Γ. Στουρνάρας: Μέτρα για το χρέος και ρεαλιστικοί δημοσιονομικοί στόχοι
Βιώσιμο χρέος και πιο ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους, μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος, ζητά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, τονίζοντας πως «αυτά τα δύο απαιτούν κάποια ήπια μέτρα για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους».
Σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt, που φέρει τον τίτλο «τα χειρότερα πέρασαν», ο κ. Στουρνάρας αναφέρεται στο μείγμα των μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, σημειώνοντας πως «υπάρχουν πολλές επιλογές, στο πλαίσιο των σχετικών αποφάσεων του Eurogroup».
«Μια τέτοια επιλογή, εκτός από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, θα μπορούσε να είναι μια επέκταση των ωριμάνσεων των δανείων για ένα διάστημα περίπου 20 ετών και μια 20χρονη περίοδος για την αποπληρωμή των τοκοχρεολύσιων που αυτή τη στιγμή κεφαλαιοποιούνται σε 20 ισόποσες ετήσιες δόσεις» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αν και απέφυγε να δώσει την δική του ερμηνεία για την άρνηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να συζητηθούν μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εδώ και τώρα, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος εκφράζει την αντίθεσή του με την άποψη του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ότι μια ελάφρυνση χρέους θα αποθάρρυνε τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στην Ελλάδα, λέγοντας πως «αυτό είναι μια ακραία ερμηνεία του λεγόμενου ηθικού κινδύνου».
Αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα, «είναι ο προσδιορισμός όλων των μέτρων - βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων. Βάσει της συμφωνίας τα μέτρα θα πρέπει να εφαρμοστούν μετά το τέλος του προγράμματος και η εξειδίκευσή τους είναι αναγκαία τόσο γιατί οι αγορές χρειάζονται διαύγεια όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους πριν την πλήρη έξοδο της Ελλάδας σε αυτές όσο και γιατί το ΔΝΤ και η ΕΚΤ χρειάζονται αυτή την πληροφορία για να ολοκληρώσουν την έκθεσή τους για τη βιωσιμότητα του χρέους».
Ερωτηθείς για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος, διαβεβαιώνει ότι οι μεταρρυθμίσεις υλοποιούνται με «αρκετά ικανοποιητικό ρυθμό» και επισημαίνει ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ, οι διαρθρωτικές παρεμβάσεις θα αυξήσουν το ΑΕΠ έως και κατά 13,5% την επόμενη δεκαετία.