Ο εξωδικαστικός συμβιβασμός κρίνει το μέλλον της οικονομίας
Σκληρή διαπραγμάτευση βρίσκεται σε εξέλιξη γύρω από τη ρύθμιση των οφειλών των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων με το διακύβευμα να είναι ποιες και πόσες επιχειρήσεις θα κριθούν βιώσιμες και ποιες θα οδηγηθούν σε λουκέτο.
Με βασική προϋπόθεση τη βιωσιμότητα, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός θα αποτελέσει το μηχανισμό για το μεγάλο ξεκαθάρισμα της αγοράς, κατά το οποίο πολλοί θα αναγκαστούν να βρεθούν εκτός.
Οι δανειστές, παρά την επί της αρχής συμφωνία για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό που δηλώνουν κυβερνητικά στελέχη ότι έχει επιτευχθεί, πιέζουν ασφυκτικά την κυβέρνηση να νομοθετήσει ένα πλαίσιο κάθε άλλο παρά ελαστικό για να τελειώσει οριστικά το θέμα των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Επιμένουν μάλιστα σε πλήρως αυτοματοποιημένο σύστημα αξιολόγησης για όλα τα στάδια του εξωδικαστικού συμβιβασμού ώστε να μην υπάρχουν παράθυρα για διακριτική μεταχείριση σε επόμενα στάδια των διαδικασιών.
Αυτό που φοβούνται οι μικρομεσαίοι αν τελικά προκριθούν αυτοματοποιημένα κριτήρια για την αξιολόγηση της βιωσιμότητάς τους, είναι ότι το αποτέλεσμα θα είναι ο ξαφνικός θάνατος για χιλιάδες επιχειρήσεις, οι οποίες τα χρόνια της κρίσης δοκιμάστηκαν σκληρά και σήμερα με την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί βρίσκονται ένα βήμα πριν από το λουκέτο.
Όπως λένε, ένα πλήρως αυτοματοποιημένο σύστημα δεν θα είναι σε θέση να εξετάζει τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε επιχείρησης και ενδέχεται να πετάξει εκτός αγοράς ακόμα και επιχειρήσεις που με σωστές κινήσεις και μελετημένο business plan θα μπορούσαν να επιβιώσουν.
Επιπλέον, σύμφωνα με τους ίδιους, ο ξαφνικός θάνατος θα επιφέρει και βροχή παρενεργειών συνολικά στην αγορά: θα αυξηθεί η ανεργία, χιλιάδες προμηθευτές, αλλά και τράπεζες, ακόμα και το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία θα μετρήσουν απώλειες από οφειλές που δεν πρόκειται ποτέ να πληρωθούν.
Για τον λόγο αυτό επιδιώκουν και αντιπροτείνουν στην κυβέρνηση και στους δανειστές τη θέσπιση ημιαυτοματοποιημένων κριτηρίων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα οποία θα είναι περισσότερο ευέλικτα και θα αξιολογούν ταυτόχρονα τα ποιοτικά στοιχεία της επιχείρησης και τις προοπτικές ανάπτυξής της.
Επιπλέον ζητούν η ισχύς του νόμου να έχει διευρυμένη διάρκεια τουλάχιστον ενός έτους ώστε να γίνει δυνατή η μαζικότερη συμμετοχή μικρομεσαίων, αλλά και να παρέχεται η δυνατότητα ρύθμισης των οφειλών που δημιουργήθηκαν από το 2009 και μετά, δηλαδή κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης.
Πονοκέφαλο αποτελεί για τους μικρομεσαίους και το ζήτημα εκατοντάδων υπερχρεωμένων πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι ιδιοκτήτες των οποίων επιθυμούν τον τερματισμό της λειτουργίας τους κυρίως λόγω συνταξιοδότησης, αλλά εξαιτίας των χρεών τους δεν μπορούν να το κάνουν.
Για αυτό και ζητούν να υπάρχει πρόβλεψη στο πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού και για αυτές, ενώ θέτουν θέμα και για τη θέσπιση της δεύτερης ευκαιρίας για νέους επιχειρηματίες, οι οποίοι μπορεί να έχουν κληρονομήσει χρέη ή είχαν οριστεί εγγυητές σε δάνεια που έγιναν ληξιπρόθεσμα.
Για τις μεγάλες επιχειρήσεις οι διεκδικήσεις στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων επικεντρώνονται σε καλύτερους όρους όσον αφορά τις διευκολύνσεις που θα δίνονται, αλλά και στο ύψος του κουρέματος και σε ποιες όφειλες θα γίνεται.
Το γεγονός ότι το νομοθετικό πλαίσιο που συζητείται θα εξασφαλίζει την είσοδο του συνόλου των επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το μέγεθός τους, στη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, δίνει ξεκάθαρο προβάδισμα στις μεγάλες επιχειρήσεις οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου θα είναι υπερχρεωμένες.
Μέσω του εξωδικαστικού συμβιβασμού θα μπορούν, όπως φυσικά και οι υπόλοιπες, να ρυθμίζουν όλα τα χρέη προς τράπεζες, Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία και λοιπούς ιδιώτες πιστωτές, θα κρίνονται όμως κατά περίπτωση και όχι μέσω κάποιας αυτοματοποιημένης διαδικασίας, τουλάχιστον σύμφωνα με την πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης. Μάλιστα ως προς το περιεχόμενο των λύσεων δεν θα υπάρχουν περιορισμοί, καθώς οι ρυθμίσεις θα μπορεί να αφορούν πολυετείς επιμηκύνσεις της περιόδου αποπληρωμής, διαγραφές μέρους των οφειλών και άλλους τρόπους ρύθμισης ή αναδιάρθρωσης του χρέους.
Η εξέλιξη αυτή, όπως λένε παράγοντες της αγοράς, φαίνεται να ικανοποιεί τις μεγάλες επιχειρήσεις που στο παρελθόν είχαν αποκλειστεί από τον νόμο Δένδια, ο οποίος έβαζε όρια σύμφωνα με τον τζίρο των επιχειρήσεων.