Περιθώριο 36 μηνών στους δανειολήπτες για να σώσουν την πρώτη τους κατοικία
Το τελευταίο χρονικό περιθώριο που έχουν οι υπερήμεροι δανειολήπτες της μεσαίας τάξης για να διασώσουν την πρώτη τους κατοικία είναι η επόμενη τριετία ως και την 31η Δεκεμβρίου 2018.
Ο νόμος Κατσέλη τροποποιήθηκε με τις διατάξεις που ψηφισθήκαν μεσοβδόμαδα, μάλλον για τελευταία φορά πριν από την κατάργησή του. Η βασική διαφορά σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς είναι ότι για να μπορέσει κάποιος να κάνει αίτηση στο Ειρηνοδικείο για να προστατέψει την κύρια κατοικία θα πρέπει να πληροί συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια και ταυτόχρονα να εξασφαλίσει πιστοποιητικό συνεργάσιμου δανειολήπτη, το οποίο χορηγείται από την τράπεζα.
Αν καταφέρει να ενταχθεί στο καθεστώς προστασίας, το δικαστήριο εκδίδει απόφαση ρύθμισης των χρεών του, η οποία προβλέπει τα ακόλουθα:
- Την πρώτη τριετία ο δανειολήπτης καταβάλλει στην τράπεζα ό,τι περισσεύει από το εισόδημά του αφαιρουμένων των ευλόγων δαπανών διαβίωσης. Για τα πιο φτωχά νοικοκυριά προβλέπεται επιδότηση μέρους της δόσης από το κράτος για το 2016, ενώ η βοήθεια που τυχόν δοθεί το 2017 και το 2018 θα πρέπει να επιστραφεί. Αυτή η πρώτη περίοδος είναι άτοκη.Διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις υπάρχουν και ως προς τη δόση που θα ορίζει ο δικαστής για την πρώτη τριετία. Το πρόβλημα δημιουργείται στις περιπτώσεις άνεργων δανειοληπτών, οι οποίοι δεν έχουν εισόδημα για να καλύψουν ούτε τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Ο νόμος από τη μία πλευρά δίνει τη δυνατότητα στον δικαστή να ορίσει μηδενική δόση για τρία χρόνια μέσω της διασφάλισης του ελάχιστου ορίου διαβίωσης, από την άλλη ωστόσο αναφέρει ρητά πως σε αυτό το διάστημα θα πρέπει να καταβάλλεται μια ελάχιστη δόση. Είναι ένα θέμα που θα κριθεί στην πράξη.
- Μετά την πρώτη τριετία ο δανειολήπτης αναλαμβάνει να αποπληρώσει το 85% της εμπορικής αξίας της κύριας κατοικίας του, όπως αυτή προσδιορίζεται από την Τράπεζα της Ελλάδος.Η διαφορά μεταξύ της αρχικής οφειλής στην τράπεζα και του 85% της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ακινήτου διαγράφεται. Η αποπληρωμή γίνεται σε 20 έτη με επιτόκιο ίσο με το μέσο επιτόκιο ενήμερης οφειλής από στεγαστικό δάνειο, όπως αυτό προσδιορίζεται από την ΕΚΤ. Δεν ξεπερνά το 2% και κατά την κρίση του δικαστή μπορεί να είναι σταθερό ή κυμαινόμενο. Εφόσον ο δανειολήπτης αποπληρώνει κανονικά τις δόσεις του μέχρι τέλους, διασφαλίζει την πρώτη κατοικία του. Διαφορετικά κινδυνεύει εκ νέου με πλειστηριασμό της, χωρίς να έχει το δικαίωμα να υποβάλει εκ νέου αίτηση για ρύθμιση του χρέους του.
- Αν υπάρχουν άλλα περιουσιακά στοιχεία, ακίνητα ή κινητές αξίες όπως πολυτελή αυτοκίνητα, διατάσσεται η ρευστοποίησή τους.
Σημειώνεται ότι όσες αιτήσεις υποβληθούν ως και το τέλος του 2015 θα εξετάζονται με βάση το καθεστώς που ισχύει σήμερα, το οποίο είναι πιο ελαστικό