ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ESM: Ελάφρυνση χρέους με κόστος στους φορολογούμενους

Με πολλά «κρυφά» κόστη επιβαρύνει τον Έλληνα φορολογούμενο η πρόταση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για την ελάφρυνση χρέους, ενώ ευνοεί ιδιαιτέρως τις ελληνικές τράπεζες, μεταφέροντας στο Ελληνικό Δημόσιο το βάρος που θα έπρεπε να επωμιστούν αυτές από τη διαδικασία.

Ο χαρακτηρισμός «κρυφά» δεν είναι τυχαίος, καθώς το ίδιο το σχέδιο του ESM αναγνωρίζει πως παράγεται κόστος, ξεκαθαρίζει πως το κόστος αυτό το αναλαμβάνει το Δημόσιο, αλλά δεν λέει σε ποιο ύψος αυτό θα ανέλθει.

Αρχικά ο ESM προτείνει τα ομολόγα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (European Financial Stability Facility - EFSF) που διαθέτουν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες ύψους περίπου 33,7 δισ. ευρώ να ανταλλαγούν με 30ετή ομόλογα του ESM. Αυτή η ανταλλαγή εκτιμάται πως θα περικόψει το χρέος κατά 7,1% του ΑΕΠ έως το 2060.

Βάσει της διαδικασίας που προτείνεται κάθε μήνα οι τράπεζες θα ανταλλάσσουν ένα ποσό ομολόγων EFSF με 30ετή ομόλογα του ESM. Τα νέα ομόλογα θα είναι επιλέξιμα για συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και οι τράπεζες θα μπορούν να τα πωλήσουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως κάνουν σήμερα με τους τίτλους του EFSF. Ωστόσο, εάν το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ολοκληρωθεί και τα πιστωτικά ιδρύματα βρεθούν να έχουν ομόλογα ESM που δεν μπορεί να τα πάρει η ΕΚΤ, τότε ο ESM θα τους τα αγοράσει δίνοντας μετρητά.

Στη σημείο αυτό η πρόταση του ESM αναφέρει πως «οποιοδήποτε κόστος αυτής της ανταλλαγής ομολόγων μπορεί να επιμεριστεί άμεσα στην Ελλάδα χωρίς να επηρεάζει τους άλλους δικαιούχους» και πως «τυχόν δαπάνες που αφορούν στην ανταλλαγή αναγνωρίζονται με σαφήνεια και θα πρέπει να βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο».

Αλλά σε τι αναφέρεται ο ESM όταν μιλάει για κόστη; Όταν τα ομόλογα EFSF είχαν δοθεί στις ελληνικές τράπεζες στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης του 2013 αυτές τα αποτύπωσαν αρχικά στους ισολογισμούς στους στις αξίες κτήσης και όχι στο άρτιο (100%). Η τιμή των ομολόγων αυτών αυξήθηκε με την πάροδο των ετών και κάποιες τράπεζες – όχι όλες- τα εμφάνισαν εν συνεχεία στα κεφάλαια τους με τιμές αγοράς και όχι κτήσης (mark to market). Για παράδειγμα το ομόλογο EFSF έκδοσης 19/04/2012 και ωρίμανσης στις 19/04/2018 όταν το έλαβαν οι τράπεζες είχε τιμή 100,3 (το άρτιο είναι το 100). Το Μάρτιο του 2015 αυτό το ομόλογο βρέθηκε να έχει τιμή 103,94 και σήμερα έχει τιμή 102.

Όπως προαναφέρθηκε κάποιες τράπεζες δεν αρκέσθηκαν στο να εγγράψουν μια και καλή στα βιβλία τους την τιμή εισαγωγής του ομολόγου (σ.σ.100,3) και το ανατιμολογούσαν βάσει των τιμών αγοράς, βελτιώνοντας αντίστοιχα την κεφαλαιακή τους θέση. Αν και την πρακτική αυτή την ακολούθησε μειοψηφικός αριθμός τραπεζών, αυτές οι τράπεζες ασκούν σήμερα πιέσεις στις Κοινοτικές Υπηρεσίες και ειδικά στον ESM, ώστε τον «λογιστικό τους χειρισμό» να τον πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος.

Κοινοτικές πηγές διαβεβαιώνουν πως ο ESM κατά τη διαδικασία ανταλλαγής ομολόγων που θα τρέχει μήνα με το μήνα θα αποκτά τα ομόλογα του EFSF κυμαινομένου επιτοκίου στην τιμή που τα είχαν λάβει οι τράπεζες από το ΤΧΣ και όχι στην τρέχουσα τιμή που γράφει το χρηματιστηριακό ταμπλό. Δηλαδή σχηματικά, θα πάρει πίσω κάτι που έκανε 100, καταβάλλοντας 100,3. Αυτό το κόστος μεταξύ τιμής έκδοσης και τιμής αγοράς δεν θα το επωμιστούν οι τράπεζες, αλλά το Ελληνικό Δημόσιο.

Κατά κάποιους υπολογισμούς το κόστος αυτό είναι περίπου 350 εκατ. ευρώ. Το παράδοξο είναι πως κάποιες τράπεζες – η μειοψηφία- εμφανίζονται να μην είναι ικανοποιημένες από την εξέλιξη αυτή διότι δεν καλύπτει τις «λογιστικές τρύπες» στα βιβλία τους. Αντιθέτως ζητούν επίμονα από τον ESM και την ΕΚΤ τα ομολόγα που διαθέτουν να ανταλλαγούν όχι στις τιμές κτήσης, αλλά στις τρέχουσες τιμές αγοράς. Δηλαδή σχηματικά ζητούν να πάρουν αντίτιμο 102 για κάτι που έκανε 100,3.

Στο σύνολο των ομολόγων του EFSF ύψους 42,7 δισ. ευρώ που δόθηκαν στις τράπεζες η διαφορά μεταξύ της τιμής απόκτησης των ομολόγων και της τρέχουσας τιμής ανέρχεται συνολικά σε 1 δισ. ευρώ. Αν εξαιρεθούν τα ομόλογα 9 δισ. ευρώ που έχουν πουλήσει ήδη οι τράπεζες στην ΕΚΤ, στα εναπομείναντα 33,7 δισ. ευρώ η διαφορά ανέρχεται σε 750 εκατ. ευρώ ( ήδη οι τράπεζες κατέγραψαν κέρδη άνω των 250 εκατ. ευρώ από την πώληση αυτή). Αυτά τα 750 εκατ. ευρώ – που προκλήθηκαν από το ράλι τιμών των ομολόγων του EFSF μεταξύ 2012 και 2016 - κάποιες τραπεζικές διοικήσεις ζητούν να τους τα πληρώσει ο Έλληνας φορολογούμενος. Πιο απλά διεκδικούν 400 εκατ. ευρώ περισσότερα από όσα ο ESM είναι διατεθειμένος να τους επιστρέψει το Ελληνικό Δημόσιο.

Αλλά τα κόστη δεν σταματούν εδώ. Το δεύτερο σκέλος του σχεδίου ελάφρυνσης του χρέους προβλέπει τη σύναψη συμβάσεων πράξεων ανταλλαγής επιτοκίων (swap), προκειμένου να μειωθεί η μεταβλητότητα των επιτοκίων που συνδέονται με τα ομόλογα του ESM.

Αυτή η ανταλλαγή επιτοκίων εκτιμάται πως θα περικόψει το χρέος κατά 6,9% του ΑΕΠ έως το 2060, αν και ο ESM προειδοποιεί στην πρόταση του πως το μέγεθος των ωφελημάτων από τη σκοπιά της βιωσιμότητας θα ποικίλει ανάλογα με το επιτόκιο, την ωρίμανση και το μέγεθος των πράξεων swap που θα μπορεί να εκτελεστεί στην αγορά. Κατά τον ESM όλα τα κόστη από αυτό το σχήμα θα μεταφερθούν στην Ελλάδα, «συμπεριλαμβανομένου και του κόστους ενεχύρων».

Ωστόσο, το πόσο θα κοστίσει το swap θα εξαρτηθεί από το ύψος της αξίας των ομολόγων που θα αφορά και το χρόνο που θα γίνει η συναλλαγή. Σε κάθε περίπτωση τα έξοδα διαχείρισης της συγκεκριμένης πράξης εκτιμώνται σύμφωνα με την διεθνή πρακτική στο 0,10%, δεδομένου ότι ο ESM διαθέτει υψηλή πιστοληπτική αξιολόγηση.

Και στις δύο περιπτώσεις το Ελληνικό Δημόσιο θα επιβαρυνθεί προκαταβολικά για μια λύση τα οφέλη της οποίας θα γίνουν αντιληπτά σε βάθος χρόνους. Δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια η πρόταση του ESM αναφέρει πως τα μέτρα που προτείνονται θα αυξήσουν αρχικά το χρέος ως ποσοστό του το ΑΕΠ κατά 0,2% το 2018 (360 εκατ. ευρώ) και κατά 0,4% του ΑΕΠ το 2022 (800 εκατ. ευρώ).

Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο γρηγορότερα τρέξουν οι διαδικασίες ελάφρυνσης του χρέους τόσο μικρότερα θα είναι τα κόστη. Εάν για οποιοδήποτε λόγο υπάρξουν καθυστερήσεις και η επιχείρηση ελάφρυνσης του χρέους συμπέσει με τον τερματισμό της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και την αύξηση των επιτοκίων διεθνώς, όλα τα κόστη θα αναπροσαρμοσθούν προς τα πάνω. Και αυτό θα πρέπει να το γνωρίζουν πρώτα από όλες οι ελληνικές τραπεζικές διοικήσεις που κάνουν lobbying στις Βρυξέλλες ζητώντας να κερδίσουν σε βάρος του Έλληνα φορολογούμενου.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης