ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ελάφρυνση του χρέους σε δόσεις προσφέρει στην Ελλάδα η ευρωζώνη

Ελάφρυνση του χρέους σε δόσεις προσφέρει στην Ελλάδα η ευρωζώνη

Στην αποκρυστάλλωση της μορφής που θα έχει η ευρωπαϊκή πρόταση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους καταλήγουν οι πιστωτές της Ελλάδας, προκρίνοντας μια λύση που αφενός θέτει πλαφόν στο ετήσιος κόστος εξυπηρέτησης του χρέους και αφετέρου προβλέπει την διαρκή καταγραφή πρωτογενών πλεονασμάτων στον ελληνικό προϋπολογισμό.

Στην εν λόγω πρόταση που έχει σχηματοποιηθεί από τα μέσα του καλοκαιριού έχει αναφερθεί ήδη από τα τέλη Αυγούστου η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ενώ επανήλθε σε αυτή με συνέντευξή του στο Reuters και ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ.

Η πρόταση των δανειστών εστιάζει στο ύψος των ετήσιων χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας για την εξυπηρέτηση τους χρέους της μετά το 2022. Στόχος είναι οι πληρωμές για τόκους και χρεολύσια να μην ξεπερνούν κατά μέγιστο το 15% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση.

Το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους της Ελλάδας το 2016 αναμένεται να κινηθεί κοντά στο 10% του ΑΕΠ και το 2017 και 2018 πολύ χαμηλότερα, ωστόσο μετά το 2020, οπότε λήγει η δεκαετής περίοδος χάριτος για τα διμερή δάνεια της ευρωζώνης ύψους 52,9 δισ. ευρώ και ειδικά μετά το 2022, όταν και θα λήξει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια του EFSF, αυτό θα εκτοξευθεί σε διπλάσια επίπεδα.

Σήμερα το μέσο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους στις αναπτυσσόμενες οικονομίες ανέρχεται στο 19,1% του ΑΕΠ τους (στοιχεία Fiscal Monitor ΔΝΤ) με τάση μείωσης, λόγω των χαμηλών επιτοκίων που αυτές δανείστηκαν τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά σήμερα στη Γερμανία το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι στο 5,8% του ΑΕΠ, όταν στις ΗΠΑ είναι στο 20%.

Η ευρωζώνη προτείνει το πλαφόν του 15% να επιτευχθεί μέσα από την επέκταση ωριμασμένων δανείων και την παράλληλη επέκταση της περιόδου χάριτος που έχει λάβει η Ελλάδα για την εξόφληση χρεολυσίων. Σε ότι αφορά στα επιτόκια και στην πάγια επιδίωξη της Ελλάδος τα επιτόκια κυμαινομένου επιτοκίου να καταστούν επιτόκια κυμαινομένου επιτοκίου η ευρωζώνη δεν συμφωνεί και απαντά πως «ότι δεν θα αντικατόπτριζε σε κόστος την χρηματοδότηση του ESM θα συνιστούσε bail-out».

Μια πολύ σημαντική πτυχή που προκύπτει από την συνέντευξη του Γερούν Ντάισελμπλουμ στο Reuters είναι πως σύμφωνα με τη ζώνη του ευρώ «μια εξ ολοκλήρου εμπροσθοβαρής συμφωνία ελάφρυνσης χρέους ίσως να μην είναι η καλύτερη λύση». Μπορεί ο επικεφαλής του Eurogroup να τεκμηρίωσε την θέση του αυτή λέγοντας πως ο μεγάλος όγκος των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδος θα προκύψει από το 2030 και μετά, ωστόσο η ουσία της αναφοράς τους είναι άλλη.

Ουσιαστικά οι πιστωτές θέλουν μια λύση που να διασφαλίζει αφενός ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει σε μόνιμη βάση να καταγράφει πρωτογενή πλεονάσματα, αφετέρου ότι λόγω τους ύψους των πλεονασμάτων αυτών η τελική απομείωση που θα υποστούν τα κράτη της ευρωζώνης από την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θα είναι μικρή (σε όρους καθαρής παρούσας αξίας).

Σύμφωνα με υπολογισμούς του Ινστιτούτου Bruegel η πρόταση για επιμήκυνση της περιόδου χάριτος και της ωρίμανσης των δανείων του πρώτου και δεύτερου προγράμματος (190 δισ. ευρώ) θα οδηγούσε σε ελάφρυνση χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας ύψους 23,5 δισ. ευρώ. Αν προστεθούν στα δάνεια αυτά και τα 50 δισ. ευρώ που εκτιμάται πως θα δανειστεί η Ελλάδα από τον ESM τότε η συνολική ελάφρυνση του χρέους σε όρους καθαρής παρούσας αξίας εκτιμάται πως θα ανέλθει στα 30 δισ. ευρώ. Τα σχετικά μεγέθη θα αυξηθούν σημαντικά εάν η τελική λύση για το χρέος περιλάβει και αλλαγές στα επιτόκια.

Η ελάφρυνση του χρέους που προτείνει η ευρωζώνη θα στηριχθεί σε συγκεκριμένα σενάρια για την μακροχρόνια εξέλιξη των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών μεγεθών. Τα σενάρια αυτά θα προσδιορίζουν συγκεκριμένους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα και τους τρόπους κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών (έσοδα από αποκρατικοποιήσεις, από εξωτερικό δανεισμό, κ.α.. ).

Για να λαμβάνει την ελάφρυνση χρέους η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει και τους συγκεκριμένους ετήσιους στόχους. Έτσι, η χώρα θα βρεθεί να ακολουθεί ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο μακροχρόνιου οικονομικού προγραμματισμού, που θα ομοιάζει με ένα μόνιμο πρόγραμμα διάσωσης. Δεδομένου ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες θα είναι συγκεκριμένες και οριοθετημένες η χώρα θα βρεθεί σε ένα «αποστειρωμένο» περιβάλλον που δεν θα έχει παρά ελάχιστη ανάγκη χρηματοδότησης από τις αγορές.

Αυτό πρακτικά θα βοηθήσει στην υποχώρηση του κόστους δανεισμού της χώρας, αλλά μια τέτοια εξέλιξη είναι αμφίβολης πρακτικότητας όταν οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας -ήτοι και το μέγεθος και το κόστος του νέου δανεισμού της- θα είναι αυστηρά προδιαγεγραμμένες. Πιο απλά μπορεί οι αγορές να μας δανείζουν με επιτόκιο 3% στη διετία, αλλά το πρόγραμμα να μην προβλέπει νέο δανεισμό μας στο διάστημα αυτό.

Μέλλει να αποδειχθεί και στην πράξη το κατά πόσο το ευρωπαϊκό σχέδιο θα είναι εφαρμόσιμο, δεδομένου ότι με αυτό η εσωτερική υποτίμηση θα λάβει πλέον μόνιμο χαρακτήρα, καθώς θα είναι βασικό συστατικό της νέας οικονομικής πραγματικότητας.