ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μέρκελ-Λαγκάρντ αποφασίζουν για το χρέος

Μέρκελ-Λαγκάρντ αποφασίζουν για το χρέος
Eurokinissi

«Η τελική απόφαση για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι κάτι που θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των απευθείας συζητήσεων της Κριστίν Λαγκάρντ με την Άνγκελα Μέρκελ. Δεν είναι ούτε υπόθεση Τόμσεν, ούτε υπόθεση Σόιμπλε».

Με αυτή τη δήλωση πολύπειρος παράγοντας από την Ουάσιγκτον εξηγεί στο CNN Greece το «modus vivendi» του ελληνικού προγράμματος και το γιατί οι αναφορές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα τόσο από την πλευρά του Ταμείου όσο και από την πλευρά της Γερμανίας δεν προδικάζουν το τελικό αποτέλεσμα.

Αν και δημοσίως η απόσταση που χωρίζει Γερμανία και ΔΝΤ τόσο στο θέμα της βιωσιμότητας του χρέους όσο και στο θέμα των πλεονασμάτων που πρέπει να καταγράψει η Ελλάδα μεσοπρόθεσμα εμφανίζεται μεγάλη, οι γνωρίζοντες τις πολιτικές διεργασίες σε Βερολίνο και Ούασιγκτον υποστηρίζουν πως με «πολιτικές αποφάσεις» οι διάφορές μπορούν να γεφυρωθούν.

«Για όσο η κατάσταση στην Ελλάδα και στην ευρωζώνη είναι ρευστή το ΔΝΤ έχει κάθε λόγο να είναι παρών στην ευρύτερη περιοχή», σημειώνει πηγή από την Ούασιγκτον.

Το Ταμείο έχει κατ' εξακολούθηση δηλώσει πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο και πως το ίδιο προτίθεται να λάβει μέρος μόνον σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα το οποίο θα έχει στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% του ΑΕΠ και θα στοχεύει σε αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις.

Η Γερμανία πιστεύει πως το ελληνικό χρέος δεν παρουσιάζει προβλήματα βιωσιμότητας σε βάθος δεκαετίας και πως η ταχύτερη απομείωση του βάρους του χρέους πρέπει να βασιστεί σε μεσοπρόθεσμο στόχο πρωτογενούς πλεόνασματος 3,5% του ΑΕΠ. Κατά το Βερολίνο η Ελλάδα πρέπει να εφαρμόσει ένα πλήρες μεταρρυθμιστικό προγράμμα για να αποκτήσει ανταγωνιστικότητα.

Γνώστες της γερμανικής πραγματικότητας αναφέρουν πως από τη στιγμή που οι Χριστιανοδημοκράτες επιμείνουν στη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ένα συμβιβασμό που θα είναι πολιτικά διαχειρίσιμος.

Όπως αναφέρουν μιλώντας στο CNN Greece στη βάση του συμβιβασμού αυτού η Γερμανία θα δεχθεί μείωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα κοντά στο 2% του ΑΕΠ, αλλά και μέτρα απομείωσης του μεσοπρόθεσμου χρέους που θα είναι πιο κοντά στις θέσεις του ΔΝΤ.

Το Ταμείο από την πλευρά του θα δεχθεί να μετέχει χρηματοδοτικά στο προγράμμα χωρίς να έχουν προσδιοριστεί τα μακροπρόθεσμα μέτρα βιωσιμότητας του χρέους - κάτι που θα γίνει το 2018 μετά το τέλος του προγράμματος- , ενώ θα συναινέσει σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% υπό την προϋπόθεση πως θα έχει λόγο για το μίγμα των μέτρων και δεν θα είναι απλός παρατηρητής όπως σήμερα.

Κατά τους ίδιους αναλυτές ένα τέτοιο σενάριο θα προϋπόθετε πως η Ελλάδα θα παρέμενε σε κάποιους είδους ενεργή σχέση με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) το πιθανότερο όχι με τέταρτο προγράμμα, αλλά με προληπτική γραμμή πίστωσης αντίστοιχη με εκείνη που ήθελε να ενεργοποιήσει η ευρωζώνη για την Ελλάδα στα τέλη του 2014.

Με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλιστεί πως ο ορίζοντας του νέου προγράμματος του ΔΝΤ θα είναι ίδιος με εκείνο της διαθεσιμότητας της πιστωτικής γραμμής από τον ESM.

«Μια τέτοια διευθετήση θα γίνει μεταξύ Μέρκελ και Λαγκάρντ. Εκείνες θα αποφασίσουν το εάν η συνύπαρξη Ευρωπαίων - ΔΝΤ θα συνεχιστεί ή όχι», σημειώνει πηγή με γνώση των διεργασιών στο Βερολίνο, επιβεβαιώνοντας τις αντίστοιχες αναφορές αξιωματούχων από την Ουάσιγκτον.

Σε κάθε περίπτωση οι αποφάσεις της Γερμανίας για το ελληνικό χρέος θα προηγηθούν της κατάρτισης των σεναρίων του ESM για τη βιωσιμότητα του χρέους (αρχές Δεκεμβρίου) και σίγουρα της δημοσιοποίησης της έκθεσης του άρθρου 4 του ΔΝΤ (τέλη Δεκεμβρίου) στην οποία θα αποτυπώνονται οι εκτιμήσεις του Ταμείου για το ελληνικό χρέος.

Κατά κάποιες πηγές ο πυρήνας των γερμανικών προθέσεων θα αποκαλυφθεί στις 9 Νοεμβρίου στη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής της γερμανικής Βουλής. Κατά κάποιες άλλες πληροφορίες η γερμανική κυβέρνηση θα περιμένει το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου για να ανοίξει τα χαρτιά της.

Σε κάθε περίπτωση ο χρόνος ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης θα είναι καθοριστικός για το ζήτημα του χρέους, καθώς από αυτόν θα κριθεί το εάν ο εκλογικός κύκλος στην Ευρώπη (εκλογές σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία) θα καθυστερήσει τις όποιες αποφάσεις ή όχι.