Δημοσιονομική προσαρμογή 3% του ΑΕΠ μέχρι και το 2017 ζητούν ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και ESM
Καλά κοστολογημένα και επαρκώς τεκμηριωμένα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 5,25 δισ. ευρώ έως και το 2017 ζητούν οι θεσμοί από την κυβέρνηση, όπως προέκυψε από τις χθεσινές συζητήσεις των επικεφαλής των κλιμακίων με στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.
ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και ESM εξέφρασαν χθες τη δυσαρέσκεια τους για το γεγονός ότι στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2016-2019 που έχει καταρτίσει η κυβέρνηση δεν έχουν εξειδικευτεί πολλά από τα μέτρα που περιγράφονται στο τρίτο Μνημόνιο και τα οποία η Ελλάδα πρέπει να λάβει ώστε να διασφαλίσει πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ το 2017.
Οι επικεφαλής των κλιμακίων θεωρούν πως τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που έχουν συμφωνηθεί μέχρι σήμερα θα αποφέρουν εξοικονόμηση άνω του 1% του ΑΕΠ για το 2015. Ωστόσο ζητούν πρόσθετη προσαρμογή έως και 3% του ΑΕΠ μέχρι και το 2017.
Αν και η ασφαλιστική μεταρρύθμιση έχει κορυφαία θέση στην προσπάθεια αυτή, δεδομένου ότι από τις αλλαγές στις συντάξεις αναμένεται εξοικονόμηση 700-900 εκατ. ευρώ το 2016 και 2,5 δισ. ευρώ έως το 2018, ωστόσο οι θεσμοί δίνουν βάρος και στην αποκρυστάλλωση της φορολογικής μεταρρύθμισης και των αλλαγών που θα ισχύσουν στη φορολογία εισοδήματος νομικών και φυσικών προσώπων από την 1η Ιανουαρίου 2016.
«Τα μη εξειδικευμένα μέτρα δεν υπολογίζονται στο Μεσοπρόθεσμο και αντιστοιχούν σε καθαρό δημοσιονομικό κενό», ήταν σε αδρές γραμμές το μήνυμα που έστειλαν χθες οι θεσμοί στο Γενικό Γραμματέα Δημοσιονομικής Πολιτικής Φραγκίσκο Κουτεντάκη και το οποίο αναμένεται να επαναλάβουν σήμερα το απόγευμα στις επαφές τους με τον υπουργό Εργασίας Γιώργο Κατρούγκαλο και αύριο στις απολογιστικές συζητήσεις με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο.
Οι δημοσιονομικές προβλέψεις των θεσμών δεν περιλαμβάνουν την ανακεφαλαιοποίηση του ελληνικού τραπεζικού τομέα, που θα έχει -προσωρινή- αρνητική επίπτωση στο ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης, που δεν μπορεί να καθοριστεί προτού γίνει η ανακεφαλαιοποίηση. Δεν περιλαμβάνουν και την αύξηση δαπανών λόγω της αυξημένης εισροής προσφύγων, η επίπτωση της οποίας εξακολουθεί να αξιολογείται από τους θεσμούς (κάτι που γίνεται με δυσκολία δεδομένου ότι τα στοιχεία που έχουν παρουσιάσει οι ελληνικές αρχές είναι αποσπασματικά).