ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Υπό πίεση θέτουν το τραπεζικό σύστημα οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση

Οι διαφαινόμενες νέες καθυστερήσεις στην αξιολόγηση μετά το «ναυάγιο» στις συζητήσεις των Βρυξελλών μεταξύ κυβέρνησης και θεσμών έρχονται να ρίξουν βαριά σκιά πάνω από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Ο χρόνος που έχει ήδη χαθεί και συνεχίζει να χάνεται εξαιτίας της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει επηρεάσει σημαντικά τον προγραμματισμό τους, κάνοντας ιδιαίτερα δύσκολη την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί από τον Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό (SSM).

Το πρόβλημα είναι ότι οι τράπεζες βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπες με δανειολήπτες, κυρίως επιχειρηματικών δανείων μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, που δεν «βιάζονται» να ρυθμίσουν τα δάνειά τους αναμένοντας τη θεσμοθέτηση του εξωδικαστικού συμβιβασμού, αλλά και δανειολήπτες που εξαιτίας της οικονομικής ασφυξίας και της έλλειψης ρευστότητας αδυνατούν να καλύψουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις ή χάνουν προηγούμενες ρυθμίσεις τους και ξαναμπαίνουν στο στρατόπεδο των κόκκινων.

Το δεδομένο αυτό έχει οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων των ελληνικών τραπεζών, με τα κόκκινα δάνεια να αυξάνονται ξανά και να έχουν ήδη φτάσει στα 110 δισ. ευρώ, απομακρύνοντας τις τράπεζες από την επίτευξη των στόχων.

Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει τεθεί από τον SSM για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, στο οποίο οι ελληνικές τράπεζες συμφώνησαν με τις εποπτικές Αρχές στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2016, έως το 2019 θα πρέπει να έχουν προχωρήσει σε μείωση των υπολοίπων κατά 38%, διαμορφώνοντας το αναμενόμενο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα 66,7 δισ. ευρώ από 106,9 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, οι ελληνικές τράπεζες έχουν στόχο τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 40,2 δισ. ευρώ, δηλαδή στα 66,7 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, με το μεγαλύτερο ποσοστό υποχώρησης να επιτυγχάνεται τα δύο τελευταία χρόνια της τριετίας.

Ειδικότερα, ο σχεδιασμός προβλέπει τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να έχουν μειωθεί κατά 8,7 δισ. έως και το τέλος του 2017, κατά 14,9 δισ. το 2018 και 16,6 δισ. το 2019, με τη μείωση αυτή να έχει προέλθει κυρίως από τις επιτυχείς ρυθμίσεις δανείων, από διαγραφές, καθώς και σε μικρότερο βαθμό από ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων και μεταβιβάσεις χαρτοφυλακίων.

Κατά τον ίδιο σχεδιασμό, η απομείωσή τους θα γίνει κατά 29% με ρυθμίσεις δανείων (30,8 δισ. ευρώ), 16% από εισπράξεις και ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (17,5 δισ.), 7% από πωλήσεις δανείων σε τρίτους (7,4 δισ.) και 14% από διαγραφές δανείων (13,9 δισ. ευρώ).

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης