ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Τράπεζα της Ελλάδος: Παραμένει ευάλωτο το τραπεζικό σύστημα

Τράπεζα της Ελλάδος: Παραμένει ευάλωτο το τραπεζικό σύστημα
EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ

Προκλήσεις στο μέτωπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων βλέπει η «Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος» της Τραπέζης της Ελλάδος που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα και ξεκαθαρίζει πως απαιτείται πρόσθετη προσπάθεια από τις τράπεζες για να αντιμετωπιστούν τα κόκκινα δάνεια.

Στην επισκόπηση επισημαίνεται ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα εμφανίζονται ευοίωνες, αλλά και πως «το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές».

Σύμφωνα με την ΤτΕ παρά τις θετικές προοπτικές, το σωρευμένο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εξακολουθεί να διατηρείται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων διαμορφώθηκε στο τέλος του Μαρτίου 2017 στο επίπεδο του 45,2%.

Όπως σημειώνεται ο σχηματισμός νέων καθυστερήσεων θα μπορούσε να καταστεί σημαντικά πιο μικρός υπό την προϋπόθεση της μείωσης του ποσοστού ανεργίας, της ανάκαμψης των τιμών των ακινήτων (κυρίως εμπορικών και δευτερευόντως οικιστικών) και της διαμόρφωσης συνθηκών πραγματικής πιστωτικής επέκτασης λόγω της βελτίωσης των μακροοικονομικών μεγεθών. Κατά συνέπεια, οι επιχειρησιακοί στόχοι της μείωσης του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά την επόμενη τριετία θα πρέπει να αναθεωρούνται λαμβάνοντας υπόψη τυχόν μεταβολές στο μακροοικονομικό περιβάλλον, το οποίο συνδιαμορφώνεται και από εξωγενείς παράγοντες και γεωπολιτικές στρατηγικές.

Η ΤτΕ αναφέρει πως ο λόγος των ανοιγμάτων αβέβαιης είσπραξης προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αυξήθηκε το 2016 και ανήλθε στο 28,5%, έναντι 26,2% στο τέλος του 2015, ενώ ο λόγος των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) ανήλθε στο 10% το 2016, σε επίπεδα χαμηλότερα του τέλους του 2015 (12,6%).

Θετικά αξιολογείται το γεγονός ότι τα ανοίγματα σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (πλην των καταγγελμένων απαιτήσεων) προς το σύνολο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μειώθηκαν σε 26,6%, έναντι 29,7% το 2015, με το ποσοστό να παραμένει στα ίδια σχετικά επίπεδα και το α ́ τρίμηνο του 2017 (26,2%).

Στο ίδιο πλαίσιο, η ΤτΕ αναφέρει πως προβληματίζει ιδιαίτερα το γεγονός ότι το 52,3% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμπίπτουν στην κατηγορία καθυστέρησης μεγαλύτερης των 90 ημερών (χωρίς να συμπερι- λαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) έχουν καθυστέρηση μεγαλύτερη των 720 ημερών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος του 2015 ανερχόταν σε 28,7%. Σημειώνεται ότι η εν λόγω αυξητική τάση έχει σταθεροποιηθεί από το β ́ εξάμηνο του 2016.

Η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ανάπτυξη 1,6% για εφέτος και εκτιμά ότι μεσοπρόθεσμα οι δημοσιονομικοί στόχοι θα υπερκαλυφθούν χωρίς τη λήψη περαιτέρω μέτρων. Εντούτοις, είναι αναγκαία η αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής ώστε να γίνει περισσότερο υποστηρικτική ως προς την ανάπτυξη.

Όπως αναφέρει «θα πρέπει να γίνει ανακατανομή των δαπανών σε τομείς που θα έχουν σημαντικότερη αναπτυξιακή επίδραση, ενώ θα πρέπει να αλλάξει και ο φοροκεντρικός χαρακτήρας της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της συγκράτησης των δαπανών. Τα ψηφισθέντα μέτρα κοινωνικής στήριξης, η μείωση του κατώτατου φορολογικού συντελεστή του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων, ο αναπροσδιορισμός (μειωτικά) των συντελεστών της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η μείωση του φορολογικού συντελεστή για τα νομικά πρόσωπα, πλην των πιστωτικών ιδρυμάτων και η μείωση του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων είναι προς τη σωστή κατεύθυνση».

Αναφορικά με τη φοροδιαφυγή σημειώνει ότι «για να καταπολεμηθεί και να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να υλοποιηθούν αποτελεσματικά οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη φορολογική διοίκηση και να ενισχυθούν οι έλεγχοι. Με αυτόν τον τρόπο θα βελτιωθεί η εισπραξιμότητα των φορολογικών εσόδων, αλλά και θα ενισχυθεί το αίσθημα φορολογικής δικαιοσύνης ανάμεσα στους πολίτες».

Αναφορικά με τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 η επισκόπηση τονίζει ότι ο στόχος αυτός κρίνεται πολύ υψηλός για να είναι διατηρήσιμος σε βάθος χρόνου και η δημοσιονομική προσπάθεια που χρειάζεται για την επίτευξή του μακροπρόθεσμα αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της οικονομικής ανάπτυξης που απαιτείται ώστε αυτή να αποδώσει.

«Ο επαναπροσδιορισμός του δημοσιονομικού στόχου σε πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ αποτελεί μια περισσότερο ρεαλιστική προσέγγιση της απαραίτητης δημοσιονομικής προσαρμογής. Ως εκ τούτου, η σχετική απόφαση του Eurogroup της 15.6.2017 που αναφέρεται στη δυνατότητα μείωσης του πρωτογενούς πλεονάσματος σε επίπεδο ίσο προς ή λίγο πάνω από 2% του ΑΕΠ την περίοδο 2023-2060 κρίνεται προς τη σωστή κατεύθυνση», σημειώνεται σχετικά.

Διαβάστε εδώ την Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος