ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πώς το QE θα «φρέναρε» τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών

Πώς το QE θα «φρέναρε» τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα των τραπεζών

Η συμμετοχή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι εξαιρετικά σημαντική για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.

Με βάση τις εκτιμήσεις επενδυτικών τραπεζών το μέγιστο θεωρητικό ποσό ελληνικών ομολόγων που θα μπορούσε να αγοραστεί από την ΕΚΤ σε ενδεχόμενο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης εντός του 2017 είναι περίπου 3,9 δισ. ευρώ ή το 11% της τρέχουσας αξίας των κυκλοφορούντων εμπορεύσιμων ομολόγων. Αυτό το ποσό θεωρείται πολύτιμο από τις τραπεζικές διοικήσεις και τους μετόχους των τραπεζών, καθώς θα καλύψει κεφαλαιακές αδυναμίες και κυρίως ζημίες που σχετίζονται με τις συνεχιζόμενες διαγραφές κόκκινων δανείων.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας προχθές στη Γενική Συνέλευση των μετόχων του ιδρύματος, υπογράμμισε πως αν τελικώς δεν καταστεί δυνατή η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο QE η «αβεβαιότητα θα οξυνθεί» και οι επενδυτές θα αποθαρρυνθούν.

Παράλληλα, ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ανέφερε πως η επίτευξη του στόχου μείωσης των «κόκκινων δανείων» κατά σχεδόν 40 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019 τελεί υπό μεγάλη αβεβαιότητα, δεδομένου ότι τον Ιανουάριο υπήρξε επιτάχυνση της εισροής νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και μείωση της ανταπόκρισης των οφειλετών στις προτεινόμενες ρυθμίσεις.

Προβληματισμό δημιουργεί το γεγονός ότι το ήμισυ σχεδόν των δανείων με καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αφορούν σε περιπτώσεις με καθυστέρηση μεγαλύτερη των δύο ετών και σημαντικό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζουν εκ νέου καθυστέρηση. Αυτή δε η εξέλιξη καθιστά δύσκολη την επίτευξη των στόχων του έτους για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 7,6 δισ. ευρώ, αλλά δεν είναι μη αντιστρέψιμη.

Εάν τελικά υπάρξει υπαγωγή των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρική Τράπεζας το όφελος για τις τράπεζες θα είναι διπλό. Αφενός θα αξιοποιήσουν τη ρευστότητα για να καλύψουν ταχύτερα τις «τρύπες» των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στους ισολογισμούς τους, αφετέρου θα ωφεληθούν από τη βελτίωση του κλίματος στην αγορά, καθώς η ψυχολογική ευφορία που θα προκληθεί θα μειώσει συνακόλουθα το ρυθμό εισροής νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.