Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια 500 δισ. ευρώ
Κεφαλαιακό απόθεμα περίπου 500 δισ. ευρώ πρέπει να μαζέψουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες τα επόμενα χρόνια για να καλύψουν τις ζημιές που αναμένεται να υποστούν από τα «κόκκινα» δάνεια και άλλα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία τους.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΒΑ) εκτιμά ότι η κάλυψη για την απορρόφηση ζημιών των ευρωπαϊκών τραπεζών θα ανέλθει σε 470 δισ. ευρώ ή σε 517 δισ. δολάρια. Στο πιο ακραίο ωστόσο σενάριο, το ποσό θα μπορούσε να ανέβει ακόμη και στα 790 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον αρμόδιο εποπτικό φορέα, δίχως μάλιστα σε αυτό να συνυπολογίζονται δάνεια που έχουν δοθεί δίχως εξασφαλίσεις.
Τα ευρήματα προέρχονται από την πρώτη μελέτη που διενήργησε η ΕΒΑ σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων που θα χρειαστούν στο εγγύς μέλλον οι ευρωπαϊκές τράπεζες, και δείχνει το μέγεθος του προβλήματος των κόκκινων δανείων.
Προκειμένου να καταλήξει στα παραπάνω ευρήματα, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών εξέτασε ένα δείγμα 114 τραπεζών από 18 κράτη-μέλη της ΕΕ, καλύπτοντας περίπου το 70% από το σύνολο των ευρωπαϊκών τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων. Συμπεριέλαβε δε στην έρευνα και τις 13 παγκόσμιες συστημικές τράπεζες.
Το μέσο επίπεδο ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων του δείγματος των τραπεζών ανέρχεται στο 13% επί του συνόλου των υποχρεώσεων και ιδίων κεφαλαίων.
Σημειώνεται ότι αν προστεθούν στις ελάχιστες απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τα ποσά από μεγάλες επιχειρηματικές καταθέσεις, τότε τα 470 δισ. ευρώ που θα πρέπει να συγκεντρώσουν οι τράπεζες για να απορροφήσουν τις ζημιές από τις πωλήσεις κόκκινων δανείων μειώνονται αυτόματα στα 290 δισ. ευρώ.
Όσο για το πώς οι τράπεζες θα καλύψουν τις απώλειες που θα έχουν από τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, καθώς και τις ζημιές που θα εγγράψουν στους ισολογισμούς τους, θα πρέπει είτε να αυξήσουν τις επισφάλειές τους είτε να αναζητήσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια από τις αγορές.
«Τα ευρήματα αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν με τη δέουσα επιφύλαξη» αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Αρχή, δεδομένου, όπως εξηγεί, του περιορισμένου όγκου πληροφοριών για τις ελάχιστες απαιτήσεις κάθε πιστωτικού ιδρύματος ξεχωριστά.