Ουδέτερες οι γερμανικές εκλογές για το ελληνικό χρέος – Πώς επηρεάζουν το ΔΝΤ
Το γεγονός ότι κατά την προεκλογική εκστρατεία στη Γερμανία η Ελλάδα πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, ερμηνεύεται ως ένδειξη ομαλοποίησης των συνθηκών στη χώρα μας. Ωστόσο, δείχνει και κάτι άλλο. Πως κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας, τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Σοσιαλιστές δεν ήταν διατεθειμένο να θέσει το ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Η επικρατούσα άποψη στη Γερμανία είναι πως το ελληνικό χρέος επιμηκύνθηκε σε βάθος χρόνου σε τέτοιο βαθμό, ώστε από οικονομικής άποψης είναι απόλυτα βιώσιμο. Τη θέση αυτή την ασπάζονται πολλοί Ευρωπαίοι, αλλά όχι το ΔΝΤ που θεωρεί πως παρά το ευνοϊκό «προφίλ» του ελληνικού χρέους οι εγγενείς αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και κυρίως οι πιέσεις από το δημογραφικό, θα απαιτήσουν μια ακόμη μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους μεσοπρόθεσμα.
Δεν είναι τυχαίο πως ακόμη και επικριτές της λιτότητας που επέβαλαν η Γερμανία και η ευρωζώνη στην Ελλάδα, όπως ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βίρατσμπουργκ και μέλος του συμβουλίου των «Πέντε Σοφών» της γερμανικής κυβέρνησης Πέτερ Μπόφινγκερ, θεωρούν πως το ελληνικό χρέος έχει ήδη καταστεί βιώσιμο.
Σύμφωνα με πρόσφατες δηλώσεις του Μπόφινγκερ, το βουνό του ελληνικού χρέους υφίσταται πλέον περισσότερο στα χαρτιά, καθώς αν και συνεχίζει νομικά να υπάρχει, έχει κατανεμηθεί στα επόμενα 40-50 χρόνια μειώνοντας την ετήσια επιβάρυνση της Ελλάδας για την αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων εντός των ορίων που θεωρούνται βιώσιμα.
Αυτή άλλωστε τη θέση εκπέμπει συχνά πυκνά και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμούς Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ ο όποιος υποστηρίζει πως για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους έχουν γίνει πάρα πολλά και πως η οικονομική ελάφρυνση για την Ελλάδα έχει έρθει εδώ και καιρό.
Παρά τις δεσμεύσεις του Eurogroup του Μάιου του 2016 για το ελληνικό χρέος και τις πιο πρόσφατες αποφάσεις του Eurogroup του Ιουνίου 2017, η νέα γερμανική κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου δεν αναμένεται να κάνει καμία «γενναία» κίνηση ελάφρυνσης του χρέους, ειδικά εάν σχηματιστεί μια κυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών – Φιλελευθέρων.
Κάτι τέτοιο αργά ή γρήγορα θα θέσει το ΔΝΤ εκτός του ελληνικού προγράμματος, καθώς η μη ελάφρυνση του χρέους θα καταστήσει άκυρη τη συμφωνία για «επί της αρχής» χρηματοδότηση της Ελλάδος με 1,6 δισ. ευρώ από το Ταμείο.
Υπενθυμίζεται πως το ΔΝΤ θεωρεί ότι το ελληνικό χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο», καθώς εκτιμά πως οι ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας μας θα υπερβούν το όριο του 15% του ΑΕΠ μέχρι το 2028 και το 20% μέχρι το 2033, φτάνοντας στο 45% έως το 2060.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο βασίζει τις αρνητικές αυτές εκτιμήσεις στο γεγονός ότι η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα σταθεροποιηθεί στο 1% σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, λόγω κυρίως της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και στο ότι η στρατηγική μείωσης του χρέους της ΕΕ, η οποία βασίζεται στην διατήρηση πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων εκ μέρους της Ελλάδος ή πολύ ισχυρής ανάπτυξης για μεγάλες περιόδους δεν είναι αξιόπιστη, ακόμα και με πλήρη εφαρμογή των σχεδιαζόμενων πολιτικών.
Το ΔΝΤ επιμένει λοιπόν σε μία στρατηγική η οποία θα βασίζεται σε ρεαλιστικές παραδοχές για πλεονάσματα και ανάπτυξη και η οποία θα καθιστά πραγματικά βιώσιμο το ελληνικό χρέος.
Αν και θεωρείται απίθανο η νέα γερμανική κυβέρνηση να ενδώσει σε αυτές τις πιέσεις, ωστόσο η στάση που θα κρατήσει το Βερολίνο είναι ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά των επομένων μηνών.