ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΙΟΒΕ: Ανάπτυξη 1,5%-2% το 2017

ΙΟΒΕ: Ανάπτυξη 1,5%-2% το 2017

Το ΙΟΒΕ, μέσω της τριμηνιαίας έκθεσής του για την ελληνική οικονομία, διαπιστώνει ότι πέρυσι καταγράφηκε οριακή επέκταση του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, το τελευταίο τρίμηνο του 2016 σημειώθηκε αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,8%, επέκταση η οποία εφόσον πιστοποιηθεί από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οδηγεί σε ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 0,4%.

Το ΙΟΒΕ δεν συμμερίζεται την εκτίμηση του οικονομικού επιτελείου για ρυθμό ανάπτυξης 2,7% το 2017 και προβλέπει επέκταση της τάξεως του 1,5%-2%, αφετέρου επισημαίνει τους κινδύνους. Το γεγονός ότι ένα ενδεχόμενο Grexit ή μια ενδεχόμενη νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν έχει μηδενική πιθανότητα «δηλητηριάζει τις προοπτικές της χώρας και τις επενδυτικές προοπτικές, δεν αφήνει την οικονομία να τρέξει προς τα εμπρός» ανέφερε ο Νίκος Βέττας.

Πέρα από την καταλυτική επίπτωση της άμεσης ή μη ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης, υπάρχει ακόμα μια σειρά παραγόντων ικανών να αλλοιώσουν τις προβλέψεις.

Οι καθυστερήσεις στη ρύθμιση των κόκκινων επιχειρηματικών δανείων αλλά και η αποτρεπτική επίδραση στις όποιες σχεδιαζόμενες επενδύσεις εξαιτίας της αύξησης του φόρου στα νομικά πρόσωπα, τις ασφαλιστικές εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και την άμεση φορολογία συνιστούν βασικές παραμέτρους ανησυχίας. Επιπλέον, αντίρροπες δυνάμεις στην προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ αναμένεται να ασκήσουν οι εισαγωγές, οι οποίες προβλέπεται πως θα αυξηθούν σημαντικά καθώς ο οικονομικός κύκλος θα εισέρχεται σε ανοδική τροχιά, οδηγώντας έτσι σε διαφυγή ΑΕΠ στο εξωτερικό.

Στην έκθεση του ΙΟΒΕ επιχειρείται και μια ερμηνεία της εντυπωσιακής ανάκαμψης 1,8%, η οποία σημειώθηκε το τρίτο τρίμηνο του 2016. Αναφέρεται ότι ένας σημαντικός παράγοντας είναι η χαμηλή βάση σύγκρισης (το ίδιο διάστημα του 2015 συμπίπτει με καθίζηση λόγω capital controls), ενώ μια άλλη παράμετρος αφορά «άσπρισμα μέρους της μαύρης οικονομίας», όπως είπε ο επιστημονικός σύμβουλος του ΙΟΒΕ Αγγελος Τσακανίκας, εξαιτίας της εξ ανάγκης αυξημένης χρήσης του πλαστικού χρήματος. Τα στοιχεία δείχνουν αύξηση της κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά 5,1%, η οποία δεν μπορεί προφανώς να ερμηνευθεί στη βάση αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος.