ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αμετακίνητοι σε όλα οι δανειστές - Όλα τα σενάρια για αφορολόγητο και ΕΝΦΙΑ

Αμετακίνητοι σε όλα οι δανειστές -  Όλα τα σενάρια για αφορολόγητο και ΕΝΦΙΑ
REUTERS/ YVES HERMAN

Περιθώριο δύο εβδομάδων έχουν κυβέρνηση και θεσμοί προκειμένου να προχωρήσουν σε συμφωνία σε τεχνικό επίπεδο για τη δεύτερη αξιολόγηση έως τις 7 Απριλίου και το Eurogroup της Μάλτας, κάτι που θα επιτρέψει στους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης να κάνουν το επόμενο βήμα και να συζητήσουν στο Eurogroup της 22ας Μαΐου τις παρεμβάσεις που ζητά το ΔΝΤ για το χρέος και τα πλεονάσματα.

Κυβέρνηση και θεσμοί δεν μπόρεσαν στη διαπραγμάτευση των Βρυξελλών να γεφυρώσουν τις διαφορές στα ζητήματα των εργασιακών και της πώλησης μονάδων της ΔΕΗ, ενώ συγκλίσεις υπήρξαν σε φορολογία και ασφαλιστικό. Η ελληνική διαπραγματευτική ομάδα κατέθεσε παραλλαγές συμβιβαστικών λύσεων στους Ντέλια Βελκουλέσκου (ΔΝΤ), Ντέκλαν Κοστέλο (Ευρωπαϊκή Επιτροπή), Φραντσέσκο Ντρούντι (ΕΚΤ) και Νικόλα Τζιαμαρόλι (ESM) για τα εργασιακά και την απελευθέρωση της αγοράς ρεύματος που δεν έγιναν όμως αποδεκτές.

Αν και το οικονομικό επιτελείο δέχθηκε στις συζητήσεις των Βρυξελλών τα επιχειρήματα των θεσμών για την καταδικαστική σε βάρος της χώρας μας απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τον λιγνίτη (εμπόδιο στην πρόσβαση τρίτων), ωστόσο ζήτησε από την πλευρά του να καταστεί σεβαστή η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τις ομαδικές απολύσεις και ο σεβασμός του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε σχέση με την υπερίσχυση των κλαδικών έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων.

ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και ESM επιμένουν στην πώληση μονάδων της ΔΕΗ, ζήτημα στο οποίο η κυβέρνηση αντιστέκεται σθεναρά υποστηρίζοντας πως μέσω των ήδη διενεργούμενων δημοπρασιών ενέργειας η απελευθέρωση της αγοράς εξυπηρετείται. Οι δανειστές ωστόσο επιμένουν πως εάν τον Ιούνιο καταδειχτεί πως οι δημοπρασίες ρεύματος δεν έχουν φέρει τα αναμενόμενα ως προς την επίτευξη των στόχων μείωσης του μεριδίου της ΔΕΗ αποτελέσματα, τότε από τον Ιούλιο και μετά θα δρομολογηθεί η πώληση του 40% του λιγνιτικού και υδροηλεκτρικού δυναμικού της ΔΕΗ. Στην περίπτωση αυτή μέχρι το Νοέμβριο 2017 θα πρέπει να έχει γίνει ο διαγωνισμός και να έχουν κατατεθεί από τους υποψηφίους οι προσφορές εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ώστε η αγοραπωλησία των μονάδων να ολοκληρωθεί μέχρι το Μάρτιο του 2018.

Στο μέτωπο των εργασιακών η υπουργός Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου ήταν ανυποχώρητη στις κυβερνητικές θέσεις και δεν δέχθηκε να αποσυνδεθεί το θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, από τον κατώτατο μισθό. Αλλά και από την πλευρά του το ΔΝΤ δεν εισήλθε στη συζήτηση για επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, επέμεινε σε απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων με απλή ανακοίνωση από την πλευρά των εργοδοτών, ζήτησε επαναφορά του λοκάουτ (του δικαιώματος των εργοδοτών να προχωρούν σε ανταπεργία), καθώς και αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο, ώστε να καθίσταται δυσκολότερη η προκήρυξη απεργιών.

Αλλά και στη φορολογία και τις συντάξεις οι συναινέσεις δεν ήρθαν χωρίς αντεγκλήσεις. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης επεδίωξε όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες από τη μείωση του αφορολογήτου στα επίπεδα των 6.000 ευρώ και την κατάργηση των φοροαπαλλαγών από την 1η Ιανουαρίου 2019, ενώ διεκδίκησε και αντίμετρα στο σκέλος της φορολογίας ώστε να καλύψει μέρος των απωλειών μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών.

Με το αφορολόγητο στις 6.000 ευρώ οι άγαμοι και έγγαμοι χωρίς παιδιά θα διαπιστώσουν μια πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση που θα ξεκινάει από τα 220 ευρώ ετησίως και θα φθάνει τα 580 ευρώ ετησίως. Για οικογένειες με ένα παιδί το αφορολόγητο αναμένεται να είναι στα επίπεδα των 6.300 ευρώ, με τον πρόσθετο ετήσιο φόρο να κυμαίνεται από 154 ευρώ έως 564 ευρώ. Ομοίως, για οικογένειες με δύο παιδιά ο πρόσθετος φόρος θα κυμανθεί από 88 έως 548 ευρώ.

Στη βάση αυτή η κυβέρνηση για να ελαφρύνει τα νοικοκυριά ζήτησε ως αντίμετρο ο ΕΝΦΙΑ να μειωθεί από το 2019 και μετά έως και 35% με ιδιαίτερη μέριμνα για νοικοκυριά με χαμηλά εισοδήματα και μεσαίες περιουσίες αντικειμενικής αξίας έως 200.000 ευρώ, κάτι που όμως οι δανειστές δεν δέχτηκαν.

Στο ασφαλιστικό το ΔΝΤ έθεσε το ζήτημα της περικοπής της προσωπικής διαφοράς εφάπαξ από το 2019, με τους εκπροσώπους της ελληνικής πλευράς να φέρεται πως συμφώνησαν στην υπό όρους περικοπή, ζητώντας η εφαρμογή του μέτρου να ισχύσει αρχικά για συνταξιούχους με συντάξεις 700 ευρώ και άνω και η περικοπή των υπολοίπων να γίνει σταδιακά και σε βάθος πενταετίας, αρχής γενομένης από το 2019. Σύμφωνα με την ελληνική πρόταση η μέση σύνταξη των 700 ευρώ και άνω θα μειωθεί περίπου κατά 10% ενώ η περικοπή θα αγγίξει το 30% στις συντάξεις άνω των 1.000-1.200 ευρώ.