμανίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι πρώτοι Ευρωπαίοι έποικοι στην Τασμανία επικήρυξαν τους θυλακίνους, γιατί θήρευαν τα ζώα τους. Τους κυνήγησαν, τους σκότωσαν, και ο τελευταίος θυλακίνος πέθανε σε ζωολογικό κήπο το 1936.

Ο θυλακίνος είναι ένας καλός υποψήφιος για επαναφορά, επειδή υπάρχουν πολλά άθικτα δείγματα από τα οποία μπορεί να εξαχθεί DNA. Ωστόσο το DNA είναι πολύ κατακερματισμένο, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται πολλή επεξεργασία για να προκύψει μια λειτουργική αλληλουχία. Το 2017 επιστήμονες πέτυχαν την αλληλούχιση ενός πλήρους γονιδιώματος θυλακίνου, ενώ το 2023 εξήγαγαν επιτυχώς RNA. Αλλά υπάρχουν πολλές ακόμη προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν.

Το μεταναστευτικό περιστέρι

Μεταναστευτικό περιστέρι φωτογραφισμένο ανάμεσα στο 1896 και το 1913

G. Hubbard / Wikimedia Commons

Το μεταναστευτικό περιστέρι (Ectopistes migratorius) ήταν κάποτε το πιο συνηθισμένο είδος πουλιού στη Βόρεια Αμερική, αποτελώντας μεταξύ 25% και 40% του συνολικού πληθυσμού πουλιών στις σημερινές ΗΠΑ πριν από τον 17ο αιώνα. Οι Ευρωπαίοι έποικοι κυνηγούσαν τα περιστέρια για κρέας και κατέστρεφαν σταδιακά το βιότοπό τους, προκαλώντας την εξαφάνισή τους. Το τελευταίο γνωστό μεταναστευτικό περιστέρι, ένα θηλυκό που ονομάστηκε Μάρθα προς τιμήν της Μάρθας Ουάσινγκτον, πέθανε το 1914.

Τα μουσεία διαθέτουν δεκάδες ταριχευμένα δείγματα μεταναστευτικών περιστεριών, των οποίων το DNA οι επιστήμονες έχουν εξαγάγει και αλληλουχήσει Αλλά το DNA είναι τόσο κατακερματισμένο, που είναι απίθανο να επαναφέρουν το μεταναστευτικό περιστέρι στην αρχική του μορφή. Αντ' αυτού, η εταιρεία βιοτεχνολογίας Revive & Restore σχεδιάζει να εισάγει αποσπάσματα του DNA του επιβατικού περιστεριού στο γονιδίωμα σύγχρονων περιστεριών Patagioenas fasciata, δημιουργώντας πτηνά που θα μοιάζουν με το εξαφανισμένο είδος. Η εταιρεία στοχεύει να εκκολάψει την πρώτη γενιά περιστεριών το 2025 και να αρχίσει τις δοκιμαστικές απελευθερώσεις στη φύση αμέσως μετά.

Ο ούρος

Βραχογραφία της παλαιολιθικής εποχής με απεικονίσεις ούρων στο σπήλαιο Λασκό στη Γαλλία

Wikimedia Commons

Οι ούροι (Bos primigenius, δηλαδή Bους ο πρωτογενής) είναι οι άγριοι πρόγονοι όλων των σύγχρονων βοοειδών, συμπεριλαμβανομένων των οικόσιτων αγελάδων. Ήταν γιγαντιαία, κερασφόρα θηρία των οποίων η εξάπλωση εκτεινόταν στη Βόρεια Αφρική, την Ασία και σχεδόν σε όλη την Ευρώπη για χιλιάδες χρόνια, με τα πρώτα γνωστά απολιθώματα να χρονολογούνται πριν από περίπου 700.000 χρόνια. Οι ούροι ήταν τα μεγαλύτερα χερσαία θηλαστικά που είχαν απομείνει στην Ευρώπη μετά το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων, αλλά ο άνθρωπος τους οδήγησε στην εξαφάνιση μέσω του κυνηγιού και της καταστροφής των ενδιαιτημάτων τους. Ο τελευταίος γνωστός ούρος πέθανε το 1627 στο δάσος Jaktorów της Πολωνίας.

Οι συνεχιζόμενες προσπάθειες για την επαναφορά του ούρου διαφέρουν από εκείνες για άλλα εξαφανισμένα είδη, στο ότι δεν απαιτούν γενετική μηχανική. Το μεγαλύτερο μέρος του DNA των ούρων ζει στις σύγχρονες φυλές βοοειδών, γεγονός που ωθεί τους ερευνητές να δοκιμάσουν μια εναλλακτική μέθοδο. Η αναπαραγωγή με τη μέθοδο back-breeding περιλαμβάνει την επιλογή και την αναπαραγωγή αγελάδων που έχουν φυσικά χαρακτηριστικά και συμπεριφορές που μοιάζουν με αυτές των ούρων. Πρόκειται κυρίως για νοτιοευρωπαϊκές φυλές που διατηρούνται σε σχετικά άγριες συνθήκες. Το σχετικό πρόγραμμα του οργανισμού Taurus Foundation, που εδρεύει στην Ολλανδία, έχει αποδώσει περισσότερες από έξι γενιές αγελάδων και βρίσκεται πολύ κοντά στο να πετύχει ζώα όμοια με τους ούρους.

Το κουάγκα

Θηλυκό κουάγκα στον Ζωολογικό Κήπο του Λονδίνου το 1870

Biodiversity Heritage Library / Wikimedia Commons

Το κουάγκα (Equus quagga quagga) είναι ένα εξαφανισμένο υποείδος της ζέβρας των πεδιάδων. Τα κουάγκα ήταν ενδημικά στη Νότια Αφρική και είχαν λιγότερες ραβδώσεις στο πίσω μέρος τους από τις άλλες ζέβρες. Ήταν στόχος των κυνηγών για τις ασυνήθιστες γούνες τους, αλλά και τον αγροτών για να μπορούν τα ζώα τους να βόσκουν χωρίς ανταγωνισμό. Η ανελέητη δίωξη κατά τον 19ο αιώνα εξαφάνισε τα κουάγκα από τη φύση, το τελευταίο σε αιχμαλωσία πέθανε το 1883. Μόνο επτά σκελετοί κουάγκα έχουν απομείνει, γεγονός που τους καθιστά τους σπανιότερους σκελετούς στον κόσμο, σύμφωνα με το University College London.

Από το 1987, το πρόγραμμα The Quagga Project στη Νότια Αφρική εκτρέφει επιλεκτικά ζέβρες των πεδιάδων με λιγότερες ραβδώσεις από τις συνήθεις για το είδος, «για να ανακτήσει τουλάχιστον τα γονίδια που είναι υπεύθυνα για το χαρακτηριστικό μοτίβο ραβδώσεων του κουάγκα», σύμφωνα με την ιστοσελίδα του.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης