Άρον άρον η κυβέρνηση πήρε πίσω το άρθρο 9 του πολυνομοσχεδίου
Με συνοπτικές διαδικασίες απεσύρθη από την κυβέρνηση το άρθρο 9 του πολυνομοσχεδίου που «αφαιρούσε» το σύνολο του αναβαλλόμενου φόρου που είχαν αναγνωρίσει οι τράπεζες ως κεφάλαιο μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2015 και 30 Ιουνίου 2015 και για το οποίο είχε σημάνει από το πρωί «κόκκινος συναγερμός» στα επιτελεία των τραπεζών.
Το θέμα εξέτασαν σήμερα το μεσημέρι ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης σε συνάντηση με την πρόεδρο της Εθνικής Τράπεζας Λούκα Κατσέλη, τον πρόεδρο της Alpha Bank Βασίλη Ράπανο, τον πρόεδρο της Eurobank Νίκο Καραμούζη, τον διευθύνοντα σύμβουλο της Eurobank Φωκίωνα Καραβία και τον αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο της Τράπεζας Πειραιώς Σπύρο Παπασπύρου.
Μπορεί κύκλοι της αντιπροεδρίας να ανέφεραν πως η συζήτηση εστίασε στην πορεία της ανακεφαλαιοποίησης των συστημικών τραπεζών και στις αλλαγές στους πλειστηριασμούς, ωστόσο σύμφωνα με τραπεζικές πηγές που μίλησαν στο CNN Greece το βασικό θέμα ήταν ο αναβαλλόμενος φόρος και η εμπλοκή που δημιουργήθηκε και η οποία θα μπορούσε να ανατρέψει τα κεφαλαιακά πλάνα των τραπεζών εν μέσω αύξησης κεφαλαίων.
Οι τραπεζίτες ζήτησαν από τον Γιάννη Δραγασάκη να αποσυρθεί ή να αναδιατυπωθεί το άρθρο 9 του νομοσχεδίου, καθώς η υφιστάμενη διατύπωση του θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών. Το εν λόγω άρθρο που τελικά αποσύρθηκε ανέφερε τα εξής:
Το συγκεκριμένο άρθρο ζητήθηκε - όχι με αυτή τη διατύπωση- προ εβδομάδος από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG COMP), όχι επειδή η Κομισιόν αμφισβητεί τον αναβαλλόμενο της περιόδου 1ης Ιανουαρίου 2015 και 30 Ιουνίου 2015, αλλά διότι ήθελε να διασφαλίσει νομικά πως δεν θα αναγνωρισθεί πρόσθετος αναβαλλόμενος στα κεφάλαια των τραπεζών.
Το μαξιλάρι των 2 δισ. ευρώ
Σημειώνεται πως στις 16 Ιουλίου 2015 και εν όψει της διαπραγμάτευσης και της σύναψης της συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (ΕSM) ψηφίστηκε ο Ν. 4334/2015, με τον οποίο ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων, αυξήθηκε αναδρομικά από την 1 Ιανουαρίου 2015 σε 29% από 26%.
Η επίδραση στα υπόλοιπα των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων των Alpha Bank, Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα, από την αλλαγή του φορολογικού συντελεστή από το 26% στο 29% ήταν καθαρή αύξηση της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης συνολικά κατά 2 δισ. ευρώ.
Μόνον από την αλλαγή του εταιρικού συντελεστή φορολόγησης η Alpha Bank αναγνώρισε αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις 500 εκατ. ευρώ, ενώ - παραδόξως- το ίδιο ακριβώς ποσό αναγνώρισαν η κάθε μια εκ των Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα.
Υπογραμμίζεται πως οι αντισταθμιστικές επιδράσεις της φορολογίας δεν ελήφθησαν υπόψη στον έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού που διενήργησε ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) στις ελληνικές τράπεζες. Ομοίως, και στα σχέδια αναδιάρθρωσης των ελληνικών τραπεζών προς την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις έχουν υπολογισθεί με τον συντελεστή φορολόγησης 26%.
Αν οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές αναγνώριζαν τον πρόσθετο αναβαλλόμενο που προέκυψε από την αλλαγή του φορολογικού συντελεστή στο 29% τότε το κεφαλαιακό απόθεμα των τραπεζών από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις θα αυξανόταν από τα 12,9 δισ. ευρώ, στα 14,9 δισ. ευρώ μειώνοντας αντίστοιχα τα κεφάλαια που πρέπει να αντλήσουν από τις αγορές οι ελληνικές τράπεζες.
Ωστόσο, η DG COMP όχι μόνον δεν υπολόγισε στις τελικές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών τα εν λόγω 2 δισ. ευρώ, αλλά ζήτησε να υπάρξει νομοθετική ρύθμιση που θα προβλέπει ξεκάθαρα πως ο αναβαλλόμενος που σχηματίσθηκε στη βάση των διατάξεων Ν. 4334/2015 (αύξηση του συντελεστή στο 29%) δεν θα λαμβάνεται υπόψη στα κεφάλαια των τραπεζών, καθώς θα θεωρείται πως σχηματίσθηκε μετά τις 30 Ιουνίου 2015.
Η σχετική διάταξη που περιελήφθη τελικά στο πολυνομοσχέδιο δεν ήταν καθαρά διατυπωμένη και τρόμαξε τις τραπεζικές διοικήσεις σημαίνοντας συναγερμό σε Αθήνα, Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη. Έτσι, τελικά η κύβερνηση την πήρε άρον άρον πίσω.
Η ανακοίνωση της αντιπροεδρίας
Σύμφωνα με την ανακοίνωση που εξέδωσε η αντιπροεδρία της κυβέρνησης για την συνάντηση του Γιάννη Δραγασάκη με τις διοικήσεις των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων σε αυτή εξετάσθηκαν η νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης που αφορά στη ρύθμιση των «κόκκινων δανείων» των νοικοκυριών και στο καθεστώς προστασίας της κύριας κατοικίας καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Όπως αναφέρεται, «ο κ. Δραγασάκης τόνισε πως η επιτυχία της νέας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών απαιτεί και την οριστική επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων», κάτι που αποτελεί μία από τις βασικές προτεραιότητες της κυβέρνησης».
Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης, η βέλτιστη εφαρμογή της νέας νομοθεσίας για τις δανειακές οφειλές των νοικοκυριών θα εξαρτηθεί και από τη στάση που θα τηρήσουν οι τράπεζες, οι οποίες και θα κληθούν να υλοποιήσουν τις σχετικές διατάξεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Δραγασάκης επεσήμανε πως επιδίωξη της κυβέρνησης είναι: α) η απόλυτη προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών και β) η σημαντική ελάφρυνση των δόσεων εξυπηρέτησης της οφειλής και η μείωση της συνολικής αξίας του δανείου για όσους πληρούν τις προϋποθέσεις, με βάση τα όσα προβλέπει το άρθρο 15 του σχετικού σχεδίου νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή.
Σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών που βρίσκονται σε εξέλιξη, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης επεσήμανε πως η επιτυχής ολοκλήρωση τους θα σημάνει την έναρξη μιας νέας περιόδου, στο πλαίσιο της οποίας οι προτεραιότητες που πρέπει να τεθούν είναι η ενίσχυση της παροχής ρευστότητας στην οικονομία και η μείωση του κόστους χρήματος για καταναλωτές και επιχειρήσεις. Παράλληλα η επίλυση του προβλήματος των «κόκκινων δανείων» των επιχειρήσεων απαιτείται να συνοδευτεί από μια νέα πολιτική χορηγήσεων που θα στηρίζει την απασχόληση και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας διαμορφώνοντας ταυτόχρονα ένα νέο πρότυπο επιχειρηματικότητας.
Ο κ. Δραγασάκης υποστήριξε, ακόμη, πως στην παρούσα συγκυρία είναι ανάγκη να προωθηθεί ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης των τραπεζών που θα χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη διαφάνεια και δημόσια λογοδοσία.