Εξετάζεται νέα απόσυρση - Αντικατάσταση παλαιών ΙΧ με υβριδικά και ηλεκτροκίνητα
Ανανεώθηκε:
Τη θέσπιση κινήτρων για την απόσυρση οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης και την αντικατάστασή τους από ηλεκτρικά αυτοκίνητα δρομολογεί η κυβέρνηση.
Τα συναρμόδια υπουργεία Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και Υποδομών και Μεταφορών εξετάζουν να συμπεριλάβουν στον σχεδιαζόμενο κλιματικό νόμο διατάξεις που θα καθιερώνουν το μέτρο της ενίσχυσης των οδηγών ΙΧ, των ιδιοκτητών ταξί και των εταιρειών προκειμένου να αποσύρουν τα συμβατικά οχήματά τους.
Πρόκειται για νέου τύπου απόσυρση, η οποία θα προβλέπει την αντικατάσταση του παλαιού στόλου με νέα, υβριδικά και αμιγώς ηλεκτροκίνητα οχήματα.
Η σχετική νομοθετική ρύθμιση που θα ενταχθεί στον κλιματικό νόμο θα είναι γενικού χαρακτήρα και θα ανοίγει τον δρόμο, ώστε με υπουργικές αποφάσεις να μπορούν να ενεργοποιούνται τα κίνητρα, οι όροι και οι προϋποθέσεις ανά κατηγορία ιδιοκτητών οχημάτων με κινητήρες εσωτερικής καύσης (υγρά καύσιμα κίνησης).
Σύμφωνα με τα Νέα, το πλαίσιο του κλιματικού νόμου αναμένεται να είναι έτοιμο τον Οκτώβριο, ώστε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, συμμετέχοντας την 1η Νοεμβρίου στη Σύνοδο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (COP26) που θα διεξαχθεί στη Γλασκώβη, να έχει στα χέρια του το θεσμικό κείμενο με τους νέους φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των εκπομπών αερίων ρύπων. Το Μέγαρο Μαξίμου, λένε πληροφορίες, στοχεύει το πρόγραμμα κινήτρων για την ηλεκτροκίνηση να τρέχει μέχρι το 2030.
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση σκοπεύει να αξιοποιήσει πλήρως τόσο φέτος όσο και τα έτη 2022 και 2023 το πρόγραμμα «Κινούμαι Ηλεκτρικά» που επιδοτεί την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ποδηλάτων και δικύκλων παρέχοντας μάλιστα και κίνητρα για την απόσυρση των οχημάτων συμβατικής τεχνολογίας.
Στο πλαίσιο αυτό η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας σκοπεύει να προχωρήσει σε βελτιώσεις του προγράμματος, ώστε να ενισχυθούν τα κίνητρα της ηλεκτροκίνησης. Πιο συγκεκριμένα οι αλλαγές που έρχονται είναι:
- Κατάργηση της υποχρεωτικής αγοράς επιδοτούμενου ηλεκτρικού αυτοκινήτου μετά τη λήξη της ελάχιστης αποδεκτής περιόδου χρονομίσθωσης των 36 μηνών. Στόχος είναι να γίνει πιο προσιτή η χρονομίσθωση και να μειωθεί το κόστος των μισθωμάτων, ενθαρρύνοντας τον εξηλεκτρισμό των εταιρικών στόλων.
- Αύξηση του μέγιστου αριθμού οχημάτων που μπορεί να προμηθευτεί μια επιχείρηση από τρία σε δέκα 10 τόσο για την ηπειρωτική όσο και για τη νησιωτική χώρα.
- Αύξηση, σχεδόν στο διπλάσιο, του ποσού επιδότησης για την αγορά ηλεκτρικών ταξί. Θα ανέλθει στις 22.500 ευρώ μαζί με το όφελος της απόσυρσης.
- Επιλέξιμες θα είναι πλέον και δημοτικές επιχειρήσεις όπως και εταιρείες του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
- Επιλέξιμα για επιδότηση ποδηλάτων θα είναι και νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως εταιρείες ενοικίασης ποδηλάτων, ξενοδοχεία, εταιρείες διανομής (delivery).
- Επιλέξιμη η επιδότηση αγοράς και εγκατάστασης «έξυπνου» φορτιστή και από τα νομικά πρόσωπα, εκτός των φυσικών προσώπων που ίσχυε έως σήμερα.
Το «Κινούμαι Ηλεκτρικά» που τρέχει από τον Αύγουστο του 2020 κατόπιν ψήφισης του νόμου για την προώθηση της ηλεκτροκίνησης τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς έχει δεχτεί μέχρι στιγμή 14.000 αιτήσεις από φυσικά και νομικά πρόσωπα για επιδοτήσεις αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων, δικύκλων και ποδηλάτων. Αντιστοιχούν στο 25% των πόρων του προγράμματος. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το 2019 κυκλοφορούσαν στην χώρα 1.345 ηλεκτρικά αυτοκίνητα, ενώ μόνο το 2020 ταξινομήθηκαν 2.135. Με αποκορύφωμα τον Δεκέμβριο του 2020, που το ποσοστό στις ταξινομήσεις έφτασε στο 10%. Δηλαδή 1 στα 10 νέα αυτοκίνητα που ταξινομήθηκαν ήταν ηλεκτρικό. Το 2020 έδωσε τη σκυτάλη στο 2021 το οποίο προς το παρόν κάνει ένα δυναμικό σπριντ έχοντας ήδη σημειώσει το εντυπωσιακό ποσοστό του 5,5%.Περίπου 18 μήνες πριν το αντίστοιχο ποσοστό ήταν μόλις 0,7%.
Όπως όλα δείχνουν ο στόχος για 3.795 νέες πωλήσεις ηλεκτρικών οχημάτων το 2021 θα καλυφθεί. Επιβεβαιώνοντας το δυναμικό ξεκίνημα, το 2020 για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, ο μέσος όρος εκπομπών CO2 των νέων αυτοκινήτων που πουλήθηκαν στην Ελλάδα παρουσίασε μείωση, κατά 7,1%, σε σχέση με το 2019.