ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αλογοσκούφης: Η Ελλάδα θύμα και όχι υπαίτια για την κρίση

Ελάχιστα απολογητικός για τα πεπραγμένα του ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας επί διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή εμφανίζεται σε σημερινό του άρθρο στην εφημερίδα τα «ΝΕΑ» ο πρώην υπουργός Γιώργος Αλογοσκούφης, ο οποίος πάντως εμφανίζεται επικριτικός για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή του ελληνικού προγράμματος προσαρμογής την τελευταία επταετία.

Ο Αλογοσκούφης, ο οποίος έχει αναλάβει την έδρα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής του Τμήματος Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Σχολής Fletcher του Πανεπιστημίου Tufts των ΗΠΑ, αναφέρει στο άρθρο του μεταξύ άλλων τα εξής:

«Δυστυχώς η μακροοικονομική πολιτική στην Ελλάδα χαλάρωσε εκ νέου, αμέσως μόλις η χώρα διασφάλισε τη συμμετοχή της στη ζώνη του ευρώ. Τα δημοσιονομικά ελλείμματα άρχισαν να αυξάνονται και πάλι, ήδη από το 2000 υπήρξαν μεγάλες αυξήσεις μισθών που διάβρωσαν ακόμη περισσότερο τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, ο εκλογικός κύκλος επέστρεψε, περαιτέρω μεταρρυθμίσεις όπως το Ασφαλιστικό εγκαταλείφθηκαν και αναλήφθηκαν πολυτελείς πρωτοβουλίες, όπως η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.

»Επιπλέον, η Ελλάδα λειτουργούσε πλέον σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, λόγω της συμμετοχής της στη ζώνη του ευρώ. Αυτό επέτρεψε στα νοικοκυριά, στις επιχειρήσεις και στις κυβερνήσεις να δανείζονται φθηνά, κάτι που οδήγησε σε αύξηση τόσο της κατανάλωσης όσο και των επενδύσεων. Η αύξηση των επενδύσεων και η μείωση των αποταμιεύσεων οδήγησαν, ήδη από το 1998, σε μεγάλα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος συνέχισε να ανατροφοδοτείται αλλά, κυρίως, μετατράπηκε σταδιακά σε εξωτερικό χρέος. Οι ελληνικές τράπεζες επέκτειναν τον δανεισμό τους στο εσωτερικό και για να αποκτούν ρευστότητα διέθεταν στο εξωτερικό τα ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου τα οποία διακρατούσαν από το παρελθόν, συντελώντας με κρίσιμο τρόπο στη μετατροπή του δημοσίου χρέους σε εξωτερικό χρέος.

»Με την εξαίρεση του βραχύβιου σταθεροποιητικού προγράμματος της περιόδου 2005-2007, οι κίνδυνοι από την αύξηση του εξωτερικού δανεισμού σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν για σχεδόν δέκα χρόνια. Η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ και η επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, λόγω της αύξησης των επενδύσεων και της κατανάλωσης, είχε οδηγήσει σε συνεχή αύξηση του βιοτικού επιπέδου και σε σημαντική μείωση της ανεργίας, χωρίς αύξηση του πληθωρισμού. Οι θετικές αυτές οικονομικές εξελίξεις είχαν οδηγήσει σε εφησυχασμό.

»Σε αυτήν ακριβώς τη συγκυρία, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-09 ανέτρεψε την επικρατούσα ευφορία, οδήγησε σε αντιστροφή της ανάπτυξης και σε διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση αποτέλεσε το έναυσμα για την επαναξιολόγηση της ικανότητας της Ελλάδας και των άλλων χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας να εξυπηρετούν το εξωτερικό τους χρέος. Μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers, υπήρξε μεταστροφή του κλίματος στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και τα ελληνικά spreads άρχισαν να αυξάνονται.

»Η κατάσταση οδηγήθηκε σε κρίση λόγω εγχώριων πολιτικών λαθών που επέτρεψαν να εμφανιστεί η Ελλάδα ως υπαίτια και όχι ως ένα ακόμη θύμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Λόγω αυτών των εγχώριων πολιτικών λαθών και λόγω της αδυναμίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να λειτουργεί ως «δανειστής έσχατης προσφυγής» για τις κυβερνήσεις και τις εμπορικές τράπεζες της ΕΕ, η Ελλάδα βρέθηκε αντιμέτωπη με μια «ξαφνική στάση δανεισμού» από το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και οδηγήθηκε στο να ζητήσει επίσημα βοήθεια από τους εταίρους της στην ΕΕ.

»Το επταετές πρόγραμμα προσαρμογής που υιοθετήθηκε στον απόηχο της κρίσης του 2010 έχει, μέχρι στιγμής, αποδειχθεί μια παταγώδης αποτυχία. Ενώ οι προηγούμενες αποτυχίες της οικονομικής πολιτικής μπορεί να αποδοθούν σχεδόν αποκλειστικά σε ελληνικές επιλογές, η αποτυχία αυτή δεν είναι μια αμιγώς ελληνική αποτυχία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) ενεπλάκησαν άμεσα τόσο στον σχεδιασμό του προγράμματος, το οποίο ήταν αποκλειστικά δικής τους έμπνευσης, όσο και στην εφαρμογή του. Η αποτυχία του προγράμματος είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό δική τους αποτυχία και δεν οφείλεται παρά δευτερευόντως στο ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά το 2010 δεν υιοθέτησαν ποτέ με ειλικρίνεια το πρόγραμμα αυτό.

»Τι μπορεί να γίνει τώρα; Η πρώτη προτεραιότητα είναι να αναγνωρίσουν όλοι τούς περιορισμούς και τις αδυναμίες του τρέχοντος ελληνικού προγράμματος προσαρμογής. Αυτό απαιτεί πολιτική γενναιότητα εκ μέρους των εταίρων και δανειστών μας, καθώς αποτελεί έμμεση αναγνώριση και των δικών τους λαθών.

»Το δεύτερο ζητούμενο είναι να συνεργαστούν οι διεθνείς θεσμοί (Επιτροπή ΕΚ, ΕΚΤ και ΔΝΤ) με τις ελληνικές Αρχές για τον σχεδιασμό ενός νέου, αμοιβαία αποδεκτού προγράμματος προσαρμογής, το οποίο θα εγκριθεί από ένα ευρύτερο πολιτικό φάσμα στην Ελλάδα. Αυτό το πολιτικό φάσμα θα πρέπει να ξεπερνά τη σημερινή, ή την αυριανή, κυβέρνηση. Το αναθεωρημένο πρόγραμμα προσαρμογής πρέπει να διαθέτει ευρεία πολιτική νομιμοποίηση στην ίδια την Ελλάδα, κάτι που δεν ισχύει για το τρέχον πρόγραμμα.

»Η τρίτη προτεραιότητα είναι η συνεπής εφαρμογή του προγράμματος κατά τρόπο που να εμπνέει εμπιστοσύνη ότι το νέο πρόγραμμα θα συνεχίσει να εφαρμόζεται μεσοπρόθεσμα και ανεξάρτητα από τυχόν αλλαγές κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο θα είναι πιο αξιόπιστο αν το πρόγραμμα απολαμβάνει από την αρχή διευρυμένης πολιτικής νομιμοποίησης.

»Μόνο με ένα ανασχεδιασμένο, αξιόπιστο και συνεπές μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα προσαρμογής, με προσδοκώμενη διάρκεια και ευρύτερη στόχευση από αυτή του τρέχοντος προγράμματος μπορεί η Ελλάδα να εξασφαλίσει την ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η ανάκαμψη των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να μπορέσει η ελληνική οικονομία να ανακάμψει σε μόνιμη βάση από την υπερ-επταετή ύφεση στην οποία έχει καταδικαστεί».

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

× Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies. Με τη χρήση αυτού του ιστότοπου, αποδέχεστε τους Όρους Χρήσης