Goldman Sachs: Συνεχίζεται το ράλι για το αλουμίνιο – Οι κερδισμένοι
Ανανεώθηκε:
Νέα άνοδο στις τιμές του αλουμινίου προβλέπει η Goldman Sachs, εκτιμώντας ότι ναι μεν η μεταβλητότητα θα παραμείνει αλλά οι προοπτικές είναι θετικές.
Παράλληλα, το γεγονός ότι η αύξηση των τιμών προκύπτει σε μεγάλο βαθμό από την ενεργειακή κρίση, λειτουργεί ευεργετικά για τις εταιρείες που μπορούν να εξασφαλίσουν χαμηλό κόστος παραγωγής αλλά και μεταφοράς εντός Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Mytilineos.
Αναλυτικά, οι τιμές του αλουμινίου παραμένουν υψηλές καθώς τα αποθέματα του μετάλλου βρίσκονται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ το ισοζύγιο προσφοράς/ζήτησης είναι αρνητικό. Ειδικότερα για την Ευρώπη, όπως αναφέρει η Goldman Sachs, οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου έχουν μειώσει σημαντικά την παραγωγή τους το τελευταίο διάστημα κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης και της συνεπαγόμενης αύξησης στο κόστος παραγωγής.
Το γεγονός αυτό βέβαια λειτουργεί ευεργετικά για τους παραγωγούς χαμηλού κόστους που βρίσκονται στην Ευρώπη που μπορούν και κρατάνε αμετάβλητη την παραγωγή τους διατηρώντας ή και αυξάνοντας την κερδοφορία τους, αφού πλέον καλούνται να εξυπηρετήσουν μεγαλύτερες τοπικές ανάγκες. Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται και η Mytilineos η οποία έχει επενδύσει στο κομμάτι της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και στην ευρύτερη μείωση του κόστους της παραγωγής, με αποτέλεσμα να εντάσσεται στου ωφελημένους της συγκυρίας.
Άνοδος το 2022 και το 2023
Παράλληλα, σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman Sachs, οι υψηλές τιμές του αλουμινίου αναμένεται να παραμείνουν και τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας μάλιστα σε νέα ιστορικά υψηλά. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί και η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου (με δεδομένο ότι το αλουμίνιο τιμολογείται σε δολάρια) καταλαβαίνει κανείς ότι το πραγματικό κόστος για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είναι σαφώς υψηλότερο ακόμα και από τα ιστορικά υψηλά του 2008, όταν και η τιμή του αλουμινίου είχε διαμορφωθεί στα 3.271,25 δολάρια ανά τόνο, που αποτελούσε και ιστορικό υψηλό.
Όπως εξηγεί η Goldman Sachs, ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης συγκυρίας, οι αποφάσεις για νέες επενδύσεις ή επέκταση παραγωγής έχουν παγώσει προσωρινά και έχουν μεταφερθεί για το 2022 και το 2023. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση της παραγωγής από πολλά εργοστάσια, τόσο στην Κίνα όσο και τη Ευρώπη έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία σημαντικού ελλείμματος στην παραγωγή αλουμινίου για το 2021 που ανέρχεται σε 1,4 εκατομμύρια τόνους. Αντίστοιχα, για το 2022 προβλέπει έλλειμμα 1,5 εκατομμύρια τόνους και αντίστοιχα 1,3 εκατ. τόνους για το 2023.
Ειδικά για την Κίνα, που συνεισφέρει περί τα δύο τρίτα της παγκόσμιας παραγωγής, η Goldman Sachs προβλέπει μείωση της παραγωγής για την περίοδο 2022-2025, καθώς το περιθώριο κέρδους των τοπικών παραγωγών έχει μειωθεί δραματικά και σε πολλές περιπτώσεις είναι και αρνητικό σε επίπεδα που ωθεί πολλές μονάδες αντί να μειώνουν παραγωγή να κλείνουν τελείως.
Το γεγονός αυτό την οδηγεί στο να κρατήσει αμετάβλητη την πρόβλεψή της για τιμές αλουμινίου στα 2.800 δολάρια ανά τόνο για ορίζοντα τριμήνου, στα 3.000 δολάρια ανά τόνο στο εξάμηνο και στα 3.200 δολάρια ανά τόνο σε ένα χρόνο από σήμερα. Επιπλέον, εκτιμά ότι οι υψηλές τιμές ήρθαν για να μείνουν καθώς προβλέπει ότι στα μέσα της δεκαετίας η τιμή του αλουμινίου θα διαμορφώνεται στα 3.500 δολάρια ανά τόνο.
Tέλος, οι αναλυτές της Goldman Sachs πιστεύουν ότι οι τιμές του αλουμινίου θα πρέπει να παραμείνουν υψηλές για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ούτως ώστε να μπορέσουν να προσελκύσουν την κρίσιμη εκείνη μάζα νέων παραγωγών που μέσα από μεγάλες επενδύσεις θα μπορέσουν να συνεισφέρουν στην αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής αλουμινίου σε επίπεδα που θα μπορέσει να καλύψει την υψηλή ζήτηση, η οποία βαίνει συνεχώς αυξανόμενη.