ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης για την COP 28: Ένα μικρό, άτολμο βήμα

Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης για την COP 28: Ένα μικρό, άτολμο βήμα

Γράφει ο Νίκος Πέτρου*

Προσκήνιο και παρασκήνιο

Πιστεύω ότι ο τίτλος της βρετανικής εφημερίδας The Guardian την 1η Δεκεμβρίου «Ημερολόγιο COP28: ακριβός καφές, κοινότυπα συνθήματα και άρωμα πετρελαίου» συνοψίζει εξαιρετικά το περιβάλλον της 28ης Διάσκεψης των Μερών της Σύμβασης Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα και την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC).

Αν και ο καφές και το φαγητό ήταν άφθονα στην απέραντη έκταση της Expo City 2020 που φιλοξένησε τη διάσκεψη, σε αντίθεση με την περσινή στην Αίγυπτο, ήταν πανάκριβα: 7 ευρώ για έναν καπουτσίνο και 12 ευρώ για ένα σάντουιτς με κοτόπουλο και τυρί.

Περίπου 84.000 σύνεδροι (υπερδιπλάσιοι από το προηγούμενο ρεκόρ της Γλασκόβης, με 38.450) συγκεντρώθηκαν στο Ντουμπάι, αυξημένοι τόσο πολύ κυρίως λόγω της συμμετοχής πάρα πολλών εκπροσώπων του επιχειρηματικού κλάδου. Αν και η συμμετοχή του οικονομικού συστήματος και της βιομηχανίας είναι καθαριστική για τη μόχλευση πόρων, που θα επιτρέψουν την υλοποίηση των συμφωνιών και την εφαρμογή των μέτρων, η COP28 θύμιζε περισσότερο βιομηχανική έκθεση παρά σύνοδο για τη σωτηρία του πλανήτη. Πολλά από τα περίπτερα και πολλές από τις εκδηλώσεις απέπνεαν την αίσθηση ότι δεν χρειάζεται να μειώσουμε τη σπατάλη και την υπερκατανάλωση, αρκεί να τις κάνουμε …πράσινες.

Το άρωμα του πετρελαίου ήταν διάχυτο παντού. Από τον κραυγαλέο πλούτο του πετροκράτους και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων που γεμίζαν τους τεράστιους αυτοκινητόδρομους, ως την καθόλου διακριτική παρουσία της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων. Οι τουλάχιστον 2.456 λομπίστες πετρελαϊκών εταιρειών (υπερτετραπλάσιοι από την COP27) συγκρότησαν την τρίτη μεγαλύτερη αντιπροσωπεία, μετά τους οικοδεσπότες (4.409 μέλη) και τη Βραζιλία που θα φιλοξενήσει την COP30 (3.081 μέλη), και ήταν επταπλάσιοι από τους εκπροσώπους όλων των αυτόχθονων κοινοτήτων (316) και σχεδόν διπλάσιοι από τους εκπροσώπους των 10 πιο κλιματικά ευάλωτων χωρών, όπως η Σομαλία, το Σουδάν, το Τσαντ, τα Νησιά του Σολομώντα, η Τόγκα κ.λπ. (συνολικά 1.609). Η αύξηση αυτή ενδεχομένως οφείλεται και στο ότι ο ΟΗΕ, ενδίδοντας στις ασφυκτικές πιέσεις οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών, ανέτρεψε φέτος, για πρώτη φορά, την απαράδεκτη πρακτική του να μην ζητά από τους συμμετέχοντες να δηλώσουν τη διασύνδεσή τους με ρυπογόνες βιομηχανίες.

Παράλληλα, αμέσως πριν την έναρξη δημοσιοποιήθηκαν απόρρητες σημειώσεις της Προεδρίας της COP για σύναψη πετρελαϊκών συμφωνιών στο περιθώριο της διάσκεψης, καθώς και δηλώσεις του Ahmed Al Jaber, Προέδρου της COP και CEO της εθνικής πετρελαϊκής εταιρείας Abu Dhabi National Oil Company, ότι «δεν υπάρχουν επιστημονικά στοιχεία ή σοβαρά σενάρια που να δείχνουν ότι η απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα είναι αυτό που χρειάζεται για να παραμείνουμε στον 1,5οC».

Αυτά προκάλεσαν αντιδράσεις από πολλές χώρες, οργανώσεις και την επιστημονική κοινότητα. Περισσότεροι από 1.000 επιστήμονες απέστειλαν στην COP επιστολή διαμαρτυρίας που αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «ο μόνος σίγουρος τρόπος να περιορίσουμε την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι να περιορίσουμε τη χρήση ορυκτών καυσίμων στο ελάχιστο, μη απευκταίο επίπεδο».

Σε αντίστοιχο πνεύμα, άλλοι 1.000 ειδικοί στους παγετώνες ζήτησαν με επιστολή τους από την COP «μια απόφαση με σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για να παραμείνουμε στον 1,5οC, με σαφή πορεία για την απομάκρυνση από ορυκτά καύσιμα και με οικονομικούς μηχανισμούς που θα στηρίξουν την κλιματική δράση και την προσαρμογή». Ο Al Jaber υπεραμύνθηκε επανειλημμένα των θέσεών του, λέγοντας ότι οι δηλώσεις του παρερμηνεύτηκαν. Είναι όμως ενδιαφέρον ότι, λίγες μέρες μετά, δημοσιεύτηκαν στοιχεία για ένα στρατό εκατοντάδων ψεύτικων λογαριασμών (bots) στην πλατφόρμα X/Twitter, που αναρτούσαν θετικές αναφορές για την προεδρία της COP και τον Al Jaber.

Ας δούμε τώρα τα αποτελέσματα.

Το δια ταύτα

Τα δύο κύρια διακυβεύματα ήταν μια ουσιαστική απόφαση για τις απώλειες και ζημιές (loss and damage) και γενικά για τη χρηματοδότηση των κλιματικών δράσεων και πάνω από όλα, μια δεσμευτική απόφαση για την απεξάρτηση από όλα τα ορυκτά καύσιμα μετά τον Παγκόσμιο Απολογισμό.

Σε ότι αφορά το πρώτο, κερδήθηκε μια γρήγορη «νίκη», ήδη από την πρώτη μέρα, με την ιστορική απόφαση για το Ταμείο Απωλειών και Ζημιών, κάτι το οποίο ζητούσαν οι φτωχότερες χώρες εδώ και δεκαετίες. Όταν ο Al Jaber, στην πρώτη ολομέλεια, ανακοίνωσε τη δημιουργία του Ταμείου, ύψους 30 δισ. δολαρίων, καταχειροκροτήθηκε από το όρθιο ακροατήριο.

Όμως το τελικό κείμενο καταβαράθρωσε την αισιοδοξία. Σε ότι αφορά το μέγεθος, δεν υπάρχει καμία αναφορά στο τελικό ποσό που απαιτείται για να καλυφθούν οι ζημιές, που εκτιμώνται σήμερα σε 400 δισ. δολάρια ετησίως. Οι αναπτυσσόμενες χώρες ζητούσαν ένα ελάχιστο 100 δισ. ετησίως, σύμφωνα και με παλαιότερες υποσχέσεις, κάτι που όμως δεν έγινε δεκτό. Το ποσό που συγκεντρώθηκε είναι λιγότερο από 800 εκ. δολάρια και ωχριά μπροστά στις πραγματικές ανάγκες. Οι μεγαλύτερες συνεισφορές ήρθαν από τη Γαλλία και την Ιταλία (108 εκ. εκάστη), τα ΗΑΕ και τη Γερμανία (100 εκ. εκάστη). Είναι ενδεικτικό ότι οι ΗΠΑ –ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικά ρυπαντές και ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και αερίου το 2023– προσέφερε μόλις 17,5 εκ., ο Καναδάς 12 εκ. και η Ιαπωνία –η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα– μόλις 10 εκ. Αλλά και τα 50 εκ. της Δανίας δεν είναι νέα χρηματοδότηση, απλά μεταφέρθηκαν στο Ταμείο από το πρόγραμμά της για τη στήριξη αναπτυσσόμενων χωρών. Στο κείμενο δεν υπάρχει αναφορά στην κρίσιμη σύνδεση με τον μετριασμό, τον Παγκόσμιο Στόχο για την Προσαρμογή (Global Goal on Adaptation-GGA) και τη γενικότερη χρηματοδότηση κλιματικών δράσεων, ενώ δεν έγινε δεκτό και το αίτημα για υποχρεωτική απογραφή της υστέρησης σχετικά με τις ανάγκες (loss and damage gap report). Το χειρότερο από όλα είναι ότι η συμμετοχή στο Ταμείο παραμένει εθελοντική, αφού το τελικό κείμενο απλά «προτρέπει» τις πλούσιες χώρες να προσφέρουν βοήθεια.

Σε ότι αφορά τη δέσμευση για απεξάρτηση από όλα τα ορυκτά καύσιμα μετά τον Παγκόσμιο Απολογισμό (Global Stocktake-GS), οι νέοι εθνικοί στόχοι θα ανακοινωθούν το 2025, με διάρκεια ως το 2035, ίσως και ως το 2040. Ως τον επόμενο απολογισμό, το 2028, εκτιμάται ότι ο διαθέσιμος προϋπολογισμός άνθρακα (carbon budget) για να μην ξεπεράσουμε τον 1,5οC, θα έχει ήδη εξανεμιστεί.

Το τελικό κείμενο ήταν αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων που παρέτειναν τη διάρκεια της COP κατά μία ημέρα, με απειλές αποχωρήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και άλλες χώρες από τις 128 που ζητούσαν την απεξάρτηση.

Από κάποιους χαρακτηρίστηκε ως «ιστορικό», γιατί αναγνωρίζει, έστω και για πρώτη φορά σε 28 χρόνια(!), τον ελέφαντα στο δωμάτιο, την πραγματική αιτία του προβλήματος, και τονίζει την ανάγκη «μετάβασης από τα ορυκτά καύσιμα», από τους περισσότερους όμως ως «αδύναμο και αναποτελεσματικό» και «γεμάτο παραθυράκια» για την πετρελαϊκή βιομηχανία.

Το κείμενο αναφέρει την ανάγκη «άμεσης και δραστικής μείωσης των εκπομπών κατά 43% ως το 2030 και 65% ως το 2035 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 και μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα έως το 2050 για να μείνουμε στο μονοπάτι του 1,5οC», σύμφωνα με τα ευρήματα του GS. Όμως οι εκπομπές δεν μειώνονται, αλλά αυξάνονται πολύ (νέο ρεκόρ με 57,4 GtCO2e το 2022). Σημασία λοιπόν έχουν οι δράσεις που προτείνονται καθώς η συμφωνία ζητά από τις χώρες:

  • Τριπλασιασμό του δυναμικού από ΑΠΕ παγκοσμίως και διπλασιασμό του ρυθμού βελτίωσης της ενεργειακής αποδοτικότητας ως το 2030. Παρ’ ότι 118 χώρες έχουν δεσμευτεί, οι αντιρρήσεις της Κίνας και της Ινδίας δεν επέτρεψαν να τεθούν συγκεκριμένοι ποσοτικοί δείκτες, κάτι που ενδεχομένως θα αποδυναμώσει την εφαρμογή.
  • Επιτάχυνση των προσπαθειών κατάργηση της παραγωγής ενέργειας από αμείωτο άνθρακα (unabated carbon, δηλαδή άνθρακα που καίγεται χωρίς συλλογή και αποθήκευση του παραγόμενου CO2). Η διατύπωση παραμένει ίδια με εκείνη της COP26 και δεν υπάρχει πίεση για την άμεση κατάργηση του πιο ρυπογόνου καυσίμου, του λιγνίτη. Αντίθετα, παραμένει η δυνατότητα δημιουργίας νέων εργοστασίων άνθρακα, κάτι που επιθυμεί κυρίως η Κίνα για να συντηρήσει τον ρυθμό ανάπτυξής της.
  • Μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα (σε άλλες μορφές ενέργειας) με δίκαιο, οργανωμένο και ισότιμο τρόπο για την επίτευξη μηδενικού ισοζυγίου έως το 2050. 130 χώρες ζητούσαν την «κατάργηση» (phasing out) των ορυκτών καυσίμων, όμως οι λυσσαλέες αντιδράσεις της Σαουδικής Αραβίας και άλλων πετρελαιοπαραγωγών χωρών οδήγησαν στην πολύ πιο αδύναμη «μετάβαση». Αν αναλογιστούμε ότι μόνον τα ΗΑΕ προγραμματίζουν επενδύσεις 150 δισ. δολαρίων για την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου και αερίου την επόμενη πενταετία και ότι οι περισσότερες πετρελαϊκές εταιρείες έχουν παρόμοια σχέδια, η «μετάβαση» αυτή δεν θα είναι πολύ αποτελεσματική. Επίσης ο «δίκαιος, οργανωμένος και ισότιμος τρόπος» επιδέχεται πολλές, και ενδεχομένως αντιδιαμετρικές, αναγνώσεις, ανάλογα με τα εθνικά συμφέροντα κάθε χώρας.
  • Κατάργηση των αναποτελεσματικών επιδοτήσεων της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων που δεν αντιμετωπίζουν την ενεργειακή φτώχεια και τη δίκαιη μετάβαση το συντομότερο δυνατόν. Και αυτό ήταν πάγιο αίτημα δεκάδων χωρών και εμφανίζεται για πρώτη φορά σε απόφαση της UNFCCC, όμως ο χαρακτηρισμός «αναποτελεσματικές» δημιουργεί περιθώριο για πολλαπλές ερμηνείες και θα επιτρέψει στις χώρες εφαρμογή κατά το δοκούν. Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχη απόφαση των G20 του 2009 δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Ένα μεγάλο δώρο στην πετρελαϊκή βιομηχανία είναι η αναγνώριση πως «τα μεταβατικά καύσιμα (βλέπετε φυσικό αέριο) μπορούν να παίξουν ρόλο στη διευκόλυνση της ενεργειακής μετάβασης διασφαλίζοντας την ενεργειακή ασφάλεια». Αυτό νομιμοποιεί την καύση αερίου ως λιγότερο ρυπογόνου από τον άνθρακα, χωρίς να συνυπολογίζει τις σημαντικές εκπομπές μεθανίου από όλα τα στάδια της παραγωγής του. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ΗΠΑ, παρά τη δέσμευσή τους για μείωση των εκπομπών μεθανίου, σχεδιάζουν τεράστια επέκταση της παραγωγής αερίου. Ένα άλλο, διόλου ευκαταφρόνητο δώρο είναι και η αναφορά σε μεθόδους παγίδευσης και αποθήκευσης άνθρακα (Carbon Capture and Storage – CCS). Τα πετροκράτη και ο OPEC πίεζαν για να συμπεριληφθούν, γιατί τις βλέπουν ως μέσο να συνεχίσουν την παραγωγή πετρελαίου και αερίου με την, πολύ αμφίβολη, παγίδευση των εκπομπών. Προωθούν επίσης την ευρεία χρησιμοποίησή τους ως «αντίδοτο» για τη συνεχιζόμενη χρήση ορυκτών καυσίμων. Το ότι η τεχνολογία είναι στα σπάργανα και το κόστος για την εφαρμογή τους στην απαιτούμενη κλίμακα δυσθεώρητο δεν φαίνεται να πολυενδιαφέρει. Ο Fatih Birol, Πρόεδρος της Διεθνούς Οργάνωση Ενέργειας, μιλώντας στην COP τόνισε ότι οι επενδύσεις σε CCS είναι περίπου 4 δισ. δολάρια ετησίως (κυρίως στις βιομηχανίες χάλυβα και τσιμέντου που δύσκολα μπορούν να απομακρυνθούν από τα παραδοσιακά καύσιμα) και θα πρέπει να ανέβουν στα 4 τρισ. ετησίως για να καλύψουν ουσιαστικά τις εκπομπές, κάτι που χαρακτήρισε «ανέφικτο».

Στη διάσκεψη ανακοινώθηκαν πολλές θετικές πρωτοβουλίες και συμφωνίες, όπως η Διακήρυξη για το Κλίμα, τη Φύση και τους Ανθρώπους, η Διακήρυξη για το Κλίμα και την Υγεία την οποία προσυπέγραψαν 123 χώρες, ο Παγκόσμιος Οδικός Χάρτης για την αντιμετώπιση της πείνας και του υποσιτισμού της Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ (FAO), η προσχώρηση της Κίνας στη Συμμαχία Υψηλής Φιλοδοξίας για τη Φύση και τους Ανθρώπους, η πρωτοβουλία της Βραζιλίας για την προστασία των τροπικών δασών, κ.ά. Όμως, ο κοινός παρονομαστής είναι ότι δεν υπάρχει πρόβλεψη για το πότε, πώς και από πού θα βρεθούν οι απαραίτητοι πόροι και πώς θα κατανεμηθούν, ούτε φυσικά κάποια δέσμευση των μερών για συγκεκριμένες δράσεις.

Χωρίς χρήματα στο τραπέζι, τα πολλά λόγια είναι φτώχια!

Κερδισμένοι και χαμένοι

Ανάμεσα στους κερδισμένους είναι η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων γιατί απέφυγε και πάλι σαφείς δεσμεύσεις και χρονοδιάγραμμα απεξάρτησης· οι ΗΠΑ και η Κίνα, η πρώτη γιατί απέφυγε να βάλει το χέρι στην τσέπη (δεσμεύτηκε για μόλις $20 δισ. σε νέες χρηματοδοτήσεις) και παραμένει ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου και η δεύτερη γιατί μπορεί να συνεχίσει ανενόχλητη την κατασκευή νέων εργοστασίων λιγνίτη· ο Al Jaber γιατί παρά την έντονη κριτική επαινέθηκε από πολλές χώρες γιατί πέτυχε τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό, ενώ παράλληλα διατηρεί ακέραια τα σχέδια για μεγαλύτερη παραγωγή πετρελαίου και αερίου στα ΗΑΕ· οι εταιρείες ΑΠΕ γατί η προτροπή τριπλασιασμού της καθαρής ενέργειας ως το 2030 δημιουργεί τεράστιες οικονομικές ευκαιρίες και οι λομπίστες της πετρελαϊκής βιομηχανίας, της βιομηχανίας CCS και των αγροδιατροφικών κολοσσών, αφού οι διαπραγματεύσεις για τη ρύθμιση της αγοράς άνθρακα κατέρρευσαν, ενώ το τελικό κείμενο στηρίζει τις αβέβαιες λύσεις CCS και δεν αναφέρει πουθενά τον ρόλο της παραγωγής κρέατος στην κλιματική κρίση.

Μεγάλοι χαμένοι είναι το κλίμα, η κλιματική δικαιοσύνη, οι ευάλωτες χώρες, οι νέοι και οι μελλοντικές γενιές. Οι ασαφείς διατυπώσεις και η έλλειψη φιλοδοξίας και αίσθησης επείγοντος στην ουσία εξαλείφουν τις ήδη μικρές πιθανότητες να επιτευχθεί ο στόχος του 1.5C, οι μεγάλοι ρυπαντές και οι ρυπογόνες βιομηχανίες διατηρούν το «business as usual», και η στήριξη των φτωχότερων χωρών και κοινοτήτων παραμένει αβέβαιη.

Αν και το 2023 ήταν η θερμότερη χρονιά των τελευταίων 120.000 ετών, ενδέχεται να είναι μια δροσερή ανάμνηση για τους σημερινούς νέους. Όπως είπε η κλιματολόγος Friederike Otto του Imperial College London «Η χλιαρή συμφωνία της COP28 θα επιβαρύνει όλες τις χώρες, φτωχές και πλούσιες. Όλοι χάνουμε! Με κάθε αόριστη λέξη, με κάθε κενή υπόσχεση, εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι θα βρεθούν στην πρώτη γραμμή των κλιματικών επιπτώσεων και πολλοί από αυτούς θα χάσουν τη ζωή τους»

Τελικά ήταν ένα μικρό, άτολμο, πολύ καθυστερημένο βήμα …

*Νίκος Πέτρου, Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ) - Αντιπρόεδρος Foundation for Environmental Education (FEE)