Eurogroup: Στο επίκεντρο η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός και το ψηφιακό ευρώ
Ανανεώθηκε:
Στις Βρυξέλλες και στο Eurogroup «μετακομίζουν» σήμερα οι ανησυχίες για τις εξελίξεις γύρω από την ακρίβεια, με τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης να βάζουν στο μικροσκόπιο μεταξύ άλλων τα νέα δεδομένα που φέρνουν ο πληθωρισμός και οι τιμές ενέργειας.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας μεταβαίνει σήμερα στην πρωτεύουσα του Βελγίου για τις συνεδριάσεις του Eurogroup και του Ecofin. Κατά τη συνεδρίαση των υπουργών της ευρωζώνης θα συζητηθούν οι μακροοικονομικές προοπτικές στην ευρωζώνη, εν μέσω ενεργειακής κρίσης, οι στόχοι πολιτικής και οι χρήσεις του ψηφιακού ευρώ, αλλά και η επανεξέταση της οικονομικής διακυβέρνησης.
Σύμφωνα με την ημερήσια διάταξη, οι υπουργοί θα συζητήσουν πώς μπορεί το Eurogroup να χειριστεί την εν λόγω επανεξέταση και να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες στον συντονισμό των δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών και τις προκλήσεις για την Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) μετά την πανδημία COVID-19.
Οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και αλλού αντιμετωπίζουν μια άμεση ενεργειακή κρίση με τη μορφή της αύξησης των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Και το πώς θα αντιδράσουν σε αυτό θα αποκαλύψει πολλά.
Χρόνια χαμηλών τιμών, σε συνδυασμό με ρυθμιστικές πιέσεις στις τράπεζες να μειώσουν την έκθεσή τους στις ρυπογόνες βιομηχανίες, έχουν φυσικά μειώσει τις επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα. Μια ταχύτερη από την αναμενόμενη ανάκαμψη από την ύφεση του Covid-19, καθώς και κάπως ψυχρότερος καιρός στο βόρειο ημισφαίριο, ήταν τότε αρκετά για να ανεβάσουν τις τιμές στα υψηλότερα επίπεδά τους σε μια δεκαετία.
Οι αυξημένες τιμές των ορυκτών καυσίμων είναι κατ’ αρχήν ιδανικοί μοχλοί μιας πράσινης μετάβασης, επειδή καθιστούν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας πιο ανταγωνιστικές. Όμως, το πρόβλημα είναι ότι οι καταναλωτές είχαν συνηθίσει τις χαμηλές τιμές και τώρα βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής για την ξαφνική άνοδο.
Η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη ειδικά, δεν έχει ακόμη λύσει πλήρως το πρόβλημα – η στέγαση παραμένει λιγότερο ενεργειακά αποδοτική από ό,τι στη Δυτική Ευρώπη – αλλά οι περισσότερες χώρες της περιοχής έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο. Ενα ενδιαφέρον μάθημα από τις διαφορετικές επιδόσεις τους είναι ότι η ποιότητα της διακυβέρνησης μιας χώρας επηρεάζει έντονα τον ρυθμό βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης. Το ερώτημα για τα πολιτικά συστήματα είναι πώς να φροντίσουν μια μικρή μειοψηφία της οποίας η ζωή απειλείται από την αλλαγή. Η εύκολη απάντηση είναι η παροχή επιδοτήσεων των καυσίμων.
Αλλά οι επιδοτήσεις δεν είναι μια βιώσιμη μακροπρόθεσμη λύση, γιατί η κυβέρνηση θα πρέπει να τις αυξάνει κάθε φορά που αυξάνεται το κόστος μετακίνησης με αυτοκίνητο, όπως πρέπει σε κάθε σενάριο απαλλαγής από τις ανθρακούχες εκπομπές. Το συμπέρασμα είναι απλό: οι κοινωνίες που δεν μπορούν να δεχτούν τις σημερινές τιμές ενέργειας είναι απίθανο να προετοιμαστούν επαρκώς για την πράσινη μετάβαση, ανεξάρτητα από τις μηδενικές υποσχέσεις τους για το 2050 ή μετά.
Αντίθετα, είναι πιθανό να δράσουν πολύ αργά και επομένως πολύ ξαφνικά, κάτι που θα είναι όχι μόνο οικονομικά δαπανηρό, αλλά και πολιτικά αβάσιμο.