ΙΟΒΕ: Έως 1,5% η ανάπτυξη το 2017
Ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 1,5% ή ελαφρώς μικρότερη για το 2017 προβλέπει η έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για την Ελληνική Οικονομία που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Όπως επισημαίνει η έκθεση, η ολοκλήρωση της δεύτερηςαξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος διάσωσης, κάμπτει την αβεβαιότητα της περιόδου που προηγήθηκε, ενώ σε συνδυασμό με τον επαναπροσδιορισμό των όρων εξυπηρέτησης του δανείο του EFSF και ενδεχόμενη έγκριση της χρηματοδότησης της Ελλάδας από το ΔΝΤ, αναμένεται ότι θα ενισχυθεί σταδιακά η διεθνής εμπιστοσύνη στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας.
Επιπλέον, το Ίδρυμα εκτιμά ότι η εξασθένιση της ανεργίας θα είναι μικρότερη από ό,τι το 2016, λόγω αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών και μεγαλύτερης φορολογίας, ενώ τα δημοσιονομικά μέτρα που λήφθηκαν στο πλαίσιο της α' αξιολόγησης λειτουργούν ανασχετικά για την ιδιωτική κατανάλωση, προκαλώντας περιορισμό του διαθέσιμου εισοδήματος, κυρίως λόγω της μείωσης του αφορολόγητου ορίου και των περικοπών στις επικουρικές συντάξεις.
Οι εκτιμήσεις του ΙΟΕΒΕ για την οικονομία αναφέρουν τα εξής:
- Συνεκτιμώντας τους ποικίλους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τις επενδύσεις, η πρόβλεψη για τη διεύρυνσή τους φέτος διαμορφώνεται σε 13 με 15%.
- Η διεύρυνση των εξαγωγών αγαθών, εξαιρουμένων πετρελαιοειδών και πλοίων, αλλά πρωτίστως η υψηλότερη ζήτηση για εγχωρίως παραγόμενες υπηρεσίες, μεταφορικές και λοιπές, θα οδηγήσει το σύνολο των εξαγωγών σε άνοδο, με ταχύτητα περίπου 5,5%.
- Σε πτωτική τροχιά η ανεργία στην αρχή του τρέχοντος έτους, μικρότερης έκτασης, όμως αναμένεται η φετινή μείωση από ό,τι πέρυσι και θα φτάσει στο 22,2%.
«Η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης απομακρύνει την αβεβαιότητα, ενισχύει την εμπιστοσύνη και δημιουργεί προϋποθέσεις για την επαναφορά της οικονομίας μας στην κανονικότητα», ανέφερε ο πρόεδρος του ΔΣ του ΙΟΒΕ, Τάκης Αθανασόπουλος και πρόσθεσε: «Είναι γεγονός ότι σε έναν χρόνο από σήμερα, το πρόγραμμα τελειώνει. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι μία πολύ μεγάλη προσπάθεια από όλους (την πολιτική ηγεσία, τις επιχειρήσεις, τους θεσμικούς φορείς και τους πολίτες) να μην παγιδευτούμε στο τέλμα της οικονομικής στασιμότητας. Όλοι μας πρέπει να προσπαθήσουμε να επιδιώξουμε την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, όπως έχουν κάνει άλλες χώρες. Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να παραδειγματιστούμε από χώρες, οι οποίες στο πρόσφατο παρελθόν βρέθηκαν στην ίδια δύσκολη θέση όπως και η Ελλάδα και κατάφεραν σύντομα να πετύχουν αξιοζήλευτες επιδόσεις (π.χ. Εσθονία και Τσεχία). Πρέπει εμείς να απεγκλωβιστούμε από τους κοινωνικούς προβληματισμούς του περασμένου αιώνα. Μόνο έτσι θα πετύχουμε τη μείωση του χρέους και την επιδιωκόμενη κοινωνική ευημερία».
Από την πλευρά του, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, σημείωσε ότι «ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης για την οικονομία της χώρας εφέτος θα κινηθεί στην περιοχή του 1,5% σε πραγματικούς όρους. Σ' αυτό το ποσοστό εάν προστεθεί ποσοστό 1,5% στον πληθωρισμό, η οικονομία θα μπορούσε κάτω από κάποιες συνθήκες, σε όρους ονομαστικούς, να τρέξει με ένα ποσοστό κοντά στο 3%. Αυτό το 1,5% σε όρους πραγματικής ανάπτυξης είναι ποσοστό που προέκυπτε από τους δικούς μας υπολογισμούς εδώ και πάρα πολλούς μήνες και σε αυτήν την πρόβλεψη συγκλίνουν τα στοιχεία. Σε σχέση με αυτά που παρουσιάσαμε σε προηγούμενες εκθέσεις φαίνεται ότι είναι διαφορετική η δυναμική των επιμέρους συνιστωσών του ΑΕΠ. Άρα, βλέπουμε ότι η κατανάλωση θα τρέξει λίγο πιο γρήγορα από ό,τι προβλέπαμε, αλλά και οι επενδύσεις θα τρέξουν πιο γρήγορα από ό,τι προβλέπαμε. Στις εξαγωγές, η εικόνα είναι ίδια με τις προηγούμενες προβλέψεις, όμως, φαίνεται ότι είναι πιο ισχυρή η δυναμική των εισαγωγών».
Ο κ. Βέττας επισήμανε ότι «η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης είναι θετικό στοιχείο και κάθε φορά, στα χρόνια της κρίσης, που απομακρυνόμαστε από τον γκρεμό, αυτή η στροφή προς την κανονικότητα αποδυναμώνει τους φόβους και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα δυναμικό στην οικονομία και αμέσως υπάρχει μία ανάκαμψη. Το ζητούμενο είναι αυτή η ανάκαμψη που έχει πρόσκαιρα χαρακτηριστικά αν μπορεί να αποκτήσει μόνιμα και μεσοπρόθεσμα χαρακτηριστικά βιώσιμης ανάπτυξης. Θα είναι μεγάλο λάθος η τρίτη αξιολόγηση, που ξεκινάει σύντομα, να τραβήξει σε μάκρος περισσότερο από ό,τι χρειάζεται».
Επίσης, τόνισε ότι «το ζητούμενο είναι τι θα γίνει μετά τη λήξη του προγράμματος. Υπάρχουν πολλές επιλογές μπροστά. Το πιο πιθανό είναι ότι θα υπάρξει ένας σύνθετος δρόμος εξόδου στις αγορές, αλλά αυτό θα γίνει σταδιακά. Το κομμάτι του χρέους που αντιστοιχεί στον επίσημο τομέα είναι τόσο μεγάλο που το επιπλέον επιτόκιο που θα κληθεί να πληρώσει η χώρα αν βγει χωρίς προστασία είναι μεγάλο. Άρα, αναπόφευκτα η προσαρμογή δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη. Η έξοδος στις αγορές δεν μπορεί να θεωρείται ότι είναι υποκατάστατο των μεταρρυθμίσεων ή της υπόλοιπης αναπτυξιακής πορείας. Αν η έξοδος στις αγορές γίνει σταδιακά, ενώ προωθούνται τα υπόλοιπα τμήματα τους προγράμματος, θα είναι πολύ σημαντική συνιστώσα. Άλλωστε, οι αποδόσεις οι οποίες καταγράφονται στα ελληνικά ομόλογα και στο ελληνικό Χρηματιστήριο δείχνουν ότι δυνατότητες υπάρχουν. Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι μία μικρή έξοδος στις αγορές είναι ο στόχος, είναι ενδιάμεσο εργαλείο».
Το ευρωπαϊκό περιβάλλον, όπως υπογράμμισε ο κ. Βέττας, είναι πλέον ευνοϊκό. «Η Ελλάδα τρέχει με θετικό ρυθμό ανάπτυξης. Υπάρχουν οι δυνατότητες, μέσα στα επόμενα χρόνια, αν δεν γίνουν λάθη, να είναι αυτή η απαρχή μίας πορείας. Αν όμως θεωρηθεί ότι το σύνολο της προσπάθειας έχει πλέον εξαντληθεί, τότε μπορεί να δοκιμάσουμε πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις, καθώς θα πλησιάζουμε στην ολοκλήρωση του προγράμματος»