Με ρυθμό 3,5% θα τρέξει η παγκόσμια οικονομία το 2017
Την εκτίμηση ότι η παγκόσμια οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 3,5% του ΑΕΠ το 2017, από 3,1% το 2016 και θα επεκταθεί περαιτέρω κατά 3,6% το 2018 διατυπώνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην έκθεσή του για τις Παγκόσμιες Οικονομικές Προοπτικές (World Economic Outlook) που παρουσιάσθηκε την Τρίτη από τον επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ Μορίς Όμπσφελντ στο πλαίσιο της Εαρινής Συνόδου του Ταμείου στην Ουάσιγκτον.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ οι αναπτυγμένες οικονομίες θα αναπτυχθούν κατά 2% το 2017 και το 2018, από 1,7% του ΑΕΠ το 2016. Η οικονομία των ΗΠΑ αναμένεται να σημειώσει ανάπτυξη 2,3% εφέτος και 2,5% το 2018, αισθητά μεγαλύτερη από το 1,6% του 2016. Η οικονομία της ευρωζώνης αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 1,7% εφέτος και κατά 1,6% το 2018, με την γερμανική οικονομία να σημειώνει το 2017 ρυθμούς ανάπτυξης 1,6% και το 2018 να επιβραδύνει στο 1,5% του ΑΕΠ.
Η γαλλική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί κατά 1,4% το 2017 και κατά 1,6% το 2018, ενώ η ιταλική οικονομία αναμένεται τόσο εφέτος όσο και το 2018 να επεκταθεί με οριακούς ρυθμούς ανάπτυξης 0,8%. Παρά το Brexit το ΔΝΤ εκτιμά πως η Βρετανία θα αναπτυχθεί κατά 2% το 2017 και κατά 1,5% το 2018. Για την Ιαπωνία αναμένει ανάπτυξη 1,2% εφέτος, αλλά σαφή υποχώρηση του αναπτυξιακού ρυθμού στο 0,6% του ΑΕΠ το 2018.
Για την Κίνα το Ταμείο προβλέπει πως θα αναπτυχθεί κατά 6,6% εφέτος, οριακά χαμηλότερα από το 6,7% του 2016, ενώ το 2018 θα επεκταθεί με ρυθμό 6,2%. Για τη Ρωσία αναμένει πως τόσο εφέτος, όσο και το 2018 το ΑΕΠ της χώρας θα αυξηθεί με ρυθμό 1,4%.
Παρουσιάζοντας τα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης ο Μορίς Όμπσφελντ τόνισε πως αν και οι δείκτες εμπιστοσύνης είναι ήδη σε σχετικά υψηλά επίπεδα, η καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη στις ανεπτυγμένες οικονομίες θα μπορούσε να αυξηθεί περαιτέρω. Επεσήμανε πάντως πως η παγκόσμια οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει αντιξοότητες, δεδομένου ότι η αύξηση της παραγωγικότητας παραμένει υποτονική, κάτι που φαίνεται πιθανό να συνεχιστεί για κάποιο χρονικό διάστημα.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ ανέφερε πως μια σειρά από αβεβαιότητες πηγάζουν από τις μακροοικονομικές πολιτικές σε ΗΠΑ και Κίνα.
Όπως υποστήριξε, αν και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη ξεκινήσει τη νομισματική εξομάλυνση προπορευόμενη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ιαπωνίας, οι οποίες ακόμη δεν εξετάζουν αυξήσεις επιτοκίων, ωστόσο την ίδια στιγμή, η δημοσιονομική πολιτική στις ΗΠΑ εκτιμάται πως θα παραμείνει επεκτατική για τα επόμενα δύο χρόνια.
«Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι πληθωρισμός και ταχύτερη του αναμενομένου αύξηση των επιτοκίων, κάτι που θα πυροδοτήσει απότομη ανατίμηση του δολαρίου και πιθανές δυσκολίες για τις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες», είπε ο Μορίς Όμπσφελντ.
Για την Κίνα προειδοποίησε πως η ανάπτυξη της ασιατικής οικονομίας έχει παραμείνει εξαρτημένη από την εγχώρια πιστωτική επέκταση, η οποία κινείται τόσο γρήγορα που μπορεί να προκαλέσει προβλήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στο μέλλον. «Τα προβλήματα αυτά θα μπορούσαν, με τη σειρά του, εξαπλωθούν και σε άλλες χώρες», είπε το ανώτατο στέλεχος του ΔΝΤ.
Ο Όμπσφελντ δεν παρέλειψε να αναφερθεί στον «πολιτικό σκεπτικισμό» που παρατηρείται τελευταία στα ζητήματα της διεθνούς οικονομικής ολοκλήρωσης, εννοώντας τον προστατευτισμό που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση Τράμπ. «Ο προστατευτισμός, ο αγώνας του καθενός εναντίον όλων, θα οδηγούσε όλες τις χώρες σε χειρότερη θέση», ανέφερε και υπογράμμισε πως απαιτείται μια ανανεωμένη πολυμερής διακρατική δέσμευση για τη στήριξη του διεθνούς εμπορίου που θα οδηγεί σε μια πιο δίκαιη ανακατανομή των κερδών.
Ο ίδιος ξεκαθάρισε πως αν και η παγκόσμια οικονομία μπορεί να κερδίζει έδαφος, «δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι έχουμε εξέλθει από το δάσος». Ενδεικτικά σημείωσε πως αν και οι αποπληθωριστικές πιέσεις έχουν γενικά υποχωρήσει, η χαλαρή νομισματική πολιτική θα πρέπει να συνεχίσει, όπου ο πληθωρισμός παραμένει πεισματικά κάτω από τους στόχους. Ομοίως, συνέστησε να ληφθούν φορολογικά μέτρα φιλικά προς την ανάπτυξη, ιδίως όπου υπάρχουν δημοσιονομικά περιθώρια, ώστε να αυξηθεί η ζήτηση, να τροφοδοτηθεί η προσφορά και να υπάρξει μείωση των εξωτερικών ανισορροπιών.
«Όλες οι χώρες έχουν ευκαιρίες για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που μπορούν να αυξήσουν το δυνητικό τους προϊόν, καθώς και την αντοχή τους σε κραδασμούς», ανέφερε χαρακτηριστικά.