Επιβεβαιώνει το «Β-» της Ελλάδας η S&P
Σε επιβεβαίωση της αξιολόγησης «Β-» για την Ελλάδα προχώρησε ο οίκος Standard and Poor's διατηρώντας σταθερές της προοπτικές.
O οίκος εκτιμά ότι, παρά τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να εκπληρώνει τους περισσότερους όρους του προγράμματος, αν και με σημαντική καθυστέρηση.
Ο οίκος αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής:
«Το σταθερό outlook αντανακλά την εκτίμηση μας ότι τους επόμενους 12 μήνες, τα ρίσκα για την αξιολόγηση «Β-» της Ελλάδας είναι ισορροπημένα.
»Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε μια αναβάθμιση αν βλέπαμε μια πιο ισχυρή επίδοση στην ανάπτυξη και μετρήσιμη πρόοδο στην μείωση του ακόμα πολύ υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων στο τραπεζικό σύστημα της Ελλάδας, μαζί με μια συμμόρφωση στις παραμέτρους του προγράμματος του ESM.
»Μια αναβάθμιση θα μπορούσε επίσης να προέλθει από μια άρση των κεφαλαιακών ελέγχων, συμπεριλαμβανομένων των ορίων ανάληψης καταθέσεων, που θα αποτελούσε μια ισχυρή ένδειξη ότι ανακάμπτει η εμπιστοσύνη στην σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα και κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε επίσης να αυξήσουμε την αξιολόγηση σε περίπτωση μιας αναπάντεχης διαγραφής του επιπέδου του καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας.
»Θα μπορούσαμε να υποβαθμίσουμε την Ελλάδα αν η καθυστέρηση ή η μη εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που προβλέπει το πρόγραμμα οδηγούσε σε παρατεταμένη περίοδο όπου οι χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης δεν καλύπτονταν από τις εκταμιεύσεις.
»Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια αθέτηση πληρωμών στο ελληνικό χρέος, συμπεριλαμβανομένων των ομολόγων προς τον ιδιωτικό τομέα και αντιστροφή της πρόσφατης οικονομικής ανάκαμψης».
Η S&P αναφέρει ότι οι σχέσεις των ελληνικών αρχών με τους επίσημους πιστωτές και ειδικότερα με το ΔΝΤ συνεχίζουν να δοκιμάζονται λόγω της σύνθεσης των ελληνικών δαπανών γενικής κυβέρνησης αντί για τα δημοσιονομικά μεγέθη. Ειδικότερα, οι δαπάνες σε συντάξεις συνεχίζουν να απορροφούν τους περισσότερους δημοσιονομικούς πόρους της χώρας, εις βάρος των δαπανών σε υγεία, παιδεία και ανεργία.
Το συνταξιοδοτικό λειτουργεί με ένα μη βιώσιμο έλλειμμα της τάξεως του 11% του ΑΕΠ, αποτελώντας μια σημαντική μεταφορά πόρων από τους υψηλά φορολογούμενους εργαζόμενους της χώρας προς τους συνταξιούχους.
Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ υποστηρίζει δημόσια έναν πιο χαλαρό ρυθμό δημοσιονομικής λιτότητας. Η συμμετοχή του Ταμείου στο πρόγραμμα μένει να αποφασιστεί. Επίσης, δεν είναι βέβαιη η συμμετοχή της Αθήνας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αν και αποτελεί σημαντικό κίνητρο για την ελληνική κυβέρνηση ώστε να έλθει σε συμφωνία με τους πιστωτές της.
Παρά το δυσθεώρητο χρέος στο 180% του ΑΕΠ το 2016 ο οίκος αναφέρει πως το κόστος εξυπηρέτησής του είναι πολύ χαμηλό και κυμαίνεται μεταξύ 1 - 1,5%.
Σε σύγκριση με την πρόβλεψη για ύφεση 1% το 2016 η S&P τώρα προβλέπει μικρή ανάκαμψη για την περασμένη χρονιά. Αυτή αποδίδεται στο ριμπάουντ στις επενδύσεις και την ιδιωτική κατανάλωση. Η απασχόληση βελτιώνεται, παρότι αυτό γίνεται κυρίως με προσωρινή απασχόληση παρά μόνιμες θέσεις εργασίας. Αν και μικρότερη από τα υψηλά του 2014, στο 23% τον Οκτώβριο παραμένει η υψηλότερη στην ευρωζώνη και τον ΟΟΣΑ.
Για την περίοδο 2017 – 2020 ο οίκος περιμένει ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με μέσο όρο σχεδόν 3% ετησίως, αν δεν υπάρξει κάποιο ισχυρό αρνητικό γεγονός. Η πρόβλεψη στηρίζεται στην εκτίμηση για σταδιακή ενίσχυση της αγοράς εργασίας, βελτίωση της ρευστότητας στον ιδιωτικό τομέα από τη μείωση των ληξιπρόθεσμων του Δημοσίου και μια σταθερή, παρότι σταδιακή, άρση των κεφαλαιακών ελέγχων.
Όλα αυτά θα τονώσουν την καταναλωτική και επενδυτική εμπιστοσύνη, όπως και η ολοκλήρωση των κρίσιμων σταθμών του προγράμματος και η αναδιάρθρωση των υψηλών κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών. Επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, αν υλοποιηθεί, θα αυξήσει πιθανότατα την ελκυστικότητα της χώρας στα ξένα κεφάλαια και θα δώσει ώθηση στην επενδυτική δραστηριότητα.
Παρά την ανάπτυξη η S&P εκτιμά ότι το ΑΕΠ θα είναι 15% χαμηλότερο έναντι του 2008, ενώ οι επενδύσεις θα είναι κάτω του 10% του ΑΕΠ το 2017 έναντι 25% πριν την παγκόσμια οικονομική κρίση.
Κατά τη γνώμη του οίκου, η ανάκτηση του χαμένου ΑΕΠ θα εξαρτηθεί από την ανάκαμψη του πιεσμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι ελληνικές τράπεζες εξαρτώνται από την χρηματοδότηση του επίσημου τομέα, με την ΕΚΤ και τον ELA να καλύπτουν το 25% του ενεργητικού.