Τράπεζα της Ελλάδος: Η απόφαση του Eurogroup καθιστά βιώσιμο το χρέος
Η θέση πως στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος που θα μπορούσε να οδηγήσει στη βιωσιμότητα του χρέους εφόσον τελικά υιοθετηθεί όριο μετάθεσης των τοκοχρεολυσίων πάνω από 8,5 χρόνια, διατυπώνεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2016-2017 που υπέβαλε σήμερα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στον Πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση και στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Σύμφωνα με το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα που προλογίζει την έκθεση, η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους θα διευκολύνει την έξοδο της χώρας στις αγορές με βιώσιμους όρους.
«Στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου αναγνωρίστηκε ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της συμφωνίας και δόθηκε μια πιο σαφής κατεύθυνση για την αναδιάρθρωση του χρέους μετά το τέλος του προγράμματος (μετάθεση τοκοχρεολυσίων από 0 έως 15 χρόνια). Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει κατ’ επανάληψη τονίσει ότι τα μέτρα αυτά, με βάση τις σημερινές εκτιμήσεις και προβλέψεις, είναι αναγκαία για να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο. Επομένως, οι κατευθύνσεις που δόθηκαν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη βιωσιμότητα του χρέους εφόσον τελικά υιοθετηθεί όριο μετάθεσης των τοκοχρεολυσίων πάνω από 8,5 χρόνια», αναφέρει σχετικά ο κ. Στουρνάρας.
Κατά τον ίδιο η ελληνική οικονομία χρειάζεται συνδρομή για να μειώσει το υψηλό δημόσιο χρέος. Συνεπώς, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιηθεί η δέσμευση των εταίρων για τη διατύπωση μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα διασφαλίζουν τη μεσομακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και τα οποία θα τεθούν σε ισχύ με τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος. Κάτι τέτοιο θα βελτιώσει το οικονομικό κλίμα και θα διευκολύνει την έξοδο στις αγορές το καλοκαίρι του 2018, ή και νωρίτερα. Η παράταση της εκκρεμότητας εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους και προοιωνίζεται την ανάγκη νέας χρηματοδοτικής συνδρομής μετά το 2018, κάτι που απεύχονται τόσο η Ελλάδα όσο και οι εταίροι.
Η συμμετοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και η συνακόλουθη βελτίωση των όρων χρηματοδότησης θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των αγορών στην ελληνική οικονομία και θα διευκολύνουν τη διατηρήσιμη πρόσβαση στις διεθνείς αγορές. Όλα τα παραπάνω, εφόσον πραγματοποιηθούν εγκαίρως, θα επιταχύνουν την επάνοδο στη χρηματοπιστωτική κανονικότητα και θα σηματοδοτήσουν την έξοδο από την κρίση.
Ο Κεντρικός Τραπεζίτης επεσήμανε πως τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία επτά χρόνια αντιμετώπισαν με επιτυχία χρόνιες υστερήσεις και στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας. Η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας δημιουργούν ευοίωνες προοπτικές για τη μελλοντική πορεία της οικονομίας. Ωστόσο, έχοντας διορθώσει τις γενεσιουργές αιτίες της κρίσης, η Ελλάδα καλείται άμεσα να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ταχείας οικονομικής ανόδου για να αντιμετωπίσει τα βασικά προβλήματα που κληροδότησε η οικονομική κρίση, δηλαδή το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεγάλο δημόσιο χρέος και το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Στη βάση αυτή αναφέρει πως η οικονομική πολιτική πρέπει πλέον να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη και ειδικότερα στη συνεπή και αποφασιστική υλοποίηση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, στη δραστική αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων και στη μείωση των φορολογικών συντελεστών μέσω της υιοθέτησης μέτρων που θα βελτιώνουν την εισπραξιμότητα των φόρων και των εισφορών, καθώς και με την περαιτέρω μείωση των μη παραγωγικών δαπανών του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
«Η επιστροφή της οικονομίας σε διατηρήσιμη αναπτυξιακή τροχιά θα μειώσει σταδιακά την ανεργία, θα επιτρέψει στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να αποπληρώσουν τα χρέη τους και θα δημιουργήσει τα κεφάλαια για την εξυπηρέτηση και σταδιακή μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ», αναφέρει σχετικά.
Η ανάπτυξη η μόνη απάντηση στην ανεργία
Να σημειωθεί πως η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική αναθεώρησε στο 1,6% από 2,5% τον πήχη για την ανάπτυξη το 2017, αναφέροντας ότι η ανοδική τάση του β' και γ' τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ' τρίμηνο. Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017 από 2,5% σε 1,6%.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, οι λόγοι της υποχώρησης της αναπτυξιακής δυναμικής θα πρέπει να αναζητηθούν στη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική πρόβλεψη.
Κατά τον επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος η αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών θα πρέπει να είναι τώρα άμεση προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής για να επανέλθει η οικονομία σε διατηρήσιμη τροχιά ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, αναφέρει πως η ανάπτυξη είναι η μόνη απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας. Για να αλλάξει η ελληνική οικονομία και να προσανατολιστεί σε ένα νέο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης που θα δημιουργεί νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας, είναι αναγκαία μία σταθερή και συνεπής αναπτυξιακή πολιτική με τα εξής κύρια στοιχεία:
• Άμεση εφαρμογή ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι περισσότερο φιλικό προς την ανάπτυξη. Η αυξημένη έμφαση στη φορολογία μέσω υψηλών φορολογικών συντελεστών πρέπει να μετριαστεί υπέρ πολιτικών οι οποίες επικεντρώνονται στη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών και στη βελτίωση της εισπραξιμότητας των φόρων και των εισφορών.
• Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων που έχουν ήδη αποφασιστεί και καθυστερούν, καθώς και επέκταση των ιδιωτικοποιήσεων με χρήση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα.
• Ταχεία αξιοποίηση της μεγάλης αργούσας περιουσίας του Δημοσίου, ιδιαίτερα της ακίνητης, μέσω της κατάλληλης νομοθεσίας για τις χρήσεις γης.
• Δραστικός περιορισμός των μεγάλων καθυστερήσεων στην απονομή της δικαιοσύνης και των γραφειοκρατικών δυσκαμψιών στη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, οι οποίες συνιστούν από τα μεγαλύτερα προσκόμματα για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
• Μεταρρυθμίσεις στις αγορές ενέργειας, προϊόντων και υπηρεσιών, και άνοιγμα των επαγγελμάτων που παραμένουν κλειστά, με άμεσο στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας.
• Ειδικότερα για την απασχόληση, απαιτούνται πολιτικές και μεταρρυθμίσεις που θα διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και θα ενθαρρύνουν τη νέα επιχειρηματικότητα. Προς το σκοπό αυτό, απαιτείται η ενθάρρυνση και παροχή κινήτρων για συνεργασία του ιδιωτικού τομέα με πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ώστε να προωθηθεί η καινοτομία, προϋπόθεση για τη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης.