Ανάπτυξη από το δεύτερο τρίμηνο του 2016 προβλέπει ο ΟΟΣΑ
Η οικονομία της Ελλάδας βρίσκεται σε ύφεση από το δεύτερο τρίμηνο του 2015 μετά την ισχνή ανάκαμψη του 2014 και του πρώτου εξαμήνου του 2015.
Ανάπτυξη αναμένεται να καταγραφεί κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2016 καθώς η εμπιστοσύνη θα ενισχυθεί με την εφαρμογή των διαρθωτικών μεταρρυθμίσεων και την αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων, σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Ο ΟΟΣΑ προβλέπει αύξηση του ελληνικού χρέους στο 190% του ΑΕΠ το 2015 (από 187,9% τον Ιούνιο) και στο 200% το 2016 (από 187,6%).
Ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα λόγω της πιστωτικής ασφυξίας που επικρατεί στην ελληνική οικονομία. Η ανεργία θα σημειώσει πτώση, ωστόσο αυτό θα γίνει σταδιακά, γεγονός που επιτείνει την ανάγκη για προσπάθειες από πλευράς της ελληνικής κυβέρνησης να αντιμετωπίσει την ακραία φτώχεια.
Στην έκθεση του ΟΟΣΑ επισημαίνεται ότι η ανάπτυξη αποτελεί το «κλειδί» για την απομείωση του δημόσιου χρέους μεσοπρόσθεσμα, ενώ η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για την συγκράτηση του χρέους και τη διασφάλιση της ομαλής χρηματοδότησης για την ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Η ενίσχυση της φορολογικής διοίκησης αλλά και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, είναι ένα απαραίτητο συστατικό αυτής της προσπάθειας. Η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων θα ανακουφίσει τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας κι έτσι να ανοίξει ο δρόμος για την ανάπτυξη.
Οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων θα βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας ενώ οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση θα μειώσουν την γραφειοκρατία και θα ενισχύσει την ικανότητα των κοινωνικών προγραμμάτων για την προστασία των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Οι επιδοτήσεις για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πρέπει να αναθεωρηθούν, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ. Οι επιδοτήσεις αυτές είναι πολύ γενναιόδωρες, ιδιαίτερα για τις φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις, και συμβάλλουν στο έλλειμμα του συστήματος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Απαιτούνται υψηλότερες τιμές για τις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για την ενθάρρυνση της μείωσης των εκπομπών CO2 μεσοπρόθεσμα. Ωστόσο, οι αυξήσεις πρέπει να είναι σταδιακές ώστε οι συνέπειες για τα νοικοκυριά να είναι ηπιότερες.