Θέμα μη μισθολογικού κόστους θέτουν οι θεσμοί
Όψιμο ενδιαφέρον για το υπέρογκο μη μισθολογικό κόστος που πλήττει τις ελληνικές επιχειρήσεις εκφράζουν οι εκπρόσωποι των Ευρωπαϊκών θεσμών ένα μήνα μετά την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την πρώτη αξιολόγηση και τη ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων που επέφεραν αυξήσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Κοινοτικός αξιωματούχος με άμεση εμπλοκή στις συζητήσεις θεσμών – κυβέρνησης μιλώντας χθες σε Έλληνες δημοσιογράφους δεν έκρυψε την ανησυχία του για τον αντίκτυπο στην πραγματική οικονομία των φορών που πρόσφατα νομοθετήθηκαν, ενώ επεσήμανε πως το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι το ύψος των μισθών, αλλά το μη μισθολογικό κόστος, δηλαδή οι επιβαρύνσεις από τις υπέρογκες εισφορές και φόρους.
Ο ίδιος απαντώντας σε σχετική ερώτηση έριξε τις ευθύνες για τα μέτρα αυτά στην ελληνική πλευρά λέγοντας πως «οι θεσμοί όφειλαν να σεβαστούν τις επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης», ωστόσο είναι γνωστό και πολλάκις καταγεγραμμένο πως όταν οι δανειστές επιθυμούν ή δεν επιθυμούν κάτι η θέση τους διαχρονικά είναι αυτή που υπερισχύει.
Αλλά στο θέμα της επιβολής νέων φόρων δεν επέλεξαν να συγκρουστούν με την κυβέρνηση παρά τις υφεσιακές προεκτάσεις των νέων μέτρων, κάτι για το οποίο ο Κοινοτικός αξιωματούχος δεν είχε να δώσει μια πειστική απάντηση.
Μετά τις πρόσφατες αυξήσεις στις ασφαλιστικές εισφορές το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα κατέστη το τρίτο υψηλότερο στην ΕΕ. Στοιχεία του ΟΟΣΑ για τη φορολόγηση και τις εισφορές εργαζομένων στις διάφορες χώρες μέλη του Οργανισμού δείχνουν πως στην Ελλάδα όταν ένας μισθωτός αμείβεται λίγο καλύτερα από τα 1.000 ευρώ το κράτος εισπράττει κοντά στο ήμισυ του συνολικού κόστους του εργοδότη.
Κάποιος που λαμβάνει μισθό 1.000 ευρώ τον μήνα, ουσιαστικά λαμβάνει 2.000 ευρώ, αλλά μετά από τις κρατήσεις του μένουν 1.000. Ο εργοδότης του καταβάλει μηνιαίως 2.000 ευρώ, το 50% των οποίων πηγαίνει στον εργαζόμενο και το 50% ως εισφορές και φόρους στο κράτος.
Παραδόξως ένα μήνα μετά την ψηφήσει των μέτρων που εκτίναξαν το μη μισθολογικό κόστος- κάτι που θα γίνει πλήρως αντιληπτό από την 1η Ιανουαρίου 2017- οι θεσμοί έρχονται να αναγνωρίσουν πως οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται υπερβολικά από το μη μισθολογικό κόστος.