ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πώς το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 απειλεί το ελληνικό πρόγραμμα

Πώς το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα του 2016 απειλεί το ελληνικό πρόγραμμα
REUTERS/John Kolesidis

Μπορεί η κυβέρνηση να πανηγυρίζει για την επίτευξη του «θηριώδους» πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016, το οποίο σύμφωνα με αναφορές από το υπουργείο Οικονομικών κινείται κοντά στο 3,8% του ΑΕΠ, δηλαδή σε επίπεδα επταπλάσια του στόχου του Μνημονίου (0,5%), ωστόσο αυτή η «πρόωρη» δημοσιονομική υπεραπόδοση που στηρίχτηκε στην αύξηση της άμεσης και έμμεσης φορολογίας και στην μείωση των συντάξεων, έρχεται να αποτελέσει την «Αχίλλειο πτέρνα» του ελληνικού προγράμματος μεσοπρόθεσμα, δεδομένου ότι η κόπωση που επιφέρει στην οικονομία αναμένεται να δυσκολεύσει την διατήρηση των υψηλών πλεονασμάτων για το διάστημα μετά το 2018.

Με τα μέτρα ύψους 3,6 δισ. ευρώ που συνομολόγησαν με τους δανειστές στη Μάλτα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ θα έχει επιβαρύνει στους 28 περίπου μήνες της διακυβέρνησης της του Έλληνες πολίτες με μέτρα που ξεπερνούν αθροιστικά τα 13,5 δισ. ευρώ.

Αυτό που έχει αποδειχθεί στην πράξη είναι ότι τα μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είτε αφορούν σε παρεμβάσεις στο σκέλος των εσόδων, είτε σε παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών υπεραποδίδουν δημοσιονομικά και τελικά προκύπτει μεγαλύτερο αποτέλεσμα από το προσδοκώμενο. Βέβαια αυτό έχει υφεσιακές επιπτώσεις, καθώς τα μέτρα λιτότητας που έχουν ληφθεί και τα οποία δεν είναι ορθά υπολογισμένα ως προς τη δημοσιονομική του απόδοση -πχ. οι αυξήσεις στους έμμεσους φόρους και οι περικοπές συντάξεων- «ροκανίζουν» τη δυναμική της ανάπτυξης.

Στα μέσα του 2015 στο πλαίσιο του νέου Μνημονίου η κυβέρνηση ψήφισε δημοσιονομικά μέτρα ονομαστικού ύψους 4,35 δισ. ευρώ. Αυτά απέδωσαν δημοσιονομικά περισσότερα του αναμενομένου με αποτέλεσμα η Ελλάδα να καταγράψει πρωτογενές πλεόνασμα 0,7% του ΑΕΠ, επίδοση που ήταν καλύτερη του στόχου του προϋπολογισμού που προέβλεπε έλλειμμα 0,25%.

Για το 2016 η κυβέρνηση ψήφισε επιπρόσθετες παρεμβάσεις σε φόρους και δαπάνες συνολικού ύψους 1,4 δισ. ευρώ. Και αυτές απέδωσαν περισσότερο, με αποτέλεσμα το πρωτογενές πλεόνασμα να ανέλθει περίπου στο 3,8% του ΑΕΠ, επίδοση που ήταν αισθητά καλύτερη του στόχου που αφορούσε σε πρωτογενές πλεόνασμα 0,50% του ΑΕΠ (στις 21 Απριλίου η Ελληνική Στατιστική Αρχή θα ανακοινώσει τις προκαταρκτικές τις εκτιμήσεις για την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών της Ελλάδος το 2016 και τη Δευτέρα 24 Απριλίου θα ακολουθήσει η Eurostat).

Για το 2017 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη ψηφίσει μέτρα συνολικού ύψους 4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 3,05 δισ. ευρώ αφορούν σε παρεμβάσεις στο σκέλος των εσόδων και τα 960 εκατ. ευρώ σε παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών. Αν και εφέτος το πρωτογενές πλεόνασμα θα πρέπει να ανέλθει στο 1,75% του ΑΕΠ βάσει Μνημονίου, ωστόσο όλοι , ακόμη και το ΔΝΤ, αναμένουν επίδοση που θα είναι κοντά στο 3,5% του ΑΕΠ, δηλαδή όσος είναι ο στόχος για το 2018.

Πλέον με τη συμφωνία της Μάλτας η κυβέρνηση θα ψηφίσει μέσα στο Μάιο νέα μέτρα ύψους 3,6 δισ. ευρώ για τη διετία 2019-2020 με στόχο το πρωτογενές πλεόνασμα να διατηρηθεί τα εν λόγω έτη στο 3,5% του ΑΕΠ. Αυτά τα μέτρα θα έρθουν να επιβαρύνουν δυσβάστακτα κυρίως τα νοικοκυριά και σε μικρότερο βαθμός τις επιχειρήσεις.

Τα παλιά πλεονάσματα «ροκανίζουν» τα νέα

Σύμφωνα με πληροφορίες που δεν έχουν διαψευστεί από την κυβέρνηση η νέα συμφωνία με τους δανειστές προβλέπει πως η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2023. Δηλαδή για έξι συνεχόμενα έτη, αρχής γενομένης του 2018. Ωστόσο, λόγω της δημοσιονομικής υπεραπόδοσης τόσο του 2016, όσο και του 2017 ο συνολικός χρόνος που η Ελλάδα στην πραγματικότητα θα έχει τέτοιου ύψους πλεονάσματα, θα είναι οκτώ έτη και όχι έξι έτη.

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα... Σύμφωνα με τα ευρήματα ερευνών του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ, ακαδημαϊκών και think tanks όπως το Peterson Institute for International Economics (PIIE) η πιθανότητα μια χώρα με υψηλό χρέος σαν την Ελλάδα να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ για έξι χρόνια είναι περίπου 50%. Για κάθε δε χρόνο μετά την παρέλευση της εξαετίας οι πιθανότητες μειώνονται περεταίρω.

Είναι ενδεικτικό πως μελέτη του καθηγητή Barry Eichengreen του Πανεπιστημίου Berkeley της Καλιφόρνιας και του καθηγητή Ugo Panizza του πανεπιστημίου της Γενεύης που εξετάζει τις δημοσιονομικές επιδόσεις 48 προηγμένων και αναδυόμενων οικονομιών κατά την περίοδο 1955 – 2015 δείχνει πως υπάρχει 40% πιθανότητα μια χώρα να σημειώσει πρωτογενές πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ για έξι συνεχόμενα χρόνια, ενώ η πιθανότητα να καταγράψει πρωτογενές πλεόνασμα 5% του ΑΕΠ για έξι συνεχόμενα χρόνια είναι χαμηλότερη από 10%. Η δε διεθνής εμπειρία δεν υποστηρίζει οιαδήποτε πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής που να προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα άνω του 3,5% για περισσότερα από τρία με τέσσερα χρόνια σε συνεχή βάση και για περισσότερα από επτά χρόνια κατά μέσο όρο.

Υπό το πρίσμα αυτό η κυβερνητική επιλογή για εμπροστοβαρή δημοσιονομική προσαρμογή ήδη από το 2015 έρχεται να θέσει σοβαρά εμπόδια στη μελλοντική δημοσιονομική προσπάθεια. Αυτό διότι η ελληνική οικονομία θα «εξαντληθεί» τόσο με την τριετή καταγραφή πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2018 και πολύ περισσότερο με τη δημοσιονομική πορεία που τις επιβάλλεται για μετά το 2018 και έως το 2023. Μια πορεία που η συνεχιζόμενη λιτότητα θα συνοδεύεται νομοτελειακά από διαρκή μέτρα, από χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης -αν όχι ύφεση- και κυρίως από πολιτική αστάθεια.

Στη βάση αυτή άλλωστε το ΔΝΤ διατυμπανίζει τα τελευταία δυο έτη σε όλους του τόνους πως η Ελλάδα χρειάζεται μεσοπρόθεσμα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ και μεγαλύτερη ελάφρυνση χρέους από αυτή που είναι διατεθειμένη να προσφέρει η ζώνη του ευρώ.