Στο Μεσοπρόθεσμο 2018- 2021 τα επώδυνα μέτρα της δεύτερης αξιολόγησης
Στις 21 Απριλίου θα γίνει γνωστό από την Ελληνική Στατιατική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) το ύψος στο οποίο έκλεισε το πρωτογενές πλεόνασμα του 2016. Ανεπίσημες πληροφορίες το τοποθετούν στο 3,8% του ΑΕΠ, μέγεθος επταπλάσιο του αρχικού στόχου (0,5%).
Στις 24 Απριλίου η Eurostat θα πιστοποιήσει τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το πλεόνασμα τα οποία εν συνέχεια θα χρησιμοποιηθούν ως η επίσημη βάση αναφοράς τόσο για το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχεδιασμό, όσο και για τη μεσοπρόθεσμη ελαφρύνση του χρέους.
Οι εκπρόσωποι των θεσμών αναμένονται στην Αθήνα στις 24 Απριλίου και θα παραμείνουν για όσο απαιτηθεί ώστε να κλείσουν οι λεπτομέρειες της τεχνικής συμφωνίας (Staff Level Agreement).
Η τεχνική συμφωνία θα προβλέπει ως προαπαιτούμενο το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής για την περίοδο 2018-2021 το οποίο θα συνταχθεί με βάση τα οριστικά δημοσιονομικά μεγέθη του 2016.
Ο νόμος για το Μεσοπρόθεσμο 2018- 2021 θα καταστεί το πρώτο κείμενο που θα ψηφιστεί από τη Βουλή και θα αναφέρεται ρητά στην υποχρέωση επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος άνω του 3,5%μετά το 2018, δεδομένου ότι η συμφωνία του Αυγούστου του 2015 δεν εμπεριείχε συγκεκριμένη αναφορά.
3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2023
Σύμφωνα με πληροφορίες που δεν έχουν διαψευστεί από την κυβέρνηση η νέα συμφωνία με τους δανειστές προβλέπει πως η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2023. Δηλαδή για έξι συνεχόμενα έτη, αρχής γενομένης του 2018. Ωστόσο, λόγω της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης τόσο του 2016, όσο και του 2017 ο συνολικός χρόνος που η Ελλάδα στην πραγματικότητα θα έχει τέτοιου ύψους πλεονάσματα, θα είναι οκτώ έτη και όχι έξι έτη.
Σύμφωνα με τα ευρήματα ερευνών του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ, ακαδημαϊκών και think tanks όπως το Peterson Institute for International Economics (PIIE) η πιθανότητα μια χώρα με υψηλό χρέος σαν την Ελλάδα να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για έξι χρόνια είναι περίπου 50%. Για κάθε δε χρόνο μετά την παρέλευση της εξαετίας οι πιθανότητες μειώνονται περεταίρω.
Είναι ενδεικτικό πως μελέτη του καθηγητή Barry Eichengreen του Πανεπιστημίου Berkeley της Καλιφόρνιας και του καθηγητή Ugo Panizza του πανεπιστημίου της Γενεύης που εξετάζει τις δημοσιονομικές επιδόσεις 48 προηγμένων και αναδυόμενων οικονομιών κατά την περίοδο 1955 – 2015 δείχνει πως υπάρχει 40% πιθανότητα μια χώρα να σημειώσει πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ για έξι συνεχόμενα χρόνια, ενώ η πιθανότητα να καταγράψει πρωτογενές πλεόνασμα 5% του ΑΕΠ για έξι συνεχόμενα χρόνια είναι χαμηλότερη από 10%. Η δε διεθνής εμπειρία δεν υποστηρίζει οιαδήποτε πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής που να προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 3,5% για περισσότερα από τρία με τέσσερα χρόνια σε συνεχή βάση και για περισσότερα από επτά χρόνια κατά μέσο όρο.