Ρ. Μητούλα: Η βιωσιμότητα δεν αποτιμάται μόνο από ποσοτικούς δείκτες, αλλά κυρίως ποιοτικούς
Η Ελλάδα είναι μία «πλούσια» και από μόνη της βιώσιμη χώρα, εμείς πρέπει να αποτιμήσουμε όλα αυτά με ένα κατάλληλα μελετημένο μεθοδολογικό εργαλείο, δηλώνει στο Act for Earth του CNN Greece η κυρία Ρόιδω Μητούλα, καθηγήτρια Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.
«Η βιωσιμότητα ενός τόπου δεν αποτιμάται μόνο με ποσοτικούς δείκτες. Οι ποιοτικοί δείκτες είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά και δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί πάντα με ακρίβεια η αξία τους», επισημαίνει η κυρία Μητούλα, εξηγώντας πως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποτιμηθεί με ακρίβεια «η αξία του κλίματος, η αξία της θάλασσας, η ποιότητα των τροφίμων», ώστε να κριθεί το κατά πόσο ένας τόπος είναι βιώσιμος.
«Ήδη, από το 1975 το ελληνικό Σύνταγμα κατοχύρωσε τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και του κοινωνικού κράτους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος και το άρθρο 25 για το κοινωνικό κράτος, έθεσε τις θεμελιώδεις βάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες θεσμικά διασφαλίζουν την αρμονική ανάπτυξη της κοινωνίας και της οικονομίας με σεβασμό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον», αναφέρει η ίδια στη συνέντευξή της στο Act for Earth, ενώ επισημαίνει πως η νησιωτική Ελλάδα αποτελεί «ξεχωριστή» περίπτωση, που χρήζει ειδικής μέριμνας, προκειμένου να συμβαδίζει με την υπόλοιπη χώρα, αλλά και όλη την Ευρώπη, ως προς τη βιώσιμη ανάπτυξη:
«Δεν μπορεί να εφαρμοστεί ενιαία πολιτική και στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης στα αστικά κέντρα και στα δυσπρόσιτα μικρά νησιά», τονίζει η κυρία Μητούλα, προσθέτοντας πάντως πως «τα τελευταία χρόνια τα νησιά και οι παράκτιες περιοχές έχουν τεθεί υπό την προστασία της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)», με στρατηγικά προγράμματα που έχουν στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Σύμφωνα με την κυρία Μητούλα, είναι πολλές οι περιφερειακές πόλεις που δρουν προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης και πράγματι αναπτύσσονται βιώσιμα, αν και όπως δηλώνει χαρακτηριστικά: «Κάποιες το αναδεικνύουν περισσότερο γιατί χρησιμοποιούν σύγχρονες μεθόδους μάρκετινγκ και άλλες όχι».
«Μόνο με τη συνεργασία όλων των παραγόντων που αφορούν στο περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό μπορούμε να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη, η οποία θα σέβεται τον άνθρωπο και την ποιότητα της ζωής του», δηλώνει η κυρία Μητούλα, τονίζοντας πάντως πως πράγματι η χώρα μας κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη της Καθηγήτριας Αστικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης του Τμήματος Οικονομίας και Βιώσιμης Ανάπτυξης στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, κυρίας Ρ. Μητούλα στο Act for Earth του CNN Greece:
- Κυρία Μητούλα, ας ξεκινήσουμε με ένα γενικό σχόλιό σας για τη βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα. Θεωρείτε ότι ως πολιτεία, έχουμε θέσει το ζήτημα σε σωστή βάση;
Η απάντησή μου είναι «ναι». Η Ελλάδα έχει θέσει το ζήτημα της Βιώσιμης Ανάπτυξης σε σωστή βάση. Πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι θεσμικά τουλάχιστον, το όραμα της βιώσιμης ανάπτυξης για την Ελλάδα δεν είναι μια πρόσφατη προσπάθεια. Ήδη, από το 1975 το ελληνικό Σύνταγμα κατοχύρωσε τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και του κοινωνικού κράτους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος και το άρθρο 25 για το κοινωνικό κράτος, έθεσε τις θεμελιώδεις βάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες θεσμικά διασφαλίζουν την αρμονική ανάπτυξη της κοινωνίας και της οικονομίας με σεβασμό στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Δηλαδή διασφαλίζουν τους βασικούς πυλώνες της βιώσιμης ανάπτυξης.
Εάν τώρα πάμε στην πρακτική πλευρά των πραγμάτων, βλέπουμε ότι πολλές πολιτικές που στοχεύουν στη βιώσιμη ανάπτυξη εφαρμόζονται ήδη στην Ελλάδα μέσω του κοινοτικού κεκτημένου και ειδικότερα μέσω της ευρωπαϊκής περιφερειακής πολιτικής. Συγκεκριμένα, στον πυλώνα της κοινωνίας, λαμβάνονται μέτρα για την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων δυσκολιών των διαφόρων ομάδων, την ισότητα των φύλων, την κοινωνική ένταξη των ευάλωτων ομάδων, και πολλά άλλα.
Όσον αφορά στον πυλώνα της οικονομίας, μερικά καλά παραδείγματα περιλαμβάνουν μέτρα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, υποστήριξη της έρευνας, της τεχνολογικής ανάπτυξης και της καινοτομίας, κ.ά. Επίσης, η κατασκευή βιώσιμων συστημάτων υποδομών και μεταφορών, συμβάλει σε μεγάλο βαθμό στη γενικότερη ενίσχυση της οικονομίας.
Όσο για τον πυλώνα του περιβάλλοντος, έχουν γίνει μεγάλες προσπάθειες τα τελευταία χρόνια. Έχουν ληφθεί μέτρα για τη μείωση των ρύπων, την προώθηση της ανακύκλωσης, τη στροφή προς την κυκλική οικονομία και τα βιώσιμα πρότυπα κατανάλωσης και παραγωγής κ.ά.
Τέλος και στον τομέα του πολιτισμού, έχει γίνει σημαντική πρόοδος. Ο άυλος και υλικός πολιτισμός προστατεύεται και αναδεικνύεται σε όλες του τις μορφές. Επίσης, ο ένας τόπος μετά τον άλλον οργανώνει πολιτιστικές διαδρομές για να διαχειριστεί και να αναδείξει τα πολιτιστικά στοιχεία του, όπως αρχαιολογικούς χώρους, αρχιτεκτονική κληρονομιά, έθιμα, χορούς, πανηγύρια, τοπικά εδέσματα και πολλά άλλα.
- Ποιες είναι οι ιδιαιτερότητες της χώρας μας σε σχέση με τη βιώσιμη ανάπτυξη, αναφορικά με τη μορφολογία και τη γεωγραφία και το πώς επηρεάζουν την οικονομία της χώρας; Λόγου χάρη, μπορεί η βιώσιμη ανάπτυξη να είναι ενιαία για τα αστικά κέντρα της ηπειρωτικής Ελλάδας και για τα δυσπρόσιτα μικρά νησιά; Πού πρέπει να δοθεί έμφαση κατά την άποψή σας;
Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εφαρμοστεί ενιαία πολιτική και στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης στα αστικά κέντρα και στα δυσπρόσιτα μικρά νησιά, τα οποία είναι συνήθως περιθωριοποιημένα σε οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό και συχνά πολιτικό επίπεδο. Τα δυσπρόσιτα νησιά έχουν ιδιαίτερα αυξημένο κόστος τόσο για την παροχή υποδομών όπως σχολεία, νοσοκομεία, όσο και υπηρεσιών όπως εκπαίδευση, μεταφορές κ.ά. Ταυτόχρονα, μειονεκτούν σε σύγκριση με τα αστικά κέντρα σε υπηρεσίες όπως η εκπαίδευση, η υγεία, η επικοινωνία, η ενέργεια, η παροχή νερού, οι μεταφορές κ.ά. Αυτό σημαίνει ότι αδυνατούν να προσελκύσουν μόνιμους κατοίκους για εγκατάσταση, αλλά και επιχειρηματική δραστηριότητα. Επιπλέον, άτομα σε παραγωγική ηλικία και ανώτατης εκπαίδευσης επιλέγουν να ζήσουν και να εργαστούν σε μεγάλες αστικές περιοχές. Αυτό συνεπάγεται μειωμένη ικανότητα της οικονομίας των «απομακρυσμένων» περιοχών και ιδιαίτερα των μικρών δυσπρόσιτων νησιών, καθώς δεν μπορούν να είναι ανταγωνιστικά. Επομένως, δεν μπορούν να αναπτύξουν οικονομίες κλίμακας, εξωτερικές οικονομίες συγκέντρωσης κ.ά., με αποτέλεσμα να παράγουν υψηλού κόστους προϊόντα με μικρή κλίμακα παραγωγής.
Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια τα νησιά και οι παράκτιες περιοχές έχουν τεθεί υπό την προστασία της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με απώτερο στόχο την εξάλειψη των ανισοτήτων και την εδαφική συνοχή.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, αλλά και το μεγάλο ποσοστό της έκτασης των ελληνικών νησιωτικών περιοχών (16,28% της συνολικής έκτασης του ελληνικού χώρου, δηλαδή 21.484,30 τ.χλμ.), εφαρμόζονται στην Ελλάδα ανάλογα στρατηγικά προγράμματα για την ανάπτυξή τους. Προσωπικά θεωρώ ότι αυτά μπορούν να αξιοποιηθούν για τη βιώσιμη ανάπτυξη των μικρών δυσπρόσιτων νησιών. Άλλωστε σήμερα έχουμε συνειδητοποιήσει ότι τα αρνητικά χαρακτηριστικά της νησιωτικότητας που μειώνουν την ελκυστικότητα των νησιών, αποτελούν ταυτόχρονα αυτά καθεαυτά και ιδιαίτερα περιουσιακά τους στοιχεία. Η ποιότητα του φυσικού και πολιτιστικού τους περιβάλλοντος είναι σε πολλές περιπτώσεις αναλλοίωτη από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις και προσδίδουν στα νησιά μια ιδιαίτερη ποιότητα ζωής. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη ποιοτικών και ιδιαίτερων τοπικών προϊόντων και υπηρεσιών, παρόλη τη μικρή κλίμακα, λόγω της ποιότητάς τους, επιλέγονται από καταναλωτές που επιδιώκουν την ποιότητα χωρίς να ενδιαφέρονται για το κόστος.
- Οι ελληνικές πόλεις, πέρα από το μητροπολιτικό κέντρο της Αττικής, μπορούν να αναπτυχθούν με βάση τις αρχές της βιωσιμότητας; Έχετε να μας δώσετε κάποιο παράδειγμα ελληνικής πόλης που «έχει καταφέρει» να αναπτύσσεται βιώσιμα;
Διαπιστώνεται ότι μέχρι σήμερα, η Πολιτική για τη βιώσιμη ανάπτυξη έχει ωφελήσει σημαντικά τις πόλεις και τους πολίτες με έμμεσο αλλά και άμεσο τρόπο. Επομένως, θα πρέπει να σας απαντήσω συνολικά στην ερώτησή σας κυρία Γρίβα. Ήδη, οι πολιτικές που εφαρμόζονται για την ενίσχυση της Οικονομικής και Κοινωνικής Συνοχής, για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, την Τοπική και Περιφερειακή ανάπτυξη μέσω των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων, επιδρούν αποφασιστικά στις ελληνικές περιφερειακές πόλεις. Μη ξεχνούμε ότι οι χρηματοδοτήσεις κατευθύνονται ισότιμα πλέον μέσω της περιφερειακής πολιτικής σε όλες τις περιφέρειες του ελληνικού χώρου. Ακόμη και στις πιο απομακρυσμένες. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι πόλεις, σε οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας και αν βρίσκονται, μπορούν ισότιμα να αξιοποιήσουν αυτή τη δυνατότητα που τους δίνεται και να προωθήσουν τη βιώσιμη ανάπτυξή τους και στους τέσσερις πυλώνες: το περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό. Πράγματι, εξετάζοντάς τους έναν έναν, βλέπουμε για παράδειγμα ότι τα τελευταία χρόνια έγιναν πολλά έργα εξυγίανσης και προστασίας του περιβάλλοντος των περιφερειακών πόλεων όπως διαχείριση των απορριμμάτων, του νερού, της ηχορύπανσης, της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, προστασία της φύσης κ.ά. Πολλά έργα έγιναν επίσης και στον τομέα της ενέργειας. Υπογραμμίζουμε ότι η ενέργεια είναι η βασική υπεύθυνη για την υποβάθμιση της ατμόσφαιρας και όχι μόνο. Η ανάπτυξη και χρησιμοποίηση των ήπιων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, προτείνεται σήμερα ως η πιο ενδεδειγμένη λύση για τις περιφέρειες και τις πόλεις τους.
Η βιωσιμότητα μιας περιφερειακής πόλης καθορίζεται, επίσης, σε μεγάλο βαθμό και από τα κοινωνικοοικονομικά συστήματα που τη διέπουν, από την ανθρώπινη αλυσίδα, τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών και την εργασιακή τους κατάσταση. Επομένως, τα θέματα αυτά αντιμετωπίζονται από τη γενικότερη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα οι αναπλαστικές προσπάθειες που δρομολογούνται, συνεισφέρουν στην προστασία και βιωσιμότητα των πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών γεγονότων που χαρακτηρίζουν τις πόλεις και πολλά τέτοια έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια σε πολλές περιφερειακές πόλεις, όπως για παράδειγμα η συντήρηση και διατήρηση των μνημείων, η ανάμειξη των χρήσεων και επαναχρησιμοποίηση χώρων που κατά το παρελθόν αποτελούσαν ζωντανά και χρηστικά σημεία των πόλεων. Επομένως, η γενικότερη φροντίδα για το δομημένο και ελεύθερο χώρο κινείται σε προσανατολισμούς προστασίας, λειτουργικότητας και επαναβίωσης όλων αυτών των δεδομένων και τα αποτελέσματα είναι ιδιαίτερα θετικά.
Όλοι οι παραπάνω τομείς δέχονται σήμερα σημαντικές επεμβάσεις και μέσω αυτών επιδιώκεται ο στρατηγικός στόχος της περιφερειακής ανασυγκρότησης της Ελλάδας και της βιώσιμης ανάπτυξης των περιφερειακών πόλεων.
Μπορεί να σας φανεί περίεργο, όμως έχω να σας δώσω πάρα πολλά παραδείγματα ελληνικών περιφερειακών πόλεων που αναπτύσσονται βιώσιμα, υπό το πρίσμα των τεσσάρων πυλώνων που σας ανέφερα πριν. Κάποιες το αναδεικνύουν περισσότερο γιατί χρησιμοποιούν σύγχρονες μεθόδους μάρκετινγκ και άλλες όχι.
- Ποια είναι η γνώμη σας για το λεκανοπέδιο της Αττικής και την προσπάθεια βιώσιμης ανάπτυξης;
Κυρία Γρίβα το Λεκανοπέδιο της Αττικής είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση γιατί είναι ένα μεγάλο αστικό κέντρο. Επομένως, δεν ισχύουν εδώ οι συνθήκες που ισχύουν στις περιφερειακές πόλεις. Η Περιφέρεια Αττικής αποτελεί τον ισχυρότερο εκφραστή της διαμόρφωσης του ανταγωνιστικού περιβάλλοντος της χώρας, από πλευράς επιχειρηματικότητας, υποδομών, μεταφορών, χρηματοοικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων, παραγωγικής διάρθρωσης, επενδύσεων κ.ά. Ταυτόχρονα έχει και ένα άλλο χαρακτηριστικό. Περιλαμβάνει 66 δήμους, οι οποίοι θα πρέπει να συντονίζουν τις ενέργειές τους στα ζητήματα του βιώσιμου στρατηγικού σχεδιασμού. Βέβαια, το ζητούμενο αυτό έχει προβλεφθεί από τη σχετικά πρόσφατα αναθεωρημένη διοικητική οργάνωση της χώρας και από τις αρμοδιότητες που δόθηκαν στις περιφέρειες. Για την ανακύκλωση, τα απόβλητα, τις ενεργειακές αναβαθμίσεις των κτιρίων, το παραλιακό μέτωπο, τον Υμηττό υπάρχει πλέον ένα σχέδιο με κέντρο συντονισμού την Περιφέρεια.
Όμως, η Αττική δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Ελλάδας, αλλά και το μεγαλύτερο οικονομικό κέντρο και αποτελεί το βασικό μοχλό της αναπτυξιακής επανεκκίνησης της χώρας.
Ταυτόχρονα έχει να επιλύσει και περιβαλλοντικά ζητήματα όπως τη μείωση της κυκλοφοριακής συμφόρησης, τη διαχείριση των αποβλήτων, τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και πολλά άλλα. Στόχος πρέπει να είναι η αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας και βεβαίως η κυκλική οικονομία. Μέσω της κυκλικής οικονομίας θα δοθεί η δυνατότητα δημιουργίας νέων ενεργειακών και καινοτόμων προϊόντων, με επενδύσεις στην ενεργειακή αποδοτικότητα και την εξοικονόμηση ενέργειας, με νέες υποδομές και με νέες θέσεις εργασίας.
Βέβαια, μην ξεχνάμε και τα κοινωνικά προβλήματα που υπάρχουν στο Λεκανοπέδιο της Αττικής. Μέσω των προγραμμάτων και των χρηματοδοτήσεων από την ΕΕ με στόχο την Κοινωνικο-Οικονομική Συνοχή, επιδιώκεται η άρση των κοινωνικών διακρίσεων, της εγκληματικότητας και της ανεργίας. Τα παραπάνω ζητήματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν, γιατί από αυτά προκύπτει και ο χωροταξικός διαχωρισμός, δηλαδή οι κοινωνικοοικονομικές διαφορές και που αντανακλά ο χώρος της Αττικής.
Σε γενικές γραμμές, κυρία Γρίβα, πιστεύω ότι όλα τα έργα υποδομής που έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται τα τελευταία χρόνια στο Λεκανοπέδιο της Αττικής είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως τα προβλήματα ενός αστικού κέντρου είναι πολυσύνθετα και απαιτούν μεγάλη οργάνωση και συντονισμό.
- Ποια είναι τα σημεία στα οποία η ελληνική πολιτεία οφείλει να δώσει έμφαση στο επόμενο διάστημα ως προς τη βιώσιμη ανάπτυξη;
Σήμερα όλοι ωριμάσαμε και έχουμε συνειδητοποιήσει πως μόνο με τη συνεργασία όλων των παραγόντων που αφορούν στο περιβάλλον, την οικονομία, την κοινωνία και τον πολιτισμό μπορούμε να οδηγηθούμε στην ανάπτυξη, η οποία θα σέβεται τον άνθρωπο και την ποιότητα της ζωής του. Τα τελευταία χρόνια δεν υφίσταται καμία «τυχαιότητα» σε δράσεις και πολιτικές, αλλά τίθενται στόχοι και επιδιώκονται αποτελέσματα που στοχεύουν στην τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη και όλα αυτά είναι προσανατολισμένα στη Βιώσιμη Ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που δε θα εξαντλεί τους φυσικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς πόρους, αλλά θα τους διαχειρίζεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιβιώσουν και να χρησιμοποιηθούν και από τις επόμενες γενεές.
Η χώρα μας προσαρμόστηκε σε αυτήν την παγκόσμια πολιτική. Αυτό που θα πρέπει πλέον να γίνει είναι να ενταθούν οι προσπάθειες για την εφαρμογή των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) και των υποστόχων τους που ετέθησαν στην Ατζέντα 2030, τον Σεπτέμβριο του 2015. Η χώρα μας θα πρέπει να είναι συνεπής τόσο στην επιτυχία αυτών των στόχων, όσο και στις εκθέσεις προόδου που θα πρέπει να υποβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Παράλληλα θα πρέπει να ενημερωθούν και οι πολίτες πάνω στους ΣΒΑ και να γίνουν μέρος όλης αυτής της προσπάθειας. Σημαντικό ρόλο θα πρέπει να παίξει και η Ελληνική Στατιστική Αρχή με την στατιστική παρακολούθηση των στόχων. Τέλος, η Ελλάδα θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία αναφέρει ότι «για τα θέματα της βιώσιμης ανάπτυξης θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εμπειρογνωμοσύνη των ειδικών και να εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός δυναμικού χώρου που θα συγκεντρώνει τη συμμετοχή διαφόρων ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα». Με βάση αυτό, θα πρέπει να συσταθεί μία “πολυσυμμετοχική πλατφόρμα”, η οποία θα είναι ένα σύνολο εμπειρογνωμόνων, που θα συνεισφέρουν με την εμπειρία τους στη βέλτιστη εφαρμογή των ΣΒΑ.
Όμως θα ήθελα να κλείσω λέγοντας κάτι στους αναγνώστες μας: Η βιωσιμότητα ενός τόπου δεν αποτιμάται μόνο με ποσοτικούς δείκτες. Οι ποιοτικοί δείκτες είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά και δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί πάντα με ακρίβεια η αξία τους. Πώς να υπολογιστεί με ακρίβεια η αξία του κλίματος, η αξία της θάλασσας, η ποιότητα των τροφίμων; Ο πιο φτωχός Έλληνας ζει και μεγαλώνει τα παιδιά του σε ένα από τα καλύτερα κλίματα του κόσμου, έχει άμεση και φθηνή πρόσβαση σε θάλασσα και σε ποιοτικά τρόφιμα. Και ο κατάλογος των ποιοτήτων που απολαμβάνει η Ελλάδα δε σταματάει εδώ! Ζούμε σε μία «πλούσια» και από μόνη της βιώσιμη χώρα, ευλογημένη από το Θεό και τη φύση! Το πρώτο που θα πρέπει να κάνουμε είναι να αποτιμήσουμε όλα αυτά με ένα κατάλληλα μελετημένο μεθοδολογικό εργαλείο και είμαι σίγουρη ότι θα δούμε τη χώρα μας να ανεβαίνει πολύ στην κλίμακα της αξιολόγησης των βιώσιμων χωρών της Ευρώπης και του κόσμου.