ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ματσούκας: Πιο θερμά και πιο ξηρά τα καλοκαίρια στην Ελλάδα λόγω κλιματικής κρίσης

Ματσούκας: Πιο θερμά και πιο ξηρά τα καλοκαίρια στην Ελλάδα λόγω κλιματικής κρίσης
Έχει αυξηθεί παγκόσμια η συχνότητα εμφάνισης ξηρασιών και πλημμυρών (AP Photo/Luca Bruno)

Πάνω από 100 ηγέτες κρατών καλούνται να ενισχύσουν τις δεσμεύσεις τους προκειμένου να αντιμετωπιστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ ταυτόχρονα να δοθεί βοήθεια στις πιο φτωχές χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή.

Αυτό έγινε γνωστό κατά την πραγματοποίηση της Διάσκεψης του ΟΗΕ για το Κλίμα (COP27), (7-8 Νοεμβρίου) με κύριο στόχο, να μην ξεπεράσει η αύξηση της θερμοκρασίας στον πλανήτη τον 1,5 °C σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή.

«Για να γίνει αυτό θα πρέπει οι ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να αρχίσουν να μειώνονται το αργότερο μέχρι το 2025 και να συνεχίσουν να μειώνονται δραστικά, ώστε το 2050 να μηδενιστούν», λέει στο CNN Greece ο κ. Χρήστος Ματσούκας, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.

Πόσο εφικτό είναι αυτό, κατά τον καθηγητή και τι θα συμβεί άραγε στη χώρα μας τα επόμενα χρόνια λόγω της κλιματικής κρίσης;

Σύμφωνα με τον καθηγητή, «εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, παρατηρείται αύξηση της θερμοκρασίας σχεδόν σε όλη την υφήλιο και υπάρχει μία γενική τάση οι ξηρές περιοχές να γίνονται ξηρότερες και οι υγρές (περιοχές) να γίνονται υγρότερες. Έτσι, έχει αυξηθεί παγκόσμια η συχνότητα εμφάνισης ξηρασιών και πλημμυρών».

Όσον αφορά την Ελλάδα, «τα θερμά και ξηρά μας καλοκαίρια προβλέπεται να γίνουν αρκετά ξηρότερα και θερμότερα σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Οι παραπάνω αλλαγές θα δημιουργήσουν πίεση τόσο στις καλλιέργειές μας όσο και στα δάση μας», λέει ο κ. Ματσούκας.

Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του καθηγητή Χρήστου Ματσούκα, στο Act For Earth στο CNN Greece.

Ποιες είναι οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης όπως έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια στον πλανήτη μας;

Παρατηρείται αύξηση της θερμοκρασίας σχεδόν σε όλη την υφήλιο, αν και κάθε τόπος ή εποχή έχει διαφορετικούς ρυθμούς αύξησης. Παρόλο που είναι πιο δύσκολη η μελέτη αλλαγών στα κατακρημνίσματα (π.χ. βροχοπτώσεις, χιονοπτώσεις), ωστόσο μπορούμε να μιλήσουμε με σιγουριά για αλλαγές σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη.

Υπάρχει μία γενική τάση οι ξηρές περιοχές να γίνονται ξηρότερες και οι υγρές (περιοχές) να γίνονται υγρότερες. Έτσι, έχει αυξηθεί παγκόσμια η συχνότητα εμφάνισης ξηρασιών και πλημμυρών. Η θερμοκρασία και τα κατακρημνίσματα είναι τα κλιματικά μεγέθη που καθορίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις ανθρώπινες δραστηριότητες και τις λειτουργίες των οικοσυστημάτων. Έτσι, η κλιματική κρίση επιδρά σε τεράστια γκάμα ανθρώπινων δραστηριοτήτων (π.χ. καλλιέργειες, κτηνοτροφία, παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας, ζημιές στις υποδομές) και οικοσυστημικών διεργασιών (π.χ. εξαφάνιση ειδών, αλλαγή ενδιαιτημάτων, επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα).

Επίσης, υπάρχουν μεταβολές και σε πολλές άλλες πτυχές του κλιματικού συστήματος, όπως είναι η οξίνιση των ωκεανών, το λιώσιμο των θαλάσσιων και χερσαίων πάγων, μείωση της χιονοκαλυμμένης έκτασης, άνοδος της στάθμης της θάλασσας, κ.ά. Αν και το κοινό μπορεί να αξιολογεί τις επιπτώσεις από αυτές τις μεταβολές ως μικρότερης σημασίας για την καθημερινότητα, πιθανώς λόγω γεωγραφικής απόστασης, οι επιστήμονες ανησυχούμε για την εμφανή αποσταθεροποίηση ενός πολύπλοκου συστήματος με εσωτερικές αλληλεπιδράσεις, όπως είναι το κλιματικό σύστημα. Οι «μικρές» επιπτώσεις σε μια περιοχή, απότομα μπορεί να μετατραπούν σε σφοδρές σε μία άλλη. Αν συμπεριλάβουμε και την κοινωνικοοικονομικά παγκοσμιοποιημένη δραστηριότητά μας, αυτή η πιθανή γεωγραφική μεταφορά προβλημάτων γίνεται ακόμα εμφανέστερη.

Τι αναμένουμε από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ που διεξήχθη στην Αίγυπτο για το Κλίμα; Ποιοι είναι οι στόχοι; Μπορούν να επιτευχθούν; Αν ναι, σε ποιο χρονικό ορίζοντα;

Κάθε νέα Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα συγκεντρώνει περισσότερο παγκόσμιο ενδιαφέρον από την προηγούμενη. Αυτό από μόνο του είναι ενθαρρυντικό, αλλά τις προηγούμενες φορές δεν οδήγησε σε λήψη αποφάσεων ή θέσπιση διαδικασιών που η επιστημονική κοινότητα θα θεωρούσε ικανοποιητικές για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στην 26η Διάσκεψη (COP26) στη Γλασκώβη το 2021 χαιρετίσαμε την ανάληψη δεσμεύσεων από κάθε κράτος για κλιματικές δράσεις και τον ξεκάθαρο σχεδιασμό σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, αλλά γνωρίζαμε ήδη τότε ότι τα μέτρα ήταν πιο χλιαρά από ό,τι χρειάζεται. Αν και στην 27η Διάσκεψη o ΓΓ του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες έδωσε τον σωστό τόνο στην εναρκτήρια ομιλία του, δεν ξέρω κατά πόσο θα εισακουστεί.

Ο ΟΗΕ έχει θέσει στόχους για τη βιώσιμη ανάπτυξη, εξειδικεύοντάς τους σε 17 τομείς, ένας εκ των οποίων είναι η δράση πάνω στο κλίμα. Βέβαια, η κλιματική κρίση επηρεάζει και αρκετούς από τους άλλους 16 τομείς. Ο κύριος στόχος είναι να μην ξεπεράσει η θέρμανση του πλανήτη τον 1,5 °C σε σχέση με την προβιομηχανική θερμοκρασία. Για να γίνει αυτό θα πρέπει οι ετήσιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου να αρχίσουν να μειώνονται το αργότερο μέχρι το 2025 και να συνεχίσουν να μειώνονται δραστικά, ώστε το 2050 να μηδενιστούν.

Η δυσκολία αυτού του εγχειρήματος γίνεται φανερή, αν αναλογιστούμε ότι κατά τη διάρκεια του 2020 με την πανδημία COVID-19 σε πλήρη εξέλιξη και το απότομο φρενάρισμα της οικονομικής δραστηριότητάς μας, οι εκπομπές αυτών των αερίων μειώθηκαν προσωρινά κατά 5%.

Για να επιτευχθεί δηλαδή ο προαναφερθείς στόχος, θα πρέπει από το 2025 και έπειτα να μειώνονται κάθε έτος οι εκπομπές κατά ποσό συγκρίσιμο με την μείωση του 2020! Προς το παρόν, οι εθνικές δεσμεύσεις στο COP26 του 2021, δεν επαρκούν για να πετύχουμε αυτό τον στόχο.

Είναι δυνατόν να τα καταφέρουμε αυστηροποιώντας τις δεσμεύσεις, αλλά απαιτείται πολιτική βούληση, ενημέρωση του κοινού και διάθεση διεθνούς έμπρακτης συνεργασίας.

Ποιες είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μέχρι το 2030 σε περίπτωση που δεν εφαρμοστούν άμεσα οι δεσμεύσεις των κρατών για να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου σε σχέση με τον προβιομηχανική εποχή;

Η προσπάθεια να περιοριστεί η θέρμανση στον 1,5 °C είναι μακροπρόθεσμη εφόσον εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι το 2050. Αυτό υποδηλώνει ότι το κλίμα αλλάζει βραδέως, τουλάχιστον με τις τρέχουσες δυνατότητές μας, προς την σταθεροποίηση ή αποσταθεροποίησή του. Συνεπώς, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται και μέχρι το 2030 η αλλαγή του δεν εξαρτάται πολύ από τις αποφάσεις μας, όπως και η ταχύτητα ενός φορτηγού τρένου δεν μεταβάλλεται πολύ τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά το φρενάρισμα του μηχανοδηγού.

Η επιλογή των δράσεών μας θα διαφοροποιήσει ουσιαστικά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στη θερμοκρασία και στα κατακρημνίσματα μόνο μετά από δεκαετίες. Στην προσπάθεια που καλούμαστε να καταβάλουμε, η επιτυχία ή αποτυχία θα φανεί στην επόμενη γενιά ή γενιές.

Μέχρι το 2030 λοιπόν, είτε ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε τις δεσμεύσεις, είτε όχι, η θερμοκρασία θα ανέβει και άλλο, φέρνοντας μας πλησιέστερα στο όριο του 1,5 °C και πιθανόν ξεπερνώντας το (ελπίζουμε προσωρινά). Η πιθανότητα εμφάνισης ακραίων φαινομένων όπως καύσωνες, πλημμύρες, ξηρασίες θα αυξάνεται, ανάλογα με την περιοχή. Το τι θα ισχύει όμως το 2050 και μετά εξαρτάται απόλυτα από το τι θα ξεκινήσουμε να εφαρμόζουμε στα επόμενα χρόνια.

Τι θα συμβεί στη γεωργία, τη θάλασσα και τα δάση από την υπερθέρμανση του πλανήτη;

Ακόμα κι αν λάβουμε υπόψη μας το πιο αισιόδοξο σενάριο, για να δούμε σταθεροποίηση και μείωση της θερμοκρασίας στον πλανήτη θα πρέπει να περιμένουμε δεκαετίες. Αναγκαστικά λοιπόν θα πρέπει να προσαρμοστούμε στις τρέχουσες και σε αναδυόμενες συνθήκες που είναι διαφορετικές σε σχέση με το παρελθόν.

Αναμένουμε αλλαγές στις αποδόσεις των υπαρχουσών καλλιεργειών στις νέες συνθήκες, στις περισσότερες περιπτώσεις μειώσεις και σε ελάχιστες, αυξήσεις.

Ιδιαίτερα ευάλωτες σε διατροφικές κρίσεις είναι οι αναπτυσσόμενες χώρες του «Παγκόσμιου Νότου». Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα θερμά και ξηρά μας καλοκαίρια προβλέπεται να γίνουν αρκετά ξηρότερα και θερμότερα σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο.

Οι παραπάνω αλλαγές θα δημιουργήσουν πίεση τόσο στις καλλιέργειές μας όσο και στα δάση μας. Θα αναγκαστούμε να κάνουμε καλύτερη διαχείριση υδατικών αποθεμάτων, να επανεξετάσουμε τη βιωσιμότητα συγκεκριμένων καλλιεργειών, να διαχειριστούμε τον αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιών και την πιθανότητα κάποια δασικά είδη να μην ευδοκιμούν πλέον εδώ.

Όσον αφορά τη θάλασσα, έχει ήδη αυξηθεί η θερμοκρασία της αντίστοιχα με την αύξηση της θερμοκρασίας του αέρα, καθιστώντας τις νέες συνθήκες αντίξοες για μερικά ενδημικά είδη, αλλά ευνοϊκές για μερικά εισβάλλοντα είδη. Τέτοιες ανακατατάξεις θα επηρεάσουν την υγεία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, την αλιεία, τις ιχθυοκαλλιέργειες.

Επίσης, η κυκλοφορία του παγκόσμιου ωκεανού ρυθμίζεται από τη θερμοκρασία του νερού και την περιεκτικότητά του σε αλάτι. Και τα δύο αλλάζουν, η πρώτη λόγω της παγκόσμιας θέρμανσης, η δεύτερη λόγω της αλλαγής στα μοτίβα της βροχόπτωσης και του λιωσίματος των πάγων. Οι αλλαγές στην κυκλοφορία του ωκεανού δρουν σε πολύ μακρύτερες κλίμακες από την ατμόσφαιρα, μιλάμε πλέον για αιώνες. Το ίδιο συμβαίνει και με τη στάθμη της θάλασσας. Αναμένουμε λοιπόν αργές αλλαγές στα ωκεάνια ρεύματα και αυξήσεις στη στάθμη της θάλασσας κατά περίπου 30-60 cm μέχρι το 2100, με σοβαρές επιπτώσεις στις υποδομές μας και στα υδατικά αποθέματα, λόγω διείσδυσης του αλμυρού νερού στους υδροφορείς μας.

Η αναφορά στο τέλος του 21ου αι. γίνεται επειδή η ανθρώπινη ζωή είναι συγκρίσιμη με μια τέτοια περίοδο, αλλά δημιουργεί εσφαλμένες εντυπώσεις. Η θάλασσα αλλάζει πολύ αργά σε σχέση με την ατμόσφαιρα και έτσι η στάθμη της θα συνεχίσει αναπόφευκτα να ανεβαίνει και τους επόμενους αιώνες. Το τελικό της ύψος μπορεί να αυξηθεί κατά μερικά μέτρα, αλλά θα καθοριστεί από το πόσο δραστικά ή όχι θα μειώσουμε τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίων.

Πώς ο πόλεμος στην Ουκρανία συμβάλλει στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του πλανήτη;

Η καύση του φυσικού αερίου εκλύει λιγότερα αέρια θερμοκηπίου ανά kWh σε σχέση με τα άλλα ορυκτά καύσιμα και έτσι χρησιμοποιείται ως μεταβατικό καύσιμο στην απεξάρτηση από τον άνθρακα και συνεπώς στην πορεία μηδενισμού των εκλύσεων αερίων θερμοκηπίου.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτρέπει την Ευρώπη από τη χρήση του ρωσικού φυσικού αερίου και μας αναγκάζει να επιστρέψουμε σε πιο ρυπογόνες καύσεις ορυκτών καυσίμων. Από την άλλη, η πρόθεσή μας για ενεργειακή απεξάρτηση από την Ρωσία, αποτελεί σοβαρό κίνητρο για να περιορίσουμε προσωρινά την παραγωγή ενέργειας και να επισπεύσουμε τις επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές.

Δεν είμαι ειδικός σε αυτά τα θέματα και δεν μπορώ να κάνω μια εκτίμηση για τον τελικό κλιματικό απολογισμό αυτού του πολέμου. Ίσως ακυρώσει τις προσπάθειες ετών προς την απεξάρτηση από τον άνθρακα ή ίσως δράσει καταλυτικά για ένα άλμα προς τα εμπρός όσον αφορά τις νέες πηγές ενέργειας για την Ευρώπη και σε δεύτερο χρόνο για τον υπόλοιπο πλανήτη.