Αποκάλυψη: Η έκθεση του ΔΝΤ για το ελληνικό χρέος
Εξαιρετικά μη βιώσιμο χαρακτηρίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το ελληνικό χρέος στην αναθεωρημένη ανάλυση βιωσιμότητας του που θα εξεταστεί στις 6 Φεβρουαρίου στο Εκτελεστικό Συμβούλιο του Ταμείου και το περιεχόμενο της οποία αποκαλύπτει το CNN Greece. Σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες τα στελέχη του ΔΝΤ αναφέρουν στην ανάλυσή τους πως οι προτάσεις του Eurogroup για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους είναι μη επαρκείς και ασαφείς.Η θέση του ΔΝΤ καθιστά ξεκάθαρο πως εάν η ζώνη του ευρώ δεν κάνει υποχωρήσεις στο θέμα του χρέους τότε το Ταμείο δεν θα εμπλακεί χρηματοδοτικά στο πρόγραμμα.Στη βάση αυτή τα στελέχη του ΔΝΤ διατυπώνουν προτάσεις για μεγαλύτερη ελάφρυνση του χρέους με επέκταση της περιόδου χάριτος και αναβολές καταβολής τόκων έως το 2040, επέκταση των ωριμάνσεων των ευρωπαϊκών δανείων έως το 2070 και μείωση των επιτοκίων όλων των δανείων του ESFSF και του ESM χαμηλότερα του 1,5% για 30 χρόνια.
Κατά τις πληροφορίες του CNΝ Greece η ανάλυση του ΔΝΤ αναφέρει πως το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι εξαιρετικά μη βιώσιμο, ακόμη και με την πλήρη εφαρμογή των πολιτικών που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM. Ακόμη, τονίζει πως οι δημόσιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση του χρέους θα γίνουν «εκρηκτικές» μακροπρόθεσμα και ότι «η Ελλάδα δεν θα είναι σε θέση να αντικαταστήσει τη ιδιαίτερα χαμηλή χρηματοδότηση που λαμβάνει από τον επίσημο τομέα, με χρηματοδότηση από την αγορά σε τιμές που να συνάδουν με την αειφορία της χώρας».
Η έκθεση του ΔΝΤ σημειώνει πως οποιαδήποτε λύση για την αναδιάρθρωση του χρέους θα πρέπει να επιτύχει δύο βασικούς στόχους. Κατ 'αρχάς, θα πρέπει να διατηρήσει τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες εντός του εύρους του 15 -20 τοις εκατό του ΑΕΠ. Δεύτερον θα πρέπει να διασφαλίσει ότι το χρέος θα βρίσκεται σε μια σταθερή καθοδική πορεία. «Λύσεις που παρέχουν μόνο προσωρινή ανακούφιση, αλλά δεν οδηγούν σε μια πτωτική πορεία του χρέους στο χρονικό ορίζοντα έως το 2060, δεν είναι συνεπής με τη βιωσιμότητα», τονίζεται στην ανάλυση.
Στο βασικό σενάριο του ΔΝΤ το ελληνικό χρέος αναμένεται να φτάσει στο 170% του ΑΕΠ μέχρι το 2020 και στο 164% του ΑΕΠ μέχρι το 2022, αλλά εν συνεχεία θα αυξηθεί, φτάνοντας περίπου στο 275% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, καθώς το κόστος του χρέους θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, καθώς ο δανεισμός από τις αγορές θα αντικαθιστά τα χαμηλότοκα δάνεια του επισήμου τομέα. Αυτή η εξέλιξη θα αντισταθμίσει όποια πιθανά οφέλη από την αύξηση του ΑΕΠ και τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Στη βάση των προβλέψεων αυτών το ΔΝΤ αναμένει πως οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος θα ανέλθουν στο 15% του ΑΕΠ ήδη από το 2024 και στο 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2031, φθάνοντας περίπου το 33% από το 2040 και περίπου το 62% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.
Η ανάλυση βιωσιμότητας του ΔΝΤ αναφέρει πως τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα υιοθετούν πολύ πιο αισιόδοξες παραδοχές που οδηγούν σε πιο ήπια δυναμική του χρέους.
Όπως τονίζεται, σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές υποθέσεις το χρέος προβλέπεται να μειωθεί κάτω από 120% του ΑΕΠ μέχρι το 2030 και ελαφρώς πάνω από το 100% του ΑΕΠ από το 2040, με τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες να παραμένουν κάτω από το 10% του ΑΕΠ μέχρι το 2023, κάτω από το 20% του ΑΕΠ μέχρι το 2040, αλλά να αυξάνονται στο 24% του ΑΕΠ από το 2060. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται σε σημαντικά πιο αισιόδοξες παραδοχές από εκείνες του ΔΝΤ, ιδίως όσον αφορά στην ανάπτυξη και το πρωτογενές πλεόνασμα, που βάσει των ευρωπαϊκών εκτιμήσεων θα διατηρηθεί στο 3,5% του ΑΕΠ για μια δεκαετία (έως το 2028) και θα μειωθεί σταδιακά στο 3,2% από το 2030 και στο 1,5% μετά το 2040.
Τι προτείνει το ΔΝΤ
Αναφερόμενο στις δεσμεύσεις του Eurogroup του Μαϊου 2016 για την πρόσθετη ελάφρυνση του χρέους, το ΔΝΤ αναφέρει πως «ορισμένα μέτρα δεν είναι αρκετά συγκεκριμένα για να καταστεί δυνατή η πλήρης αξιολόγηση των επιπτώσεών τους στη βιωσιμότητα του χρέους».
Στη βάση αυτή η ανάλυση του Ταμείου σημειώνει πως «μια σημαντική αναδιάρθρωση των όρων των ευρωπαϊκών δανείων προς την Ελλάδα απαιτείται για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του χρέους σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ». Στο σημείο αυτό ξεκαθαρίζεται πως μια πιθανή αναδιάρθρωση χρέους που θα μπορούσε να ικανοποιήσει τους στόχους που αναφέρθηκαν παραπάνω θα μπορούσε να βασίζεται σε ένα συνδυασμό από τα ακόλουθα μέτρα, «τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που προτείνεται σήμερα το Eurogroup»:
- Στην επέκταση μέχρι το 2040 των περιόδων χάριτος των δανείων του ESM και του EFSF, αλλά και των διμερών δανείων που δόθηκαν στην Ελλάδα το 2010: Σύμφωνα με την ανάλυση χρέους, «αν και πιθανές επεκτάσεις των περιόδων χάριτος αναφέρθηκαν από το Eurogroup, το πεδίο δεν έχει καλά καθορισμένο, και τα μέτρα αυτά δεν περιλαμβάνουν τα διμερή δάνεια (GLF) και τα δάνεια του ESM.
- Στην παράταση των ωριμάνσεων των ευρωπαϊκών δανείων μέχρι το 2070: Αυτό θα απαιτούσε την παράταση των ωριμάσεων των διμερών διακρατικών δανείων κατά 30 έτη και την επέκταση των ωριμάσεων των δανείων του EFSF έως και 14 έτη και των δανείων του ESM έως και 10 έτη. Στην ανάλυση του Ταμείου υπογραμμίζεται πως «αν και οι πιθανές παρατάσεις των ωριμάσεων αναφέρθηκαν από το Eurogroup, το πεδίο δεν έχει οριστεί και οι προτάσεις δεν περιλαμβάνουν τα δάνεια GLF και του ESM».
- Στις αναβολές πληρωμής επιτοκίων μέχρι το 2040: Αυτό θα απαιτήσει περαιτέρω αναβολή των πληρωμών τόκων επί όλων των GFL, το ΕΤΧΣ και ΕΜΣ δάνεια μέχρι το 2040, αποσβένεται σε ίσες δόσεις μέχρι το 2070 (συμπεριλαμβανομένων και των τόκων επί των τόκων). Το πεδίο εφαρμογής αυτών των μέτρων δεν έχει επίσης καθορίζεται σαφώς από το Eurogroup.
- Στη μη αύξηση του επιτοκιακού περιθώριο και την επιστροφή κερδών από τα ομολογα SMP και ANFA’s: Κατά το ΔΝΤ η κατάργηση του επιτοκιακού πέναλτι που έπρεπε να καταβάλει η Ελλάδα στον EFSF από το 2017 και μετά και η επιστροφή κερδών από τα ομολόγα SMP και ANFA’s κατά τη διάρκεια των ετών που έπονται του προγράμματος «έχουν προταθεί από το Eurogroup και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών και του χρέους».
- Στο κλείδωμα του επιτοκίου του συνόλου των δανείων του EFSF και ESM: Τα στελέχη του ΔΝΤ αναφέρουν στην ανάλυση τους πως για να εξασφαλιστεί ότι το χρέος μπορεί να παραμείνει σε καθοδική πορεία, τα επιτόκια όλων των δανείων του ESFSF και του ESM (ύψους περίπου 200 δισ. ευρώ ή 113% ΑΕΠ) θα πρέπει να καθοριστούν σε χαμηλά επίπεδα για 30 χρόνια και να μην υπερβαίνουν το 1,5%. «Ενώ το Eurogroup έχει συμφωνήσει να κλειδώσει το επιτόκιο σε ορισμένα ευρωπαϊκά δάνεια, το πεδίο εφαρμογής των μέτρων που προβλέπονται είναι πιθανόν πολύ μικρότερο από ότι απαιτείται για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας σύμφωνα με το βασικό σενάριο του ΔΝΤ», αναφέρεται στην ανάλυση σύμφωνα με πληροφορίες.
Τα ακραία σενάρια
Το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει πως ακόμη και εάν λαμβάνονταν όλα τα παραπάνω μέτρα αναδιάρθρωσης του χρέους, η δυναμική του χρέους θα παρέμενε εξαιρετικά ευαίσθητη σε σοκ. Τα δύο σενάρια σοκ που έχει λάβει υπόψη το ΔΝΤ συνίστανται στα εξής:
- Αισιόδοξο σενάριο: Το σενάριο αυτό εκτιμά πως θα υπάρξουν διαρθρωτικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις που θα ενισχύσουν την αύξηση της παραγωγικότητας και να διασφαλίσουν ότι ο τραπεζικός τομέας μπορεί να στηρίξει την οικονομία μακροπρόθεσμα.
- Απαισιόδοξο σενάριο: Εάν οι πολιτικές είναι ασθενέστερες από εκείνες που αναμένονται με αποτέλεσμα να υπάρξει χαμηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα (στο 1% του ΑΕΠ), η βιωσιμότητα του χρέους δεν θα είναι πλέον εξασφαλισμένη.
«Στην περίπτωση αυτή, τόσο το χρέος όσο και οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα καταστούν μη βιώσιμες και θα αυξηθούν με την πάροδο του χρόνου, δεδομένου ότι τα μέτρα δεν θα είναι πλέον επαρκή για να εξασφαλίσουν ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει πρόσβαση στις αγορές σε τιμές που συνάδουν με την αειφορία», αναφέρει η ανάλυση. Το ΔΝΤ ξεκαθαρίζει πως για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του χρέους σύμφωνα με αυτό το σενάριο τα επιτόκια των δανείων τόσο του EFSF όσο και του ESM θα πρέπει να μειωθούν στο 0,25% για 30 χρόνια.
Αβεβαιότητα από τις τράπεζες
Να σημειωθεί πως το ΔΝΤ στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους του έχει αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη της Ελλάδος (2,7% το 2017, 2,6% το 2018, 2,4% το 2019 και 2% το 2020) και εκτιμά πως μεσοπρόθεσμα θα διαμορφωθεί στο 1%. Για τον δανεισμό της Ελλάδος από τις αγορές μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος το ΔΝΤ θεωρεί πως αυτός θα γίνει με επιτόκιο 6% και στην καλύτερη των περιπτώσεων αυτό θα μειωθεί στο 4,5%.
Το Ταμείο έχει διατηρήσει την παραδοχή ότι απαιτούνται 10 δισ. ευρώ για την κάλυψη πιθανών αναγκών υποστήριξης των τραπεζών. Αυτό κατά το Ταμείο οφείλεται στο γεγονός ότι παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών οι ισολογισμοί τους παραμένουν ευάλωτοι, με υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ τα μισά από τα κεφάλαια των τραπεζών αποτελούνται από αναβαλλόμενες φορολογικών απαιτήσεις που αντιπροσωπεύουν ενδεχόμενες υποχρεώσεις του κράτους.
Το ΔΝΤ αναφέρει πως παρά τις δεσμεύσεις της Ελλάδας να δημιουργήσει ένα Υπερταμείο Ιδιωτικοποιήσεων 50 δισ. ευρώ, το Ταμείο δεν έχει αναθεωρήσει τις προβλέψεις του για τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις, εκτιμώντας πως θα ανέλθουν σε 3 δισ. ευρώ μέχρι το 2018 και σε 5 δισ. ευρώ στην συνέχεια.
Με επικριτικό τόνο το ΔΝΤ σημειώνει πως το κράτος δεν είναι σε θέση να ανακτήσει την επένδυσή του στις τράπεζες, καθώς μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση η δημόσια συμμετοχή στον τραπεζικό τομέα μειώθηκε από 60% σε περίπου 20%. Ως αποτέλεσμα το ΔΝΤ δεν αναμένει σημαντικά έσοδα από την ιδιωτικοποίηση των τραπεζών.