ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αξιολόγηση: Κυβέρνηση και θεσμοί μετρούν διαφορετικά τις εκκρεμότητες

Χαώδης είναι η διαφορά νοοτροπίας με την οποία προσεγγίζουν τις εκκρεμότητες της δεύτερης αξιολόγησης και τη συνολική διαπραγμάτευση η κυβέρνηση και οι θεσμοί, με την ελληνική πλευρά να υποστηρίζει σταθερά πως η συμφωνία είναι κοντά, χωρίς όμως να μπορεί να τεκμηριώσει την αναφορά της αυτή.

Σχεδόν καθημερινά μετά το Νοέμβριο το Μέγαρο Μαξίμου και το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης υποστηρίζουν πως το 95% των προαπαιτούμενων της δεύτερης αξιολόγησης έχει κλείσει και πως απομένει ένα 5% για να οριστικοποιηθεί η συμφωνία.

Αυτό όμως δεν επιβεβαιώνεται από την πλευρά των δανειστών αφενός διότι θεωρούν πως πολλά ζητήματα εξ αυτών που η Ελλάδα εμφανίζει ως ταχτοποιημένα ακόμη τελούν σε εκκρεμότητα, αφετέρου διότι οι ίδιοι προσεγγίζουν την αξιολόγηση ως «μια ζώσα διαδικασία που διαρκώς εμπλουτίζεται με δεδομένα».

Ως παράδειγμα μπορεί κανείς να φέρει τα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης. Αυτά αρχικά – το Μάιο του 2016- είχαν προσδιοριστεί σε 48. Ωστόσο, στους μήνες που μεσολάβησαν οι σχετικές υποχρεώσεις εμπλουτίστηκαν μέσα από τη διαδικασία της αξιολόγησης.

Εάν υιοθετήσει κανείς την -υπεραπλουστευτική -κυβερνητική θέση πως έχει εκπληρωθεί το 95% των προαπαιτούμενων τότε αυτό σημαίνει πως τα 45 από τα 48 μέτρα ορόσημα του προηγούμενου Μαΐου έχουν υλοποιηθεί. Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι έτσι, διότι πέραν από τις γνωστές εκκρεμότητες σε δημοσιονομικά, εργασιακά, ενεργειακά και τις αποκρατικοποιήσεις έχουν ανακύψει ακόμη πολλά θέματα που εκτός από τους δανειστές αναγνωρίζονται ως ανοικτά και από τις υπηρεσίες των υπουργείων που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση.

Στον αέρα ο βασικός κορμός

Τα ίδια τα προαπαιτούμενα που τελούν σε εκκρεμότητα δείχνουν πως δεν αποτελούν την «ουρά» αλλά το βασικό κορμό των μέτρων που θα κρίνουν τη δεύτερη αξιολόγηση. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο Μνημόνιο - τελικό προσχέδιο του οποίου δόθηκε στη δημοσιότητα στα τέλη Νοεμβρίου- τα προαπαιτούμενα της νέας χρονιάς συνίσταται στα εξής:

  • Στην ολοκλήρωση του «εξορθολογισμού των ειδικών μισθολογίων (ενστόλων, ΕΣΥ και καθηγητών) που θα οδηγούν σε «πάγωμα» δώρων και βαθμών για όσους αποστρατεύονται.
  • Να εισαχθεί νέο μόνιμο σχεδίου κινητικότητας στο Δημόσιο.
  • Να νομοθετηθεί το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2017-2020 (θα ακολουθήσει τον Απρίλιο το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021).
  • Στην παροχή επαρκών πόρων για αποτελεσματική λειτουργία της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.
  • Στην υιοθέτηση ενοποιημένου σχεδίου δράσης για την πάταξη της αδήλωτης εργασίας και εναρμόνιση των πλαισίων μαζικών απολύσεων και βιομηχανικής δράσης και συλλογικές συμβάσεις με τις καλύτερες πρακτικές της ΕΕ.
  • Στη σταδιακή εφαρμογή του σχεδίου για το εγγυημένο ελάχιστο εισόδημα.
  • Στη τροποποίηση του νομικού πλαισίου για εξωδικαστική διευθέτηση των οφειλών με λεπτομερείς προβλέψεις.
  • Να συμφωνηθεί οδικός χάρτης για την απελευθέρωση των «προστατευμένων» δραστηριοτήτων των μηχανικών.
  • Στη βελτίωση των συνθηκών πρόσβασης για εναλλακτικούς προμηθευτές και ουσιαστική αύξηση των διαθέσιμων ποσοτήτων.
  • Στην ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία του σχεδιασμού αγοράς που υπάρχει στο μοντέλο της ΕΕ για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
  • Να υιοθετηθεί νομοθεσία για την ενίσχυση της θεσμικής, οικονομικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.
  • Να υιοθετηθεί προεδρικό διάταγμα που θα ορίζει το σύστημα ηλεκτρικών μητρώων (e-dockets) για ηλεκτρονικές δημοπρασίες.
  • Να αποτιμήσει το ΤΑΙΠΕΔ τα στοιχεία ενεργητικού των περιφερειακών αεροδρομίων και λιμένων και θα μεταβιβάσει στο νέο Ταμείο εκείνα που δεν σχεδιάζει να αναπτύξει.
  • Να συσταθεί σε σώμα το διοικητικό συμβούλιο του Υπερταμείου Ιδιωτικοποιήσεων.
  • Να συμφωνηθεί η διαδικασία βάσει της οποίας θα καθοριστεί η εξαίρεση των εναπομεινάντων χαρτοφυλακίων ακινήτων και κρατικά ελεγχόμενων επιχειρήσεων που δεν θα μεταφερθούν στο Ταμείο.
  • Να τροποποιηθεί και να εφαρμοσθεί το νομικό πλαίσιο για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων.
  • Να τροποποιηθεί η νομοθεσία για ζητήματα που αφορούν σύγκρουση συμφερόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
  • Να εφαρμοστεί το νέο νομικό πλαίσιο για τα κτηματολογικά γραφεία σε όλη την επικράτεια.

Κενές προσδοκίες

Άλλωστε χαρακτηριστικό της διαφορετικής ερμηνείας που υιοθετούν οι δύο πλευρές (κυβέρνηση - δανειστές) είναι η ερμηνεία της ελληνικής πλευράς ότι η δανειακή συμφωνία της επιτρέπει να λάβει δόσεις συνολικούς ύψους 3,5 δισ. ευρώ μέσα στο 2017 για την εξόφληση ληξιπροθέσμων οφειλών χωρίς να έχει «απαραίτητα» ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση , μόνον και μόνον διότι επέδειξε συνέπεια στην έγκαιρη διάθεση των προηγούμενων δόσεων που είχε λάβει για να εξοφλήσει φέσια του Δημοσίου.

Η ερμηνεία αυτή έχει προκαλέσει απορία στην πλευρά των δανειστών που με μια φωνή ξεκαθαρίζουν πως χωρίς το κλείσιμο της αξιολόγησης η Ελλάδα δεν πρόκειται να λάβει καμία δόση από τον ESM.

Αυτό άλλωστε το θέμα θα έχει τη δυνατότητα να το αποσαφηνίσει μια και καλή ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος στη συνάντηση που θα έχει το μεσημέρι της Πέμπτης στις Βρυξέλλες με τον Ευρωπαίο Επίτροπο Πιερ Μοσκοβισί, λίγες ώρες πριν από το κρίσιμο EuroWorking Group.

Σε αυτή τη συνάντηση ο υπουργός Οικονομικών θα παρουσιάσει ένα σχέδιο που θα συνδέει τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά μέτρα για μετά το 2018 με τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους.

Ουσιαστικά ο κ. Τσακαλώτος θα επισημάνει πως η Ελλάδα θα αποδεχτεί την επέκταση του μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης, του λεγόμενου κόφτη για τη διετία 2019-2020, με την προϋπόθεση πως τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους για μετά το 2018 θα προσδιοριστούν και θα περιγραφούν από τώρα και θα εφαρμοστούν αμέσως μετά τη λήξη του προγράμματος το 2018.

Η πρόταση αυτή στο σκέλος των δημοσιονομικών παρεμβάσεων δεν είναι απόλυτα συμβατή ούτε με τις θέσεις των Ευρωπαίων, ούτε με αυτές του ΔΝΤ.

Είναι μερικώς συμβατή διότι η κυβέρνηση θέλει ο στόχος για τα πρωτογενή πλεονάσματα να παραμείνει στο 3,5% του ΑΕΠ έως το 2021, δηλαδή για τρία χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος όταν οι δανειστές – και κυρίως η Γερμανία- θέλουν το 3,5% να διατηρηθεί έως το 2028. Ως προς το χρέος θεωρείται εξαιρετικά δύσκολο να πειστεί η Γερμανία και η Ολλανδία να συναινέσουν από τώρα στα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, όταν μέσα στους επόμενους μήνες έχουν εκλογές. Άλλωστε και στις ανακοινώσεις του Eurogroup δεν έχει διαφανεί διάθεση για μια τέτοια υποχώρηση.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης