Οι προμήθειες στις ηλεκτρονικές πληρωμές στο στόχαστρο του ΥΠΟΙΚ
Νομοσχέδιο που θα καθορίζει θέματα προμηθειών των τραπεζών στις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα προανήγγειλε χθες από τη Βουλή η υφυπουργός Οικονομικών Κατερίνα Παπανάτσιου.
Σήμερα πολλές επιχειρήσεις επιβαρύνονται με μεγάλες προμήθειες επί κάθε συναλλαγής όταν οι καταναλωτές πληρώνουν με κάρτες, χρεωστικές και πιστωτικές. Επιπλέον, σε αρκετές περιπτώσεις οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται με συνδρομή για τη χρήση των τερματικών POS, ενώ σχεδόν μία στις πέντε επιχειρήσεις υφίσταται και άλλες χρεώσεις, όπως αυτές που επιβάλλονται για να μεταφερθούν τα χρήματα στον τραπεζικό λογαριασμό της επιχείρησης.
Αν και στο τέλος του 2015 ενεργοποιήθηκε ο κοινοτικός κανονισμός ΕΕ 2015/751 για τη μείωση του κόστους των διατραπεζικών συναλλαγών που ορίζει ως μέγιστη χρέωση για τις διατραπεζικές συναλλαγές με τις πιστωτικές και τις χρεωστικές κάρτες ποσοστό 0,3% και 0,2% αντίστοιχα αυτός δεν οδήγησε προς τα κάτω τις προμήθειες των ελληνικών τραπεζών για τη χρήση «πλαστικού» χρήματος.
Αν και με την εν λόγω Οδηγία δόθηκε η εντύπωση πως οι προμήθειες που θα πληρώνει ο καταστηματάρχης για να αποδέχεται συναλλαγές καρτών δεν θα υπερβαίνουν το 0,2% και το 0,3% του ποσού της συναλλαγής αυτό είναι λάθος. Τα ανωτέρω ποσοστά αφορούν αποκλειστικά και μόνο στο κόστος διατραπεζικής προμήθειας που αποδίδει η τράπεζα του εμπόρου στην τράπεζα που έχει εκδώσει την κάρτα (interchange fee - IRF).
Τα ανωτέρω ποσοστά αφορούν μάλιστα συγκεκριμένους τύπους καρτών (χρεωστικών, προπληρωμένων και πιστωτικών, εξαιρουμένων των εταιρικών, που εκδίδονται από τράπεζες που λειτουργούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση), ενώ για τις συναλλαγές με κάρτες πληρωμών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΕ) 751/2015 εξακολουθούν να ισχύουν υψηλότερες διατραπεζικές προμήθειες που ξεπερνούν ακόμα και το 1%.
Τα εν λόγω ποσοστά (0,2% και 0,3%) -ισχύουν από 9 Δεκεμβρίου 2015- ρυθμίζουν την προμήθεια μεταξύ διαφορετικών τραπεζών (έκδοσης και αποδοχής της κάρτας πληρωμών) και δεν αφορούν την τιμολόγηση της κάθε τράπεζας προς τους πελάτες της (κατόχους ή/και αποδέκτες καρτών), η οποία και διαμορφώνεται με βάση τις αρχές της ελεύθερης αγοράς.
Σύμφωνα με τις ελληνικές τράπεζες οι προμήθειες εμπόρου που χρεώνουν οι ελληνικές τράπεζες για την αποδοχή συναλλαγών καρτών είναι από τις πλέον ανταγωνιστικές συγκρινόμενες με αυτές λοιπών τραπεζών που λειτουργούν σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μεσοσταθμικά διαμορφώνονται σε σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά σε σχέση με τις μεσοσταθμικές προμήθειες που εφαρμόζονται στην ΕΕ και ακόμα περισσότερο στις ΗΠΑ.
Η ανταγωνιστικότητα των τιμολογήσεων των ελληνικών τραπεζών έναντι των επιχειρήσεων που αποδέχονται συναλλαγές καρτών αναδεικνύεται ακόμη περισσότερο εάν συνυπολογιστεί και ο εξαιρετικά χαμηλός βαθμός διείσδυσης της χρήσης των καρτών πληρωμών στη χώρα μας, παρά το γεγονός πως τα σημεία πώλησης (POS) ανά κάτοικο, δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά έναντι του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1.800 POS ανά 100.000 κατοίκους στην Ελλάδα έναντι 1.970 POS ανά 100.000 κατοίκους στην Ευρωπαϊκή Ένωση). Ειδικότερα, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας:
Να σημειωθεί πως σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, σχεδόν 15,5 εκατομμύρια κάρτες πληρωμών έχουν εκδοθεί από ελληνικές τράπεζες και είναι ενεργές, ποσοστό που αντιστοιχεί σε 1,45 κάρτες πληρωμών ανά κάτοικο έναντι μέσου όρου 1,5 κάρτες πληρωμών ανά κάτοικο στα κράτη μέλη της ΕΕ.