ΔΝΤ: Επιμένει σε περικοπή συντάξεων και αφορολογήτου από το 2019
Την άποψη πως οι ελληνικές προβλέψεις για την εξέλιξη των πρωτογενών πλεονασμάτων έως το 2022 είναι αισιόδοξες τόσο σε σχέση με την ανάπτυξη όσο και σε σχέση με την ικανότητα της συνεχούς συγκράτησης των δαπανών, διατυπώνει το ΔΝΤ στην έκθεση που συνοδεύει το ελληνικό πρόγραμμα που εγκρίθηκε χθες «επί της αρχής» από το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου.
Σε ειδική ενότητα της έκθεσης αναφέρεται πως οι δημοσιονομικές προβλέψεις του ΔΝΤ είναι πιο συντηρητικές από εκείνες των ελληνικών αρχών. Οι διαφορές αυτές, οι οποίες αθροιστικά είναι σχεδόν στο 4% του ΑΕΠ έως το 2021 (8 δισ. ευρώ), οφείλονται κατά το 1/3 στις αποκλίσεις για τις προβλέψεις των φορολογικών εσόδων, κατά το 1/3 σχετίζεται με τις διαφορετικές υποθέσεις ανάπτυξης και κατά το τελευταίο 1/3 με την λήξης ισχύος πολλών μέτρων που ισχύουν σήμερα.
Το ΔΝΤ τοποθετεί στο 2,2% του ΑΕΠ το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018, όταν ο στόχος του προγράμματος είναι 3,5% του ΑΕΠ. Και δεν μένει εκεί. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ η μείωση του αφορολογήτου και η περικοπή των συντάξεων θα χρειαστεί να εφαρμοστούν ταυτόχρονα το 2019 για να επιτευχθεί ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το εν λόγω έτος, ενώ τα δε αντισταθμιστικά μέτρα (δέσμη ενίσχυσης της ανάπτυξης) θα πρέπει να αναβληθούν έως το 2023, οπότε ο στόχος του πλεονάσματος μειώνεται στο 1,5% του ΑΕΠ.
Για να τεκμηριώσει τη θέση του το ΔΝΤ αναφέρει ότι οι συντάξεις και οι μισθοί του δημοσίου τομέα αποτελούν περισσότερο από τα 3/4 του συνολικού φορολογητέου εισοδήματος από την εργασία, ότι τα στοιχεία του 2016 δείχνουν αυξανόμενο αριθμό φορολογουμένων με εισοδήματα κάτω από το αφορολόγητο όριο, αλλά και ότι οι δημογραφικές τάσεις απαιτούν προσεκτικές προβλέψεις για τις συνταξιοδοτικές δαπάνες.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ κατά τη διάρκεια της περιόδου 1945-2015, το μέσο πρωτογενές ισοζύγιο στην Ελλάδα ήταν ελλειμματικό περίπου κατά 3% του ΑΕΠ, ενώ ο υψηλότερος δείκτης πρωτογενούς πλεονάσματος ξεπέρασε το 1% του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των διαδοχικών ετών 1994-2001, γεγονός που επέτρεψε στην Ελλάδα να φτάσει στο του δημοσιονομικού ελλείμματος 3% της Συνθήκης του Μάαστριχτ πριν από την υιοθέτηση του ευρώ.