Η έκθεση του ΔΝΤ και οι όροι που θέτει στην Ελλάδα
Στις κακοδαιμονίες της ελληνικής οικονομίας που δεν αντιμετώπισε το δεύτερο ελληνικό πρόγραμμα στήριξης του ΔΝΤ αναφέρεται απολογιστική έκθεση που θα παρουσιαστεί στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου στις 6 Φεβρουαρίου.
Η έκθεση, την οποία παρουσιάζει η «Καθημερινή της Κυριακής», έχει ως βασικό σκοπό να αξιολογήσει το δεύτερο Μνημόνιο, ωστόσο παράλληλα περιγράφονται διασταλτικά και οι όροι κάτω από τις οποίες το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει και στο νέο ελληνικό πρόγραμμα.
Να σημειωθεί πως η εν λόγω έκθεση είναι η δεύτερη έκθεση που θα εισαχθεί προς συζήτηση στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του ΔΝΤ και αφορά στην εκ των υστέρων αξιολόγηΕση του δανειακού προγράμματος που είχε συνομολογήσει το Ταμείο με την Ελλάδα το 2012 και το οποίο ολοκληρώθηκε πρόωρα τον Ιανουάριο του 2016 (Η έκθεση τιτλοφορείται Greece: Ex Post Evaluation of Exceptional Access under the 2012 Stand-By Arrangement).
Η έκθεση αυτή συντάχθηκε από μια ομάδα στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που δεν έχει καμία σχέση με το ελληνικό πρόγραμμα, με επικεφαλής τον Βιτάλι Κραμαρένκο, στέλεχος του Ταμείου που μέχρι πρόσφατα είχε εμπλοκή στα προγράμματα του ΔΝΤ στην Αφρική.
Να σημειωθεί πως αντίστοιχη έκθεση είχε συνταχθεί από το ΔΝΤ και για το πρόγραμμα στήριξης του 2010 και η δημοσιοποίηση της τον Ιούνιο του 2013 είχε αναδείξει τα πρώτα προβλήματα στις σχέσεις Ταμείου – Ευρωπαϊκών Θεσμών, αλλά κυρίως τις ευθύνες του Ταμείου για το ότι χρηματοδότησε το πρόγραμμα εκείνο, χωρίς να έχει διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Συγκεκριμένα, με το κείμενο των 38 σελίδων το οποίο έχει ημερομηνία 24 Ιανουαρίου 2017 και περιήλθε εις γνώσιν και των ευρωπαϊκών θεσμών στις Βρυξέλλες, μπαίνει μια ευρύτερη ατζέντα μεταρρυθμίσεων από την πλευρά του Ταμείου.
Το Ταμείο ζητάει πολύ περισσότερες μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, στις αγορές, στα εργασιακά.
Η ατζέντα που θα τεθεί θα αναφέρει ότι:
1. Οι δεσμεύσεις για την ελάφρυνση του χρέους που θα έχουν ως αποτέλεσμα τη βιωσιμότητά του, χρειάζεται να μπουν από την αρχή του προγράμματος και πρέπει να βασίζονται σε έναν ρεαλιστικό μεσοπρόθεσμο στόχο για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος.
2. Για την οικονομική ανάκαμψη προτεραιότητα πρέπει να έχουν οι μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό τομέα, καθώς η καθυστέρηση της αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων», της δημιουργίας του θεσμικού πλαισίου για τις πτωχεύσεις και τον ορισμό των διοικήσεων των τραπεζών έχει επίπτωση στην ανάκαμψη.
3. Όταν η πολιτική βάση για τις μεταρρυθμίσεις είναι εύθραυστη και δεν υπάρχει ισχυρή κυριότητα του προγράμματος, οι προσδοκίες αλλά και η σχεδίαση του προγράμματος πρέπει να είναι πιο συντηρητικές από την αρχή. Το προσωπικό του ΔΝΤ πρέπει να αντιτάσσεται από τους Ευρωπαίους εταίρους για πιο θετικές προβλέψεις.
4. Για να προχωρήσει η ελληνική οικονομία χρειάζεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής συμμόρφωσης και ανάπτυξη στοχευμένων δικτύων κοινωνικής ασφάλειας. Αυτά είναι τα σημεία που θα κάνουν τις μεταρρυθμίσεις «να έχουν μεγαλύτερη διάρκεια και να είναι περισσότερο κοινωνικά δίκαιες».
5. Η Ελλάδα πρέπει να επανεκκινήσει τις στάσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν στις αγορές προϊόντων, υπηρεσιών, στα εργασιακά, και στα κλειστά επαγγέλματα ώστε να παραμείνει μέλος της Ευρωζώνης. «Κλειδί είναι η διασφάλιση ισχυρής ιδιοκτησίας του προγράμματος», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
6. Βάρος πρέπει να δοθεί στην κοινωνική δικαιοσύνη του προγράμματος. Η έκθεση υποστηρίζει πως το πρόγραμμα δεν ήταν κοινωνικά δίκαιο, παρά τις προσπάθειες του προσωπικού να το κάνει, εγείροντας ανησυχίες για την πολιτική βιωσιμότητα των μέτρων που πάρθηκαν.
7. Θα ήταν σωστό να υπήρχε συγκεκριμένη διαδικασία συνεργασίας του Ταμείου με νομισματικές ενώσεις (όπως το ευρώ) όταν χρειάζεται πρόγραμμα προσαρμογής. Αυτό είναι ένα σημείο που έχει επισημανθεί και σε προηγούμενες εκθέσεις του ΔΝΤ, και τονίζεται η ανάγκη να υπάρχει μια εκ των προτέρων συμφωνία για ανταλλαγή πληροφοριών, για τις τεχνικές αναλύσεις (πολλές φορές οι θεσμοί καταλήγουν με διαφορετικά αποτελέσματα), σχεδιασμό και επικοινωνία του προγράμματος, μεταξύ άλλων. Στην έκθεση αναφέρεται ότι οι εκπρόσωποι από τους τρεις θεσμούς (ΔΝΤ, ΕΚΤ, ΕΕ) θεωρούν ότι «υπάρχει χώρος βελτίωσης της συνεργασίας τους».
Η έκθεση εξάγει ιδιαίτερα ενδιαφέροντα συμπεράσματα και για τους λόγους που το πρόγραμμα βγήκε «εκτός τροχιάς». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ταμείου, η πολιτική αστάθεια υπονόμευσε το πρόγραμμα και το «έθεσε εκτός τροχιάς αντανακλώντας την εύθραυστη κυριότητα και την ισχυρή αντίσταση από τα οργανωμένα συμφέροντα».
Ένα μάλιστα από τα συμπεράσματα που φαίνεται να εξάγει το Ταμείο είναι ότι όταν η πολιτική βάση για μεταρρυθμίσεις είναι εύθραυστη και δεν υπάρχει κυριότητα του προγράμματος τότε οι προσδοκίες και ο σχεδιασμός του προγράμματος πρέπει να είναι διαφορετικά.