ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πότε οι οφειλές προς το Δημόσιο θα θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης

Πότε οι οφειλές προς το Δημόσιο θα θεωρούνται ανεπίδεκτες είσπραξης
ΑΠΕ -ΜΠΕ

Πονοκέφαλο προκαλούν στην ηγεσία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων τα «φέσια» προς το Δημόσιο που πλέον αγγίζουν τα 92,5 δισ. ευρώ, καθώς το μεγαλύτερο μέρος αυτών θεωρείται ανεπίδεκτο είσπραξης.

Στη βάση αυτή ο Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Εσόδων Γιώργος Πιτσιλής εξέδωσε εγκύκλιο με την οποία επιταχύνεται η διαδικασία χαρακτηρισμού οφειλών προς το Δημόσιο ως ανεπίδεκτων είσπραξης.

Ειδικότερα, με τις νέες διατάξεις προβλέπεται πως για το χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι έρευνες για τον εντοπισμό των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με βάση τα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα της φορολογικής διοίκησης.

Για τον οφειλέτη, το χρέος του οποίου έχει χαρακτηριστεί ανεπίδεκτο είσπραξης, οι συνέπειες είναι πολλές. Μεταξύ αυτών, για δέκα χρόνια, αναστέλλεται αυτοδίκαια η παραγραφή της οφειλής, δεν χορηγείται στον ίδιο αλλά και σε όλα τα συνυπόχρεα πρόσωπα αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας για οποιαδήποτε αιτία (χορηγείται μόνο βεβαίωση οφειλής προκειμένου για είσπραξη χρημάτων που θα διατεθούν για την ικανοποίηση του δημοσίου ή για εκποίηση περιουσιακών στοιχείων), δεσμεύονται στο σύνολό τους τραπεζικοί και επενδυτικοί λογαριασμοί καθώς και το περιεχόμενων θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα.

Η εγκύκλιος προβλέπει πως η ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης παύει εφεξής να αποτελεί προϋπόθεση για το χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης. Επομένως, δεν υφίσταται πλέον κώλυμα για την πρόοδο της διαδικασίας διάκρισης οφειλών σε εισπράξιμες και ανεπίδεκτες είσπραξης στις περιπτώσεις που ο οφειλέτης τελεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης και δεν έχει ολοκληρωθεί τυπικά η διαδικασία εκκαθάρισης λόγω π.χ. μη διορισμού εκκαθαριστή ή μη αντικατάστασης παραιτηθέντος εκκαθαριστή, εφόσον βέβαια συντρέχουν σε κάθε περίπτωση όλες οι λοιπές γενικής ισχύος προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μιας ληξιπρόθεσμης οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης (διαπίστωση μη ύπαρξης περιουσιακών στοιχείων ή εκποίησης αυτών πριν από ή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθάρισης κ.λπ.).

Η κατάργηση της πρόσθετης προϋπόθεσης για ολοκλήρωση της διαδικασίας εκκαθάρισης αφορά τόσο τις περιπτώσεις εκκαθάρισης νομικού προσώπου (δηλαδή εκκαθάρισης μετά τη λύση του νομικού προσώπου) όσο και τις περιπτώσεις εκκαθάρισης επιχείρησης ή περιουσίας (όπως της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας). Για το λόγο αυτό δεν απαιτείται πλέον η αναζήτηση και λήψη από τον εκκαθαριστή (του νομικού προσώπου ή τον ειδικό εκκαθαριστή) βεβαίωσης ότι έχουν περατωθεί οι ενέργειες της εκκαθάρισης ή έκθεσης λογοδοσίας αυτού ούτε από το αρμόδιο δικαστήριο πιστοποιητικού με το οποίο βεβαιώνεται η παύση της διαδικασίας της δικαστικής εκκαθάρισης κληρονομίας.

Στην εγκύκλιο, προβλέπεται πλέον ρητά ότι σε περίπτωση που ο οφειλέτης τελεί σε κατάσταση πτώχευσης, πρέπει, για το χαρακτηρισμό ληξιπρόθεσμης οφειλής του ως ανεπίδεκτης είσπραξης, να έχει κηρυχθεί (με σχετική απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου) η παύση των εργασιών της πτώχευσης. Η παύση των εργασιών της πτώχευσης δεν σημαίνει άνευ άλλου έλλειψη πτωχευτικής περιουσίας, καθώς αυτή κηρύσσεται και σε περίπτωση που, παρά την ύπαρξη ενεργητικού στην πτωχευτική περιουσία, αυτό είναι δύσκολα ρευστοποιήσιμο από το σύνδικο. Επομένως, σε περίπτωση οφειλετών που έχουν ή είχαν κηρυχθεί σε πτώχευση απαιτείται να έχει περατωθεί αυτή ή να έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της.

Για το χαρακτηρισμό οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης, προβλέπεται η σύνταξη αιτιολογημένης έκθεσης από ειδικά οριζόμενο ελεγκτή, ο οποίος υπηρετεί στην αρμόδια για την εισήγηση, φορολογική ή τελωνειακή αρχή και επιλέγεται από τον Προϊστάμενο αυτής, με την οποία πιστοποιείται αφενός ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις και αφετέρου ότι συντρέχουν, σωρευτικά, τα ακόλουθα:

  • Λήφθηκαν όλα τα προβλεπόμενα ασφαλιστικά, διοικητικά, δικαστικά και αναγκαστικά μέτρα σε βάρος του οφειλέτη.
  • Διενεργήθηκε εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας και λήφθηκε αντίγραφο της μερίδας του οφειλέτη τουλάχιστον από τα υποθηκοφυλακεία και τα κτηματολογικά γραφεία του τόπου κατοικίας, επαγγελματικής δραστηριότητας και του τόπου καταγωγής.
  • Διερευνήθηκε και διαπιστώθηκε ότι δεν υπόκεινται σε διάρρηξη, λόγω καταδολίευσης, μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
  • Ολοκληρώθηκε η έρευνα για τον εντοπισμό χρηματικών απαιτήσεων, όπως μισθωμάτων, μισθών, συντάξεων, απαιτήσεων στις τράπεζες και τα λοιπά πιστωτικά ιδρύματα, τη μεταφορά χρημάτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη στο εξωτερικό και την απόληψη τόκων από το εξωτερικό και, στην περίπτωση πληροφοριών για πηγές αποπληρωμής της οφειλής στην αλλοδαπή.
  • Διερευνήθηκε κάθε στοιχείο που περιλαμβάνεται στα εκάστοτε πρόσφορα διαθέσιμα ηλεκτρονικά μέσα στη φορολογική διοίκηση και στο φυσικό φάκελο του οφειλέτη, όπως φορολογικές δηλώσεις, δηλώσεις μητρώου, ισολογισμοί και λοιπές χρηματοοικονομικές καταστάσεις, έντυπα πληροφοριών για περιουσιακά στοιχεία. Ειδικά για τις οφειλές στα Τελωνεία ο οριζόμενος ελεγκτής θα απευθύνεται στην αρμόδια Φορολογική Αρχή για τη λήψη των ανωτέρω απαιτούμενων στοιχείων.
  • Σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη, έχει κηρυχθεί η παύση των εργασιών της πτώχευσης ή έχει επέλθει περάτωση αυτής, τα οποία διαπιστώνονται με κάθε πρόσφορο μέσο, όπως κοινοποίηση δικαστικής απόφασης και έλεγχος τελεσιδικίας αυτής, όταν απαιτείται από το νόμο, λήψη πιστοποιητικού από το αρμόδιο πτωχευτικό δικαστήριο σχετικά με την πορεία της πτώχευσης ή έρευνα στη μερίδα του οφειλέτη που τηρείται στο ανωτέρω δικαστήριο.
  • Όλες οι ανωτέρω έρευνες, ενέργειες και μέτρα έχουν ολοκληρωθεί ή ληφθεί και κατά των συνυπόχρεων προσώπων χωρίς να προκύψει δυνατότητα αποπληρωμής τους χρέους.

Η δέσμευση του συνόλου (100% και ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης της σύμβασης μεταξύ του οφειλέτη ή των συνυπόχρεων προσώπων και του πιστωτικού ιδρύματος), των καταθέσεων, των πάσης φύσεως λογαριασμών και παρακαταθηκών, μέχρι του ύψους των οφειλών προς το Δημόσιο και των συμβεβαιωμένων οφειλών προς τρίτους, επεκτείνεται στο περιεχόμενο των θυρίδων σε τράπεζες ή άλλα πιστωτικά ιδρύματα, προκειμένου να αποτραπεί η απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη και να επιβληθούν τα προβλεπόμενα μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης.

Σημειώνεται ότι για τον επαναχαρακτηρισμό οφειλής ως εισπράξιμης αρκεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει, πριν την παραγραφή της, δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η φορολογική γιοίκηση δύναται να αντιτάσσει σε συμψηφισμό παραγεγραμμένη απαίτηση του Δημοσίου για μια τριετία από τη συμπλήρωση της παραγραφής.

Ο χαρακτηρισμός της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και η καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή έως 300.000 ευρώ διενεργείται με απόφαση του προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου του τμήματος που έχει την αρμοδιότητα του Δικαστικού και με σύμφωνη γνώμη του Προϊσταμένου Υποδιεύθυνσης της υπηρεσίας ή, σε περίπτωση που δεν προβλέπεται Υποδιεύθυνση, με σύμφωνη γνώμη του νόμιμου αναπληρωτή του Προϊσταμένου της υπηρεσίας.

Η γνωμοδότηση αποτελεί ουσιώδη τύπο της διαδικασίας χαρακτηρισμού της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και το αρμόδιο γνωμοδοτικό όργανο οφείλει να αξιολογεί τα στοιχεία της υπόθεσης και να διατυπώνει θετική ή αρνητική γνώμη για την καταχώριση της οφειλής στο ειδικό βιβλίο ανεπίδεκτων είσπραξης, λαμβάνοντας υπόψη και τη σχετική εισήγηση. Μάλιστα, η ειδικά αιτιολογημένη γνώμη, η οποία συντάσσεται σε ξεχωριστό διοικητικό έγγραφο, είναι ''σύμφωνη'', και δεσμεύει, εφόσον είναι θετική, το όργανο που αποφασίζει είτε να εκδώσει την απόφαση σύμφωνα με τη γνωμοδότηση είτε, εάν δεν την κάνει δεκτή, να απόσχει από την έκδοση της απόφασης αιτιολογώντας ειδικά την επιλογή του αυτή. Η αρνητική σύμφωνη γνώμη εμποδίζει το αρμόδιο όργανο να εκδώσει απόφαση χαρακτηρισμού οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης.

Ο χαρακτηρισμός της οφειλής ως ανεπίδεκτης είσπραξης και η καταχώρισή της στα ειδικά βιβλία ανεπίδεκτων είσπραξης για συνολική ληξιπρόθεσμη βεβαιωμένη οφειλή μεγαλύτερη από 300.000 ευρώ και έως 1.500.000 ευρώ διενεργείται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατόπιν εισήγησης του Προϊσταμένου της αρμόδιας για την επιδίωξη της είσπραξης της οφειλής φορολογικής ή τελωνειακής υπηρεσίας και με σύμφωνη γνώμη ειδικής επιτροπής.