WWF: Η αποκατάσταση της φύσης κρίσιμο εργαλείο για το μέλλον του πλανήτη μας
Ανανεώθηκε:
Γράφει η Σοφία Κόπελα, υπεύθυνη πολιτικής για το φυσικό περιβάλλον, WWF Ελλάς
Με αφορμή την «Ώρα της Γης» το Σάββατο 25 Μαρτίου, είναι σημαντικό να αναδείξουμε τη σημασία της αποκατάστασης των φυσικών οικοσυστημάτων για την αντιμετώπιση της κλιματικής και οικολογικής κρίσης και να τονίσουμε την επείγουσα ανάγκη για την άμεση λήψη μέτρων από όλες τις χώρες.
Όπως έχουν αναδείξει πλείστες επιστημονικές μελέτες, οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν οδηγήσει σε πρωτοφανή υποβάθμιση των φυσικών οικοσυστημάτων και απώλεια της βιοποικιλότητας με δυσμενείς επιπτώσεις για το κλίμα, τη ζωή μας και την οικονομία.
Για να ανατραπεί η καταστροφική για τον πλανήτη μας πορεία δεν επαρκούν μόνο μέτρα για την προστασία της φύσης. Απαιτούνται άμεσες ενέργειες για την αποκατάσταση των υποβαθμισμένων φυσικών οικοσυστημάτων σε καλή και υγιή κατάσταση.
Η αποκατάσταση μπορεί να επιτευχθεί είτε με την υλοποίηση συγκεκριμένων έργων, όπως την αφαίρεση φραγμάτων για αποκατάσταση της ροής ενός ποταμού, την άρση επιχωματώσεων σε υγροτόπους, τη δενδροφύτευση, την εγκατάσταση τεχνητών υφάλων, είτε με τη λήψη μέτρων, όπως την απαγόρευση δραστηριοτήτων σε μια περιοχή προκειμένου το οικοσύστημα να αποκατασταθεί με φυσικό τρόπο.
Οι δράσεις αποκατάστασης μπορούν να επιφέρουν μια μεγάλη ποικιλία ωφελειών όχι μόνο για την προστασία και διατήρηση της βιοποικιλότητας, αλλά και για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Τα υγιή οικοσυστήματα μάς παρέχουν πολλές υπηρεσίες, όπως καθαρό νερό και αέρα, τροφή, φυσικούς πόρους, φάρμακα, εργασία, ψυχαγωγία και ξεκούραση, και συμβάλλουν στην ευημερία, την υγεία, την επισιτιστική ασφάλεια καθώς τη βιώσιμη ανάπτυξη των κοινωνιών μας.
Επιπλέον, η δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα από οικοσυστήματα, όπως τα δάση, οι τυρφώνες και τα λιβάδια Ποσειδωνίας, συμβάλλουν σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αεριών του θερμοκηπίου που απαιτείται για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Σημαντική είναι επίσης, και η συμβολή των υγιών οικοσυστημάτων στην προσαρμογή μας στην κρίση αυτή και στην προστασία μας από πλημμύρες και πυρκαγιές.
Αναγνωρίζοντας τη σημασία της αποκατάστασης της φύσης για την αντιμετώπιση της
κλιματικής και της οικολογικής κρίσης και για την επίτευξη των Στόχων Βιώσιμης
Ανάπτυξης, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ κήρυξε τη δεκαετία 2021-2030 ως δεκαετία για την αποκατάσταση, με σκοπό την ενίσχυση των δράσεων για την πρόληψη, την παύση και την αναστροφή της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων και την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση όλων των κρατών και άλλων κοινωνικών φορέων.
Η ανάγκη αυτή αντανακλάται και στην κρίσιμης σημασίας συμφωνία που επετεύχθη τον
περασμένο Δεκέμβριο στο πλαίσιο της 15 ης Συνδιάσκεψη των συμβαλλόμενων μερών της διεθνούς σύμβασης του ΟΗΕ για τη βιοποικιλότητα (COP-15) που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και έναν στόχο για την αποκατάσταση της φύσης: όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας θα πρέπει να λάβουν έως το 2030 αποτελεσματικά μέτρα αποκατάστασης τουλάχιστον για το 30% των περιοχών με υποβαθμισμένα χερσαία, υδάτινα, παράκτια και θαλάσσια οικοσυστήματα.
Η νομοθετική πρόταση της ΕΕ για την αποκατάσταση της φύσης
Επίσης, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας και της Ευρωπαϊκής
Στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, η Επιτροπή της ΕΕ ανακοίνωσε τον Ιούνιο 2022 μια
νομοθετική πρόταση για έναν νέο κανονισμό για την αποκατάσταση της φύσης. Η προτεινόμενη νομοθεσία περιλαμβάνει νομικά δεσμευτικούς στόχους για την αποκατάσταση φυσικών οικοσυστημάτων (χερσαίων, υδάτινων, παράκτιων και θαλάσσιων) και προβλέπει τη θέσπιση εθνικών σχεδίων αποκατάστασης, με συγκεκριμένα μέτρα και δράσεις, από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Το Συμβούλιο των Υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ και το Ευρωκοινοβούλιο θα
αποφασίσουν από κοινού για το τελικό περιεχόμενο του νέου κανονισμού και για την
υιοθέτησή του η οποία αναμένεται μέχρι το τέλος του 2023. Τόσο οι στόχοι όσο και οι
επιμέρους διατάξεις για τα μέτρα και τις δράσεις που πρέπει να αναλάβουν τα κράτη μέλη πρέπει να είναι φιλόδοξα και να ανταποκρίνονται στην επείγουσα ανάγκη για άμεση αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων.
Παρά τις αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί από κάποιους φορείς, οι ηγέτες των κρατών μελών της ΕΕ αλλά και το Ευρωκοινοβούλιο θα πρέπει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να διασφαλίσουν ότι η νέα αυτή νομοθεσία θα συμβάλει στη βελτίωση και τη διατήρηση της κατάστασης των οικοσυστημάτων σε όλη την επικράτεια της ΕΕ.
Η κατάσταση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος το 48% των οικοτόπων που αξιολόγηθηκαν έχουν ανεπαρκή ή κακή κατάσταση.
Ανησυχητική είναι και η κατάσταση των ειδών με το 55% των αξιολογούμενων ειδών να βρίσκονται σε ανεπαρκή και κακή κατάσταση, ενώ άγνωστη είναι η κατάσταση για
σημαντικό ποσοστό τους (10,10%). Οι περιοχές που φιλοξενούν σημαντικούς και
ευαίσθητους οικοτόπους και είδη έχουν μεν ενταχθεί στο ευρωπαϊκό οικολογικό δίκτυο
Natura 2000, ωστόσο ελάχιστα μέτρα έχουν ληφθεί στην Ελλάδα για την προστασία και την αποκατάσταση των οικοσυστημάτων στις περιοχές αυτές.
Κάποιες μεμονωμένες δράσεις αποκατάστασης έχουν αναληφθεί, ωστόσο η προσέγγιση στο θέμα αυτό στην Ελλάδα είναι αποσπασματική και ανεπαρκής. Το υπουργείο Περιβάλλοντος ανακοίνωσε το 2020 το Εθνικό Σχέδιο Αναδασώσεων το οποίο προβλέπει τη δάσωση και αναδάσωση συνολικής έκτασης 500.000 στρεμμάτων που έχουν καεί, αποψιλωθεί ή υποβαθμιστεί, αλλά παραμένει να δούμε πώς θα υλοποιηθούν οι δράσεις αυτές.
Άλλες δράσεις έχουν προωθηθεί με πρωτοβουλία διαφόρων φορέων, όπως παραδείγματος χάριν η αποκατάσταση της εκβολής του ποταμού Μορώνη στην Κρήτη, με πρωτοβουλία του WWF και του Δήμου Σούδας, η οποία περιλαμβάνει την απομάκρυνση περίπου 30.000 κυβικών μέτρων μπαζών από μια έκταση περίπου 30 στρεμμάτων και τη φυσική αποκατάσταση της περιοχής.
Η θέσπιση του νέου κανονισμού της ΕΕ θα διασφαλίσει μια συνεκτική προσέγγιση με σαφείς στόχους και στοχευμένες δράσεις για την αποκατάσταση υποβαθμισμένων οικοτόπων και ενδιαιτημάτων στη χώρα μας.
Βρισκόμαστε σε ένα κομβικό σταυροδρόμι για το μέλλον του πλανήτη μας και των κοινωνιών μας. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες και η άκρατη εκμετάλλευση φυσικών πόρων έχουν επιφέρει άνευ προηγούμενου επιπτώσεις στα φυσικά οικοσυστήματα και στο κλίμα. Η αποκατάσταση υποβαθμισμένων φυσικών οικοσυστημάτων σε καλή και υγιή κατάσταση, καθώς και η διασφάλιση ότι τα οικοσυστήματα αυτά θα διατηρήσουν την ανθεκτικότητά τους μακροπρόθεσμα σύμφωνα με τις φυσικές λειτουργίες τους, αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για να ανταποκριθούμε στην κλιματική κρίση και την κρίση απώλειας της βιοποικιλότητας.