Το νέο τοπίο στην Ενέργεια: Ξαναγράφοντας τον χάρτη παγκοσμίως και στην Ελλάδα
«Χρειάστηκαν μόλις λίγες εβδομάδες -και πολλές καταιγιστικές εξελίξεις- για να γραφτεί από την αρχή ο ενεργειακός χάρτης».
Με αυτά τα λόγια περιγράφει κορυφαίο στέλεχος του ενεργειακού κλάδου τη νέα πραγματικότητα που έφερε η εκτίναξη των τιμών αλλά και η αλλαγή στις γεωπολιτικές ισορροπίες που έφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Πλέον, κυβερνήσεις, επιχειρήσεις αλλά και καταναλωτές βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα εντελώς νέο τοπίο, το οποίο επιταχύνει εξελίξεις -όπως την πράσινη μετάβαση- αλλάζει προϋπολογισμούς, λόγω της εκτίναξης των τιμών, επαναφέρει τη συζήτηση για μια σειρά από εναλλακτικές, όπως την πυρηνική ενέργεια και τους λιγνίτες και δημιουργεί συμμαχίες που μέχρι πρότινος θεωρούνταν αδιανόητες.
Όπως αναφέρουν στελέχη του κλάδου, αν θέλουμε να αποκωδικοποιήσουμε την νέα πραγματικότητα, θα πρέπει να εξετάσουμε στενά τα επιμέρους στοιχεία της και πώς αυτά αναδιαμορφώνονται στη σκιά των τελευταίων εξελίξεων.
Η πρώτη βασική παράμετρος αφορά την απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Μέχρι το τέλος του έτους, όπως ανέφερε η αρμόδια Επίτροπος Ενέργειας Κάντρι Σίμσον, η Ευρώπη επιθυμεί να έχει αντικαταστήσει τα 2/3 του ρωσικού φυσικού αερίου. Το 1/3 με φυσικό αέριο από άλλους προμηθευτές και το υπόλοιπο με έργα ΑΠΕ και εξοικονόμηση στην κατανάλωση.
Αναφορικά με το πρώτο σκέλος, η εξίσωση δεν είναι εύκολη. Η βασική εναλλακτική δείχνει να είναι το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), το οποίο έρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για να γίνει πράξη αυτό απαιτούνται όμως ειδικοί σταθμοί για την αεριοποίησή του. Και σε αυτό το πλαίσιο, καθόλου τυχαίες δεν είναι οι επισκέψεις του πρωθυπουργού στη Ρεβυθούσα, όπου ήδη λειτουργεί η σχετική πλατφόρμα.
Την ίδια στιγμή, σε τροχιά υλοποίησης έχουν μπει άλλες τέσσερις αντίστοιχες επενδύσεις, οι δύο εκ των οποίων στην Αλεξανδρούπολη, η μία στην Κόρινθο και η τελευταία στη Θεσσαλονίκη.
Παράλληλα, παραμένοντας στο «μέτωπο» του φυσικού αερίου, στο παιχνίδι μπαίνουν ξανά και οι εγχώριοι υδρογονάνθρακες. Όπως ανακοίνωσε πρόσφατα ο πρωθυπουργός, εκκινούν ξανά οι διαδικασίες για την έρευνα και εν συνεχεία, εφόσον επιβεβαιωθούν τα σχετικά στοιχεία για την ύπαρξη κοιτασμάτων, να ξεκινήσουν οι διαδικασίες εξόρυξης. Με τον τρόπο αυτό, η Ελλάδα θα μπορέσει να κινηθεί ταχύτατα στο δρόμο της ενεργειακής αυτονομίας, που αποτελεί και το μεγάλο ζητούμενο για τη χώρα μας. Καθώς μάλιστα εκτιμάται ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα παραμείνουν ψηλά, η επένδυση μπορεί να είναι και ιδιαίτερα προσοδοφόρα.
Επιτάχυνση των ΑΠΕ
Την ίδια στιγμή, με γοργούς ρυθμούς κινούνται πανευρωπαϊκά τα έργα ανάπτυξης Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, τόσο στο σκέλος της παραγωγής όσο και σε αυτό της αποθήκευσης και διανομής «πράσινης» ενέργειας.
Τα νέα δεδομένα στον παγκόσμιο χάρτη επιταχύνουν την ανάγκη πράσινης μετάβασης, με φωτοβολταϊκά αλλά και αιολικά πάρκα να αναπτύσσονται ανά την Ευρώπη και βέβαια και στη χώρα μας. Την ίδια στιγμή, τεχνολογίες όπως το βιοαέριο έρχονται να προστεθούν στο ενεργειακό μείγμα, προσφέρονται και άλλες, «πράσινες» λύσεις στη μάχη για τη μείωση των εκπομπών CO2.
Ειδικά στην Ελλάδα, η κινητικότητα παρατηρείται σε δύο βασικά μέτωπα. Το πρώτο έχει να κάνει με το θεσμικό πλαίσιο των επενδύσεων και το δεύτερο με τα ίδια τα έργα ΑΠΕ. Στο πρώτο σκέλος, εκπεφρασμένη επιθυμία του Υπουργείου Ενέργειας είναι να μειωθεί σημαντικά η γραφειοκρατία και κατ’ επέκταση ο απαιτούμενος χρόνος υλοποίησης έργων ΑΠΕ. Μάλιστα, για το σκοπό αυτό η αρμόδια Γενική Γραμματέας Αλεξάνδρα Σδούκου έχει ήδη προαναγγείλει μια σειρά νομοθετικών παρεμβάσεων προς αυτή την κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να αποτελέσει το υπ’ αριθμόν ένα εργαλείο χρηματοδότησης «πράσινων» έργων, τόσο με τη μορφή επιδοτήσεων όσο και με εξαιρετικά χαμηλότοκα δάνεια. Μάλιστα, δεν αποκλείεται να δούμε και αλλαγές στη στόχευση του Ταμείου, με τη διάθεση επιπλέον πόρων προς έργα του συγκεκριμένου πυλώνα, προωθώντας έτι περαιτέρω την πράσινη μετάβαση. Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο επιπλέον ευρωπαϊκής χρηματοδότησης προς αυτή την κατεύθυνση, με τη μορφή ενός «πράσινου ταμείου». Η αρμόδια επίτροπος Σίμσον άφησε εξάλλου ανοικτό το συγκεκριμένο ενδεχόμενο, εφόσον βέβαια υπάρχει σχετική ομοφωνία από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Όσο για το δεύτερο σκέλος, αυτό των έργων ΑΠΕ, οι μεγαλύτερες ενεργειακές εταιρείες της χώρας έχουν ανακοινώσει και ξεκινήσει να υλοποιούν κολοσσιαία έργα, τόσο φωτοβολταϊκών όσο και αιολικών πάρκων ανά την επικράτεια. Το συνολικό ύψος των έργων αναμένεται να ξεπεράσει τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ σε ορίζοντα πενταετίας, αλλάζοντας άρδην τον ενεργειακό χάρτη της Ελλάδας και ταυτόχρονα εξασφαλίζοντας σε μεγάλο βαθμό ενεργειακή αυτάρκεια. Ζητούμενο είναι, σε συνδυασμό με τις επενδύσεις που γίνονται στην αποθήκευση της ενέργειας, η χώρα μας να μπορεί να καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες της για σχεδόν όλο το χρόνο και υπό προϋποθέσεις να μετατραπεί σε καθαρό εξαγωγέα (net exporter) ενέργειας, έναντι καθαρού εισαγωγέα (net importer) που είναι σήμερα.
Ο γρίφος των λιγνιτικών μονάδων
Την ίδια στιγμή, και μολονότι η εξέλιξη αυτή αντίκειται στους στόχους της πράσινης μετάβασης, ρόλο στον ενεργειακό χάρτη της χώρας -αλλά και ευρύτερα των Βαλκανίων- συνεχίζουν να παίζουν οι λιγνιτικές μονάδες. Η εκτίναξη του κόστους του φυσικού αερίου αλλά και ανάγκη εξασφάλισης επάρκειας σε περίπτωση βίαιης απεμπλοκής από το ρωσικό φυσικό αέριο έχουν βάλει ξανά στο παιχνίδι τη συγκεκριμένη τεχνολογία, τουλάχιστον στην παρούσα συγκυρία. Κοινή εκτίμηση πάντως παραμένει πως το εν λόγω μέτρο είναι προσωρινό -ανάλογα πάντα και με την πορεία των διεθνών εξελίξεων- αν και το πρόγραμμα ταχείας απόσυρσης του συνόλου των λιγνιτικών μονάδων φαίνεται να περνά σε δεύτερη μοίρα, για όσο τουλάχιστον διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και παραμένει η αβεβαιότητα για το ρωσικό φυσικό αέριο.