Θετικό σε νέες μειώσεις μισθών το ΔΝΤ, αλλά ζητά πρόσθετη στήριξη από την ΕΚΤ
Τη θέση πως οι χώρες της ευρωζώνης που έπληγαν περισσότερο από την κρίση όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία θα μπορούσαν να κομίσουν κέρδη από μια περαιτέρω μείωση των ονομαστικών μισθών εκφράζουν οικονομολόγοι του ΔΝΤ σε έκθεσή τους. Ωστόσο, ξεκαθαρίζουν πως η μείωση του μισθολογικού κόστους θα πρέπει να συνοδεύεται από νομισματικές πολιτικές ικανές να τονώσουν την ζήτηση.
Η έρευνα του ΔΝΤ με τίτλο «Η συγκράτηση των μισθών σε περιπτώσεις κρίσεων. Θέματα πολιτικής και εφαρμογές στη ζώνη του ευρώ» που συντάχτηκε από τον αναπληρωτή διευθυντή του ευρωπαϊκού τομέα του Ταμείου Γιέργκ Ντεκρέσιν και άλλους οικονομολόγους - υπό την εποπτεία του Πόουλ Τόμσεν - διερευνά τα κανάλια μέσω των οποίων η συγκράτηση των μισθών επηρεάζει την παραγωγή στις κτυπημένες από την κρίση χώρες της ζώνης του ευρώ.
«Η ανάπτυξη των ονομαστικών μισθών μετριάστηκε πολύ, αλλά οι μισθοί δεν έπεσαν σχετικά με τα προ κρίσης επίπεδα στις περισσότερες από τις χώρες που χτυπήθηκαν από την κρίση», σημειώνει γενικόλογα ο πρόλογος της έκθεσης, αλλά η αναφορά αυτή προφανώς δεν σχετίζεται με την Ελλάδα όπου οι ονομαστικοί μισθοί έχουν υποστεί κατάρρευση.
Όπως αναφέρεται στο κείμενο της έκθεσης, σε μια οικονομία που έχει πληγεί από μια ξαφνική διακοπή των ροών ιδιωτικών κεφαλαίων (όπως π.χ. η Ελλάδα) το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών υποχωρεί, καθώς η εγχώρια καταναλωτική πίστη και οι επενδύσεις επιβραδύνονται απότομα ως απάντηση στην πτώση της χρηματοδότηση από το εξωτερικό. Στην περίπτωση αυτή, η επιστροφή στην πλήρη απασχόληση μέσα σε ένα αυστηρότερο πλαίσιο εξωτερικής χρηματοδότησης απαιτεί υψηλότερη εγχώρια και εξωτερική ζήτηση.
«Στις χώρες που έχουν τα δικά τους νομίσματα το ΔΝΤ συστήνει συνήθως μείωση των επιτοκίων και υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας για την τόνωση της ζήτησης και της ανταγωνιστικότητας. Στις χώρες ωστόσο που μετέχουν σε μια νομισματική ένωση, το μόνον μέσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητας είναι οι χαμηλότερες ονομαστικές μισθολογικές αυξήσεις και η υψηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας σε σχέση με τους εμπορικούς εταίρους», τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Το ΔΝΤ αναφέρει στην έκθεσή του πως η συγκράτηση των μισθών στις οικονομίες που πλήττονται από κρίση αυξάνει την παραγωγή τους, αλλά προκύπτουν και αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες που μπορούν να αμβλυνθούν μόνον μέσα από τη νομισματική πολιτική. Η επισήμανση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία για την Ελλάδα, καθώς το πρόγραμμα προσαρμογής της δεν βοηθήθηκε καθόλου από τις διευκολυντικές πολιτικές της ΕΚΤ, με τρανότερο παράδειγμα την απουσία της χώρας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Στο πλαίσιο της σχετικής έρευνας οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ έτρεξαν ένα υποθετικό μοντέλο για να δουν πως η μείωση των ονομαστικών μισθών κατά 2% στην προσεχή διετία επιδρά στην ανταγωνιστικότητα, με την παραδοχή μάλιστα πως το μειωμένο κόστος εργασίας μετακυλίεται πλήρως στις τιμές.
Η προσομοίωση κατέδειξε μια θετική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα, καθώς αυξάνεται η συμβολή των εξαγωγών στην ανάπτυξη, στηρίζοντας την κατανάλωση και τις πρόσθετες επενδύσεις, αλλά και μια αρνητική επίπτωση στη ζήτηση, η οποία επηρεάζεται βραχυπρόθεσμα.
Δεδομένου ότι η ζήτηση τονώνεται με νομισματικές πολιτικές οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ εστιάζουν πολύ στο ρόλο της ΕΚΤ στην «εξισορρόπηση» του εσωτερικού της ζώνης του ευρώ». Στη βάση αυτή -και χωρίς να αναφέρονται ονομαστικά στην Ελλάδα- προτείνουν περαιτέρω μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές για την μείωση των επιτοκίων και των ασφαλίστρων κινδύνου, αλλά κυρίως παρεμβάσεις για την αποκατάσταση του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και της ικανότητα της ΕΚΤ να επηρεάζει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό ανά χώρα.
Εν κατακλείδι το μήνυμα που εκπέμπει η έκθεση είναι ότι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως η μείωση του μισθολογικού κόστους πρέπει να συνοδεύονται από υποστηρικτικές νομισματικές πολιτικές.