Κατ’ αρχήν έγκριση προγράμματος 1,6 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ
Την «κατ’ αρχήν έγκριση» του για ένα νέο πρόγραμμα με την Ελλάδα συνολικού ύψους 1,6 δισ. ευρώ έδωσε το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ, μετά την τρίωρη συνεδρίαση του στην Ουάσιγκτον, η οποία ολοκληρώθηκε λίγο μετά τα μεσάνυκτα.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε το Ταμείο αναφέρει πως το Εκτελεστικό Συμβούλιο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου ενέκρινε σήμερα μια «κατ’ αρχήν» προληπτική συμφωνία για την Ελλάδα ύψους 1,3 δισ. SDR, περίπου 1,6 δισ. ευρώ ή 1,8 δισ. δολαρίων ΗΠΑ, ίση με το 55% της ποσόστωσης της Ελλάδος στο Ταμείο.
Η «κατ’ αρχήν έγκριση» είναι μια διαδικασία που επέτρεψε στο Συμβούλιο του ΔΝΤ να εγκρίνει τη ρύθμιση χρηματοδότησης βάσει της συμφωνίας οικονομικών πολιτικών που έχει επιτευχθεί με τις ελληνικές Αρχές, με την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθεί εν συνεχεία μια συμφωνία ελάφρυνσης του χρέους. Όταν επιτευχθεί αυτή η συμφωνία, το Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ θα λάβει μια δεύτερη απόφαση, οπότε και η Ελλάδα θα αντλήσει τους πόρους 1,6 δισ. ευρώ βάσει της ρύθμισης.
Στη συνεδρίαση μετείχε η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, ο Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τομέα Πόουλ Τόμσεν και η επικεφαλής του ελληνικού προγράμματος Ντέλια Βελκουλέσκου η οποία έκανε και τη σχετική παρουσίαση.
Σύμφωνα με πληροφορίες και οι 24 εκτελεστικοί διευθυντές του ΔΝΤ συμφώνησαν ομόφωνα και ενέκριναν το πρόγραμμα, συμπεριλαμβανομένου του εκπροσώπου των ΗΠΑ. Κατά τη διαδικασία πολλοί είχαν ερωτήσεις για την συμφωνία για την «κατ’ αρχήν έγκριση», για το εάν θα υπάρχουν κατευθυντήριες γραμμές και το πως αυτή θα εφαρμοστεί. Στη βάση αυτή διατυπώθηκαν ερωτήματα για το εάν θα προβλεφθεί κάποια συγκεκριμένη χρονική προθεσμία για την επίτευξη συμφωνίας για το χρέος με τους Ευρωπαίους.
Σε σχέση με την πρόοδο της Ελλάδος ειπώθηκαν πολλά θετικά σχόλια για την προσπάθεια που έχει καταβάλει, ενώ επεδείχθη κατανόηση και για τη μεταρρυθμιστική κόπωση.
Μετά τη συζήτηση του Εκτελεστικού Συμβουλίου, η Γενική Διευθύντρια του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ εξέφρασε την ικανοποίηση της τονίζοντας ότι νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, στηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών να επιστρέψουν στη χρηματοδότηση από τις αγοράς σε βιώσιμη βάση. Συγκεκριμένα είπε:
«Καλωσορίζω το νέο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδας, το οποίο επικεντρώνεται σε πολιτικές που θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της μεσοπρόθεσμης μακροοικονομικής σταθερότητας και ανάπτυξης και στηρίζει τις προσπάθειες των ελληνικών αρχών να επιστρέψουν σε χρηματοδότηση από τις αγορές σε διατηρήσιμη βάση. Το πρόγραμμα παρέχει περιθώρια για να κινητοποιηθεί η στήριξη για τις βαθύτερες δομικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ελλάδα για να ευημερήσει εντός της ευρωζώνης, αλλά και ένα πλαίσιο για τους ευρωπαίους εταίρους της Ελλάδας ώστε να παράσχουν πρόσθετη ελάφρυνση χρέους ώστε να αποκατασταθεί η βιωσιμότητά του.
Τα πρόσφατα μέτρα που υιοθέτησε η Ελλάδα για τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και τη μεταρρύθμιση στις συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι κρίσιμα για να μετακινηθεί ο προϋπολογισμός προς πιο φιλικές για την ανάπτυξη πολιτικές. Σε μεσοπρόθεσμη βάση αυτό θα βοηθήσει να επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Ωστόσο, ο στόχος αυτός θα πρέπει να μειωθεί σε πιο διατηρήσιμα επίπεδα του 1,5% του ΑΕΠ το συντομότερο δυνατόν, ώστε να υπάρξει δημοσιονομικό περιθώριο για καλύτερα στοχευμένη κοινωνική πρόνοια, αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και μείωση των φορολογικών συντελεστών για να στηριχθεί η ανάπτυξη. Η προστασία των ευάλωτων ομάδων, ενώ η χώρα παραμένει δημοσιονομικά ισχυρή, είναι το κλειδί για να διατηρηθεί η βιωσιμότητα και η δικαιοσύνη στην ελληνική δημοσιονομική προσπάθεια.
Η αποκατάσταση του χρηματοοικονομικού τομέα είναι κρίσιμη για την αύξηση των δανείων και την στήριξη της ανάπτυξης. Το νέο πρόγραμμα θα στηρίξει τις προσπάθειες της Ελλάδας να μειώσει τα ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα κόκκινων δανείων, ενισχύοντας το νομοθετικό πλαίσιο στις αναδιαρθρώσεις δανείων. Επιπλέον, για να διασφαλιστεί η κατάσταση των τραπεζών και να στηριχθεί η άμεση χαλάρωση των capital controls, οι εποπτικές αρχές θα έπρεπε να προχωρήσουν σε πρόσθετα βήματα, μεταξύ των οποίων και ένας νέος έλεγχος ποιότητας ενεργητικού και stress test, ώστε να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες πριν το τέλος του προγράμματος.
Παρά την πρόοδο στο μέτωπο των δομικών μεταρρυθμίσεων, βασική πρόκληση για την Ελλάδα παραμένει η απελευθέρωση από τους περιορισμούς που επιβαρύνουν το επενδυτικό κλίμα. Ως εκ τούτου, οι αρχές θα πρέπει να επανεξετάσουν τα σχέδιά τους να αντιστρέψουν κρίσιμες μεταρρυθμίσεις στις συλλογικές διαπραγματεύσεις μετά το τέλος του προγράμματος, και αντ’ αυτού, να επικεντρωθούν στο να διπλασιάσουν τις προσπάθειές τους για να ανοίξουν κλειστές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, ώστε να αυξήσουν τις επενδύσεις και να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Επίσης, θα πρέπει να διπλασιάσουν τις προσπάθειες για να προστατεύσουν την αξιοπιστία της στατιστικής υπηρεσίας και να εγγυηθούν την ανεξαρτησία της.
Όπως έχουμε πει πολλές φορές, ακόμη και με πλήρη υλοποίηση του προγράμματος, η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα του χρέους και χρειάζεται πρόσθετη ελάφρυνση χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους της. Περιμένω ότι θα συμφωνηθεί σύντομα μεταξύ της Ελλάδας και των ευρωπαίων εταίρων ένα σχέδιο που θα αποκαθιστά τη βιωσιμότητα του χρέους. Η ενεργοποίηση της επί της αρχής συμφωνίας εξαρτάται από αυτή την παράμετρο για την ελάφρυνση του χρέους, όπως και από την υλοποίηση του προγράμματος».