ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

ΔΝΤ: Να καθηλωθούν στο 10% του ΑΕΠ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος έως το 2040

ΔΝΤ: Να καθηλωθούν στο 10% του ΑΕΠ οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος έως το 2040

Στην ανάγκη οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος να διατηρηθούν χαμηλότερα του 10% του ΑΕΠ έως το 2040 επισημαίνει το ΔΝΤ στην προκαταρκτική έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα, λίγες ώρες πριν το κρίσιμο Eurogroup. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος, ήτοι τα χρήματα που πρέπει να διαθέτει η Ελλάδα για να καλύπτει το δημοσιονομικό έλλειμμα και τα τοκοχρεολύσια, θα μπορούσαν να αυξηθούν στο 20% του ΑΕΠ έως το 2060.

Στο σενάριο βάσης της έκθεσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους το Ταμείο υποστηρίζει πως το ελληνικό χρέος θα ανέλθει στο 174% του ΑΕΠ έως το 2020, ενώ μέχρι το 2022 θα υποχωρήσει στο 167%. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί κάτω από το 160% του ΑΕΠ μέχρι το 2030, αλλά εν συνεχεία θα αυξηθεί εκ νέου προσεγγίζοντας το 250% του ΑΕΠ μέχρι το 2060.

Στο πλαίσιο αυτό οι συντάκτες της έκθεσης σημειώνουν ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδος αναμένεται να ξεπεράσουν το όριο του 15% επί του ΑΕΠ μέχρι το 2024, το 20% μέχρι το 2029, ανερχόμενες στο 30% περίπου μέχρι το 2040 και κοντά στο 60% του ΑΕΠ μέχρι το 2060!

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, απαιτείται εμπροσθοβαρής και άνευ όρων ελάφρυνση χρέους για την Ελλάδα και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η χώρα πρέπει να λάβει άμεσα «παραχωρήσεις» σε ότι αφορά τα νέα δάνεια με μεγαλύτερη περίοδο χάριτος, μετάθεση πληρωμών και σταθερά επιτόκια.«Αυτό θα έστελνε ένα σημαντικό σήμα προς τις αγορές για τη δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων να εκπληρώσουν όλα τα στοιχεία της αναδιάρθρωσης», τονίζεται στην έκθεση.

Η έκθεση του ΔΝΤ έχει συνταχθεί με την παραδοχή ότι μετά το 2025 τα επιτόκια των ευρωπαϊκών δανείων θα έχουν αυξηθεί από το 1,2% σήμερα στο 3,8%. Ακόμη, το ΔΝΤ θεωρεί πως όταν η Ελλάδα εξέλθει στις αγορές έως το τέλος του προγράμματος θα δανεισθεί με αρχικό επιτόκιο 6%, κάτι που όπως αναφέρει θα αντικατοπτρίζει τη παρατεταμένη απουσία από τις αγορές, τις αδύναμες επιδόσεις στην επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων και την «ουσιαστική απειλή του χρέους».

Το ΔΝΤ αναμένει πως μετά το 2024 ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ της Ελλάδος θα είναι 1,2% του ΑΕΠ (όσο και ο μέσος όρος της ευρωζώνης διαχρονικά), κάτι που τεκμηριώνει σημειώνοντας πως η συμβολή της εργασίας στην αύξηση του ΑΕΠ θα είναι αρνητική (κατά 0,3%). Αντιθέτως, θεωρεί πως οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ θα αυξηθούν κατά περίπου 30% μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα στο 17% του ΑΕΠ ελάχιστα κάτω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.

Σχετικά με τα προσδοκώμενα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις το ΔΝΤ αναφέρει πως παρά το ότι η Ελλάδα δεσμεύτηκε να δημιουργήσει ένα υπερ - ταμείο αποκρατικοποιήσεων 50 δισ. ευρώ, το προσωπικό του ΔΝΤ δεν έχει αναθεωρήσει τις προβλέψεις για τις εισπράξεις από ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες εκτιμώνται σε 5 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια 2015-2030. «Οι προβλέψεις αυτές θεωρούνται πιο ρεαλιστικές», σημειώνει η έκθεση.

Σε σχέση με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το ΔΝΤ αναφέρει πως από τα 25 δισ. ευρώ που προέβλεπε το πρόγραμμα του ESM τελικά αξιοποιήθηκαν 5,4 δισ. ευρώ στην τρίτη ανακεφαλαιοποίηση, με το υπόλοιπο των αναγκών να καλύπτεται από ιδιωτικά κεφάλαια. Στην βάση αυτή θεωρεί πως θα πρέπει να υπάρξει ένα μαξιλάρι 10 δισ. ευρώ για να καλυφθούν πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες είτε για τη διαγραφή κόκκινων δανείων , είτε για την κάλυψη του αναβαλλόμενου φόρου στα κεφάλαια των τραπεζών που ανέρχεται στα 20 δισ. ευρώ.

Μειωση χρέους 50% του ΑΕΠ

Το ΔΝΤ στην έκθεση του περιγράφει μέτρα που θα οδηγήσουν σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους της τάξης του 50% του ΑΕΠ έως το 2060 σε όρους καθαρής παρούσας αξίας (NPV).

Συγκεκριμένα, το Ταμείο προτείνει την παράταση των προθεσμιών λήξης για τα δάνεια του EFSF, του ESM και του Greek Loan Facility (GLF) έως 14 χρόνια για τα δάνεια του EFSF, 10 χρόνια για τα δάνεια του ESM και 30 χρόνια για τα δάνεια του GLF, κάτι που θα μπορούσε να μειώσει τους δείκτες των ακαθάριστων δανειακών αναγκών και χρέους κατά περίπου 7% και 25% του ΑΕΠ έως το 2060 αντίστοιχα. «Από μόνο του αυτό το μέτρο δεν θα είναι αρκετό για να αποκαταστήσει τη βιωσιμότητα», αναφέρει το ΔΝΤ και προτείνει μια περαιτέρω παράταση των καταβολών στην εξυπηρέτηση του χρέους, ώστε να μειωθούν οι ακαθάριστες δανειακές ανάγκες περαιτέρω κατά 17% του ΑΕΠ έως το 2040 και 24% έως το 2060.

Για να διασφαλιστεί ότι το χρέος θα παραμείνει σε πτωτική πορεία το ΔΝΤ σημειώνει πως τα επιτόκια θα πρέπει να σταθεροποιηθούν σε χαμηλά επίπεδα για μία παρατεταμένη περίοδο, ώστε να μην ξεπερνούν το 1,5% έως το 2040. «Ο ESM θα μπορούσε να επιχειρήσει να επωφεληθεί από το ευνοϊκό περιβάλλον επιτοκίων και να κλειδώσει τα επιτόκια για το συνολικό ύψος των δανείων από EFSF/ESM στα τρέχοντα μακροπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς, παράλληλα με την εξάλειψη του spread που εφαρμόζεται σήμερα στα δάνεια GLF», αναφέρει η έκθεση.

Δεδομένου ότι το ΔΝΤ αναγνωρίζει πως το κλείδωμα των επιτοκίων θα οδηγούσε σε ζημία τον ESM προτείνει τα κράτη μέλη να αποζημιώσουν τον ESM για τις απώλειες που σχετίζονται με τα σταθερά επιτόκια για τα ελληνικά δάνεια.

«Αυτό σαφώς θα είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο μεταξύ των κρατών - μελών λαμβανομένων υπόψη των περιορισμών - πολιτικών και νομικών - σε εν λόγω δεσμεύσεις εντός της νομισματικής ένωσης», σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης και προσθέτουν πως αυτό το μέτρο σε συνδυασμό με τα δύο προαναφερθέντα θα βοηθήσουν να μειωθεί το χρέος κατά 53% του ΑΕΠ έως το 2040 και 151% έως το 2060, και τις ακαθάριστες δανειακές ανάγκες κατά 22% το 2040 και 39% έως το 2060, κάτι που ικανοποιεί τους στόχους βιωσιμότητας που αναφέρθηκαν ανωτέρω.

Όπως σημειώνει το ΔΝΤ, εάν οι πολιτικές είναι πιο αδύναμες στην απόδοση τόπος, η ανάπτυξη χαμηλότερη, ήτοι κοντά στο 1%, και το πρωτογενές πλεόνασμα στο 1% του ΑΕΠ η βιωσιμότητα του χρέους δεν επιτυγχάνεται ούτε με τις ρυθμίσεις που προτείνονται. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα πρέπει τα επιτόκια να μηδενιστούν ως το 2050.

Τέλος, το ΔΝΤ αναφέρει πως υποστηρίζει την ιδέα να εξαρτηθεί η μελλοντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους από την επιτυχία εφαρμογής του προγράμματος, υπογραμμίζει ωστόσο πως η όλη διευθέτηση θα πρέπει να ολοκληρωθεί πριν εκπνεύσει το πρόγραμμα (Αύγουστος 2018), δεδομένου ότι η προσαρμογή θα πρέπει να τελεσφορήσει εντός τους προγράμματος, ώστε η Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική εμπιστοσύνη.

Γιατί πλεόνασμα 1,5% αντί για 3,5% του ΑΕΠ

Σύμφωνα με το ΔΝΤ ακόμα και με «ηρωικές προσπάθειες» η Ελλάδα δεν μπορεί να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα και εκτιμά πως ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% είναι πιο ρεαλιστικός, δεδομένης της μεταρρυθμιστικής κόπωσης μετά από χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και δεδομένου πως ιστορικά η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα για παρατεταμένες περιόδους.

Όπως επισημαίνει το ΔΝΤ, μετά από 7 χρόνια ύφεσης και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ύψους 16% του ΑΕΠ, η Ελλάδα έχει καταφέρει να επιτύχει ένα μικρό μόνο πρωτογενές πλεόνασμα το 2015 και αυτό κυρίως λόγω έκτακτων παραγόντων.

Δικαιολογώντας δια της πλαγίας οδού την εμμονή του στη θέσπιση του «κόφτη» το Ταμείο αναφέρει τα εξής: «Το πλεόνασμα αυτό απέχει πολύ ακόμα από τον φιλόδοξο στόχο για πλεόνασμα 3,5% μακροπρόθεσμα και απαιτεί μέτρα περίπου 4,5% του ΑΕΠ. Οι εύκολες λύσεις έχουν εξαντληθεί και τα περιθώρια για νέα ουσιαστικά μέτρα είναι περιορισμένα», τονίζεται στην έκθεση.

Κατά το ΔΝΤ η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ θα απαιτούσε βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την μείωση των συντάξεων και την διεύρυνση των φορολογικών βάσεων. «Τα σχέδια των ελληνικών αρχών δείχνουν πως οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν έχουν την αναγκαία πολιτική και κοινωνική στήριξη», υπογραμμίζει η έκθεση.

Ασκώντας δε εμμέσως κριτική στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης για το μείγμα μέτρων το Ταμείο αναφέρει τα εξής: «Η πρόταση της κυβέρνησης για την μεταρρύθμιση του φόρου εισοδήματος τοποθετεί ακόμα μεγαλύτερο βάρος στα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα, ενώ διευρύνει την φορολογική βάση μόλις κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες. Την ίδια στιγμή η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού μειώνει τις δαπάνες οριακά ως το 2018 κατά 0,6 ως 0,9% του ΑΕΠ, αφήνοντας αμετάβλητες τις κύριες συντάξεις».