ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Διπλό χτύπημα από ΔΝΤ – Τελεσίγραφο και στην ευρωζώνη

Διπλό χτύπημα από ΔΝΤ – Τελεσίγραφο και στην ευρωζώνη

Μετά τη συνάντηση που είχε η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ με τη Γερμανίδα καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται πως το ΔΝΤ παραμένει αμετακίνητο. Λίγο μετά τη συνέντευξη του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών στη Wall Street Journal που έδειξε τις προθέσεις του απέναντι στην Ελλάδα, ήρθε άλλο ένα χτύπημα αυτή τη φορά με νέο άρθρο που δημοσιεύεται στο Βlog του ΔΝΤ και το υπογράφει μεταξύ άλλων ο γνωστός επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του ΔΝΤ, Πόουλ Τόμσεν. 

Το «γάντι» στην Γερμανία και την Ευρωζώνη τόσο για το θέμα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους όσο και για το θέμα των πρωτογενών πλεονασμάτων της Ελλάδος ρίχνει το ΔΝΤ, στον απόηχο σημερινών δηλώσεων του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν στην Wall Street Journal ότι «η ελληνική κρίση είναι κυρίως πρόβλημα της Ευρώπης». Τα σχόλιά του Μνούτσιν, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μίλησαν την Τρίτη με την Κριστίν Λαγκάρντ για την Ελλάδα, καταδεικνύουν ότι η κυβέρνηση Τράμπ θα ενθαρρύνει το Ταμείο να κρατήσει σκληρή γραμμή στο ζήτημα της Ελλάδας, απέχοντας από ένα τρίτο σχέδιο διάσωσης στο άμεσο μέλλον.

ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ

Σε άρθρο που αναρτήθηκε σήμερα το βράδυ στο Blog του Ταμείου και υπογράφεται από τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τομέα του ΔΝΤ Πόουλ Τόμσεν, τον Διευθυντή του Τομέα Αναλύσεων Μορίς Όμπσφελντ και τον επικεφαλής του Νομικού Τμήματος του ΔΝΤ Σόν Χέγκαν ξεκαθαρίζεται με πως για να μπει το Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα θα απαιτηθεί μια εμπροστοβαρής, αξιόπιστη και πλήρως καταγεγραμμένη διαδικασία ελάφρυνσης του χρέους, η οποία θα σχετίζεται με ρεαλιστικούς στόχους πολιτικής και κυρίως με πρωτογενή πλεονάσματα που θα είναι σε επίπεδα που θα βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους με την πάροδο του χρόνου και δεν θα είναι σε επίπεδα που θα διαταράσσουν την οικονομία.

Το άρθρο που τιτλοφορείται «Η ενασχόληση με το δημόσιο χρέος -Η Προοπτική του ΔΝΤ» αναφέρει πως υπάρχουν περιπτώσεις όπου το επίπεδο του δημοσίου χρέους είναι τόσο υψηλό ώστε να καθίσταται μη βιώσιμο, δηλαδή το χρονοδιάγραμμα εξυπηρέτηση του χρέους υπερβαίνει την ικανότητα του κράτους να το εξυπηρετήσει, ακόμη και αν εφαρμόζεται ένα ισχυρό πρόγραμμα προσαρμογής ή αν παρέχεται μια σημαντική οικονομική στήριξη όπως αυτή που χορηγεί το ΔΝΤ.

«Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι εφικτό, είτε πολιτικά είτε οικονομικά, το πρόβλημα να λυθεί μέσω της περαιτέρω σύσφιξης του ζωναριού (belt tightening)», σημειώνουν σχετικά και συνεχίζουν: «Οποιαδήποτε αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους πρέπει να συνοδεύεται από ρεαλιστικές παραδοχές, παρά από «ηρωικές» παραδοχές (σ.σ. το Ταμείο έχει χαρακτηρίσει έτσι τις προσπάθειες των Ελλήνων για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα) σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης, λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα ότι οι οικονομίες συχνά απαιτούν περισσότερο χρόνο για να ανακάμψουν από κρίσεις από ό, τι αρχικά αναμενόταν»

Στη βάση αυτή οι συντάκτες του άρθρου αποσαφηνίζουν πως όταν το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο, το νομικό πλαίσιο του ΔΝΤ αποκλείει την παροχή οικονομικής στήριξης, εκτός εάν το πρόγραμμα περιλαμβάνει ειδικά μέτρα, - όπως συνήθως αναδιάρθρωση χρέους -που αντιμετωπίζουν αξιόπιστα το πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους σε μεσοπρόθεσμη περίοδο.

Ποιο είναι το σκεπτικό για τη συγκεκριμένη απαίτηση; Όπως τονίζεται σχετικά, «ένα πρόγραμμα που αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει το δυσβάσταχτο χρέος είναι πιθανό να επιδεινώσει τα προβλήματα, διότι θα δημιουργήσει περαιτέρω αβεβαιότητα σχετικά με το μέλλον του κράτους μέλους». Στην ίδια βάση προστίθεται κάτι που έγινε αντιληπτό στην ελληνική κρίση: Η αβεβαιότητα που δημιουργεί το μεγάλος απόθεμα χρέους επηρεάζει την πολιτική στήριξη στις μεταρρυθμίσεις, καθώς οι πολίτες μπορεί να θεωρήσουν πως οι θυσίες τους, γίνονται κατά κύριο λόγο για το όφελος των πιστωτών.

Όπως σημειώνουν οι Τόμσεν, Όμπσφελντ και Χέγκαν η αβεβαιότητα που δημιουργείται από ένα άλυτο πρόβλημα χρέους μπορεί επίσης να αποτρέψει νέες επενδύσεις στην οικονομία, και ως εκ τούτου εμποδίζει την ανάκαμψη από την οποία εξαρτάται η επιτυχία του προγράμματος. «Εκτός εάν το πρόγραμμα παρέχει ένα μονοπάτι ώστε η χώρα να ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές μεσοπρόθεσμα, το Ταμείο δεν θα είναι σε θέση να πει ότι το πρόγραμμα αυτό αντιμετωπίζει τα βασικά προβλήματα του κράτους με ουσιαστικό τρόπο», σημειώνεται στο Blog.

Περιγράφοντας εν πολλοίς την ελληνική περίπτωση τα στελέχη του ΔΝΤ σημειώνουν πως η αξιολόγηση της βιωσιμότητας όσον αφορά στην ικανότητα μιας χώρας να αποκαταστήσει την πρόσβαση αγορές είναι σχετική όταν η χώρα είναι μέλος μιας νομισματικής ένωσης. «Εκτός αν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες που προβλέπουν δημοσιονομικές μεταβιβάσεις μεταξύ των μελών της νομισματικής ένωσης, η χώρα δεν δύναται να επιλύει με βιώσιμο τρόπο τα προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών εφ 'όσον πρέπει να εξαρτάται για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από την υποστήριξη των άλλων μελών της Ένωσης», αναφέρουν σχετικά.

Στο σημείο αυτό ξεκαθαρίζουν πως το Ταμείο είναι εκείνο που καθορίζει εάν ένα χρέος είναι βιώσιμο ή όχι και κανένας άλλος. «Επειδή η ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους του ΔΝΤ είναι κεντρικής σημασίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων του Ταμείου το έργο αυτό είναι ευθύνη του ΔΝΤ. Μας απαγορεύεται να το αναθέσουμε σε κάποιον άλλο», σημειώνεται σχετικά και υπογραμμίζεται πως το ΔΝΤ χρησιμοποιεί δύο κύριες μεθοδολογίες για να εκτιμήσει κατά πόσον το χρέος είναι βιώσιμο.

Η πρώτη μεθοδολογία ρωτά αν, μέχρι το τέλος του προγράμματος του ΔΝΤ και με το χρέος εξυπηρετείται με τους αρχικούς όρους, οι δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ θα είναι αρκετά χαμηλοί ή σε μια αρκετά σαφή πτωτική πορεία για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πιστωτών και να επιτραπεί στην εκάστοτε κυβέρνηση να ξαναβγεί στις αγορές. Η δεύτερη μεθοδολογία, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν το χρέος έχει μακρά περίοδο ωρίμανσης και ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, απαντά στο ερώτημα εάν οι ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για την πληρωμή τόκων και κεφαλαίου μπορούν εύλογα να καλυφθούν από την έξοδο της χώρας στις αγορές.

Στο σημείο αυτό τα στελέχη του ΔΝΤ αναφέρουν πως το Ταμείο είναι εκείνο που αποφασίζει για το ύψος των πλεονασμάτων που αρμόζουν στην σχετική άσκηση διαχείρισης του χρέους.«Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό στις προβλέψεις μας για την δυνατότητα της αποπληρωμής του χρέους, να μπορούμε ρεαλιστικά να καθορίζουμε τα πρωτογενή πλεονάσματα σε επίπεδα που βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του χρέους με την πάροδο του χρόνου, παρά σε επίπεδα που θα διαταράξουν την οικονομία τόσο σοβαρά που τα φορολογικά έσοδα στην πραγματικότητα υα υποχωρήσουν και οι δημοσιονομικοί στόχοι θα εγκαταλειφθούν. Ως εκ τούτου η κρίση μας θα βασιστεί τόσο στις συνθήκες της χώρας όσο και στην εκτεταμένη εμπειρία μας. Το πλαίσιο του Ταμείου απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι κίνδυνοι για την εφαρμογή του προγράμματος, όσο και οι οικονομικές προβλέψεις», αναφέρουν χαρακτηριστικά..

Για παράδειγμα, θέτουν τόσο την πρόσφατη περίπτωση της Ουκρανίας, όπου οι πιστωτές συμφώνησαν σε σημαντικές περικοπές προκειμένου να μειωθεί το χρέος σε ένα βιώσιμο επίπεδο, αλλά και την περίπτωση των εν εξελίξει συζητήσεων με την Ελλάδα, όπου το Ταμείο έχει βρει ως πιο κατάλληλο το πλαίσιο που εστιάζει στις ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, λόγω κυρίως του οι εταίροι της Ελλάδος στη ζώνη του ευρώ έχουν επιλέξει να παράσχουν ελάφρυνση του χρέους μέσω μιας πολύ σημαντικής επέκταση των προθεσμιών εξόφλησης και μείωσης των επιτοκίων, και όχι μέσω εμπροστοβαρών κουρεμάτων χρέους.

Όπως αναφέρουν , όταν το χρέος κρίνεται μη βιώσιμο, υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορεί να προχωρήσει η αναγκαία μείωση του χρέους. Σε περίπτωση που οι υπό αναδιάρθρωση οφειλές είναι απαιτήσεις που διακρατούνται από τον ιδιωτικό τομέα, η αναδιάρθρωση του χρέους συνήθως εφαρμόζεται κατά την έναρξη του προγράμματος ή τίθεται ως προαπαιτούμενο στην πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος. Όταν τα δάνεια ανήκουν σε επίσημους πιστωτές, η προσέγγιση μπορεί να διαφέρει. Για παράδειγμα, αν το χρέος αναδιαρθρωθεί υπό την αιγίδα της Λέσχης του Παρισιού, οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις για μείωση του χρέους αναλαμβάνονται διμερώς από κάθε κράτος πιστωτή κατά την έναρξη του προγράμματος και οι δεσμεύσεις αυτές στη συνέχεια υλοποιούνται μέσω της τροποποίησης των επιμέρους δανειακών συμβάσεων.

Στο σημείο αυτό οι συντάκτες του άρθρου σημειώνουν πως μπορεί να υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι επίσημες πιστωτές προτιμούν να συνδέσουν την ελάφρυνση του χρέους με την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος. «Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να δικαιολογείται, για παράδειγμα, όπου υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με το ιστορικό οικονομικής προσαρμογής ενός μέλους. Σε αυτές τις περιπτώσεις ωστόσο, η δέσμευση για την αναγκαία ελάφρυνση του χρέους- αν και εξαρτάται από την υλοποίηση του προγράμματος-θα πρέπει να γίνεται στην αρχή του προγράμματος και θα πρέπει να είναι αρκετά αξιόπιστη», υπογραμμίζουν με νόημα.

Μάλιστα, αποσαφηνίζουν πως η αξιοπιστία της δέσμευσης θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την εξειδίκευση των όρων μείωσης του χρέους. «Μια υπερβολικά αόριστη δέσμευση θα αυξήσει την αβεβαιότητα στις αγορές υπονομεύοντας έτσι τις πιθανότητες επιτυχίας του προγράμματος. Επιπλέον, ενώ μπορούμε να συμφωνήσουμε στη σύνδεση της ελάφρυνση του χρέους με την επίτευξη ειδικών στόχων πολιτικής, οι στόχοι πρέπει να είναι ρεαλιστικοί προκειμένου η στρατηγική του χρέους να παραμείνει αξιόπιστη», αναφέρουν σχετικά.

Στη σημείο αυτό τα στελέχη του ΔΝΤ αναφέρονται και στη βούληση του εκάστοτε κράτους. Αν και απαιτείται η ελάφρυνση χρέους, προκειμένου το Ταμείο να δανείσει, η απόφαση για την μείωση του χρέους παραμένει μια απόφαση του κράτους. «Έτσι, σε περιπτώσεις όπου επιδιώκεται η ελάφρυνση του χρέους, οι διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα μεταξύ του κράτους και των πιστωτών του, παρόλο που το Ταμείο συνήθως καλείται να εξηγήσει τη βάση για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους. Όπου είναι δυνατόν, το Ταμείο ενθαρρύνει τα κράτη να αναδιαρθρώνουν τα μη βιώσιμα χρέη τους χωρίς χρεοκοπία, η οποία θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα αποδιοργανωτική», αναφέρουν..

Καταλήγοντας οι Τόμσεν, Όμπσφελντ και Χέγκαν αναφέρουν πως όταν τα κρατικά χρέη είναι μη βιώσιμα, εκτός από την περίπτωση που υπάρχει διαθέσιμη χρηματοδότηση, η ελάφρυνση του χρέους σε κάποιο βαθμό, σε συνδυασμό με ένα ισχυρό, αλλά αξιόπιστο πρόγραμμα προσαρμογής, είναι το μόνο μέσο για προκύψει το καλύτερο από μια κακή κατάσταση. «Προσποιούμενοι ότι μη βιώσιμα χρέη μπορούν να αποπληρωθούν αυτό υποσκάπτει την αποτελεσματικότητα των προσπαθειών προσαρμογής του οφειλέτη, οδηγώντας τελικά όλους τους εμπλεκομένους στο να χάσουν περισσότερα από ό, τι αν είχαν αντιμετωπίσει εγκαίρως τα γεγονότα», υποστηρίζουν χαρακτηριστικά τα στελέχη του Ταμείου, περνώντας έτσι όλα τα μηνύματα σε Γερμανία και Ευρωζώνη.

Το σχετικό άρθρο δείχνει πως η επιστροφή της επικεφαλής του ΔΝΤ για την Ελλάδα Ντέλια Βελκουλέσκου στην Αθήνα για τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση θα γίνει με όρους ΔΝΤ, όχι μόνον σε σχέση με τις διαθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και σε σχέση με τα πλεονάσματα και την αναδιάρθρωση του χρέους.