Επιστολή-φωτιά Λαγκάρντ στους 19 υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης
Εμμένει το ΔΝΤ στις θέσεις του για συγκεκριμένη λίστα προληπτικών μέτρων και άμεσης ρύθμισης του χρέους, λίγα 24ωρα πριν το κρίσιμο Eurogroup, όπως προκύπτει από την επιστολή της Κριστίν Λαγκάρντ προς τους 19 υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης. Με αυτόν τον τρόπο το ΔΝΤ θέτει εμπόδια για να κλείσει η αξιολόγηση τόσο προς την Αθήνα όσο και προς τους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα των Financial Times, που αποκάλυψαν την επιστολή η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αναφέρει ότι καταγράφεται στασιμότητα στις συνομιλίες με την Αθήνα, που κράτησαν περίπου ένα μήνα, για την εξεύρεση 3,6 δισ. σε «προληπτικά μέτρα» κι ότι δεν έχουν αποδώσει καρπούς ενώ θέτει εκ νέου το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους ζητώντας να τεθεί άμεσα στο τραπέζι, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος να μη συμμετέχει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα.
Τι ζητάει το ΔΝΤ
- Το Ταμείο εμμένει στις θέσεις του τόσο σε ό,τι αφορά τα προληπτικά μέτρα με την απόρριψη της ελληνικής πρότασης για τον αυτόματο μηχανισμό αναπροσαρμογής
- Θεωρεί πως ο μηχανισμός έκτακτης ανάγκης που η Ελλάδα έχει προτείνει δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.
- Ζητά να ξεκίνησει ταυτόχρονα η διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους.
- Eμμένει στην μείωση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018.
Για την ελληνική πρόταση, αναφέρει: «Με βάση την προηγούμενη εμπειρία, τέτοια μέτρα δεν είναι πολύ αξιόπιστα, αλλά είναι επίσης ανεπιθύμητα, καθώς ενισχύουν την αβεβαιότητα και αδυνατούν να επιλύσουν τις υποκείμενες ανισορροπίες.
Πιστεύουμε ότι τα εξειδικευμένα μέτρα (οικονομική μεταρρύθμιση), η αναδιάρθρωση του χρέους και η χρηματοδότηση πρέπει να συζητηθούν ταυτόχρονα», αναφέρει στην επιστολή της η Λαγκάρντ.
«Για εμάς η στήριξη της Ελλάδας με μια νέα συμφωνία, πρέπει να περιλαμβάνει την χρηματοδότηση και την ελάφρυνση του χρέους από τους εταίρους της Ελλάδας ενώ το πρόγραμμα πρέπει να βασίζεται σε δημοσιονομικούς στόχους που είναι ρεαλιστικοί επειδή θα στηρίζονται σε αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξή τους».
Το Ταμείο με την επιστολή Λαγκάρντ αυξάνει την πίεση τόσο στην Ελλάδα όσο και στους ευρωπαίους ετέρους, πολλοί εκ των οποίων συμμερίζονται την θέση της Ελλάδας για τα προληπτικά μέτρα, διατυπώνοντας ξεκάθαρα την απειλή για μη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα.
Το ΔΝΤ έχει δεχτεί την σφοδρή κριτική της Αθήνας, ενώ τα πυρά συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του επικεφαλής του Ταμείου στην Ευρώπη, Πόουλ Τόμσεν για τον οποίο η ελληνική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι έχει υπερβολικές απαιτήσεις για περισσότερη λιτότητα και καθυστερεί την πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος της Ελλάδας.
Ο Πόουλ Τόμσεν θα παραστεί αντί της Λαγκάρντ στο έκτακτο Eurogroup της Δευτέρας.
Πάντως μιλώντας σήμερα στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε αισιόδοξος για άμεση ολοκλήρωση της αξιολόγησης και απέφυγε να επιτεθεί στο ΔΝΤ όπως είχε κάνει στο παρελθόν. Την ίδια ώρα, καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει το Βερολίνο, καθώς σε συννενόηση με την ελληνική πλευρά αναμένεται να επιχειρήσει να γεφυρώσει την απόσταση που χωρίζει τις εμπλεκόμενες πλευρές με συμβιβαστική πρόταση.
Διαβάστε ολόκληρη την επιστολή της Λαγκάρντ στα αγγλικά:
Dear minister:
Program discussions between Greece and the institutions have made progress in recent weeks, but significant gaps remain to be bridged before an agreement can be reached that would include the IMF under one of our program facilities. I think it is time for me to clarify our position, and to explain the reasons why we believe that specific measures, debt restructuring, and financing must now be discussed simultaneously.
In particular, a clarification is needed to clear unfounded allegations that the IMF is being inflexible, calling for unnecessary new fiscal measures and – as a result – causing a delay in the negotiations and the disbursement of urgently needed funds.
First, together with the other institutions we have negotiated in good faith with our Greek partners on a package of fiscal measures yielding 2.5 per cent of GDP – close to being agreed – that will in our view be sufficient to reach a primary surplus of 1.5 per cent of GDP by 2018. Our assessment is based on realistic assumptions informed by Greece’s track record, the international environment, and the latest data released by Eurostat.
Second, this target falls short of what Greece promised its European partners in July last year – namely that it would achieve a primary surplus of 3.5 per cent of GDP in 2018. If the Eurogroup decided to hold Greece to this target, we could support an additional effort to temporarily reach this level, although it is higher than what we consider economically and socially sustainable in the long-run (see below).
However, let there be no doubt that meeting this higher target would not only be very difficult to reach, but possibly counterproductive. Greece’s fiscal adjustment has in the past fallen short of what was needed because of the lack of structural reforms underlying the adjustment effort. We do not believe that it will be possible to reach a 3.5 per cent of GDP primary surplus by relying on hiking already high taxes levied on a narrow base, cutting excessively discretionary spending, and counting on one-off measures as has been proposed in recent weeks. The additional adjustment effort of 2 per cent of GDP would only be credible based on long overdue public sector reforms, notably of the pension and tax system.
Unfortunately, the contingency mechanism that Greece is proposing does not include such reforms. Instead, the authorities have offered to make short-term across-the-board cuts in discretionary spending – which has already been compressed to the point where the provision of public service is severely compromised – or transitory cuts in pension and wages not supported by fundamental parametric reforms. Based on past performance, such ad-hoc measures are not very credible, but they are also undesirable as they add to uncertainty and fail to resolve the underlying imbalances. I should also add that Greece has legislated a dozen contingency-type mechanisms in the past that have largely not worked.
Third, going forward, we do not expect Greece to be able to sustain a primary surplus of 3.5 per cent of GDP for decades to come. Only a few European countries have managed to do so, carried by a strong social consensus that is not in evidence in Athens. It would be unrealistic to expect future governments to resist pressure to relax fiscal policy over political cycles stretching far into the future. The recent experience – when first a center-right and then a center-left government quickly succumbed to easing pressures once a small primary surplus was achieved – should inform us against making such exceptional assumptions in the case of Greece. In our view, maintaining a primary surplus of 1.5 per cent of GDP over the foreseeable future may be achievable in the context of a successful program and strong European budget surveillance for many years to come thereafter.
I understand the urgency of the situation in the case of Greece and Europe as a whole, and our common objective is to quickly agree on a way forward. This requires compromises from all sides, and we have contributed our part by focusing conditionality on what we see as the absolute minimum, leaving important structural reforms to a later stage. However, for us to support Greece with a new IMF arrangement, it is essential that the financing and debt relief from Greece’s European partners are based on fiscal targets that are realistic because they are supported by credible measures to reach them. We insist on such assurances in all our programs, and we cannot deviate from this basic principle in the case of Greece. The IMF must apply the same standard to Greece as to other members of our institution.