ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

S&P και Fitch: Καθοριστικό το Ταμείο Ανάκαμψης για ΑΕΠ και επενδυτική βαθμίδα

S&P και Fitch: Καθοριστικό το Ταμείο Ανάκαμψης για ΑΕΠ και επενδυτική βαθμίδα
AP

Την εκτίμηση πως η επίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης στην ελληνική οικονομία και στην πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας μας θα είναι καθοριστική, εξέφρασαν ο Marko Mrsnik, Senior Director του οίκου αξιολόγησης S&P Global Ratings και ο Michele Napolitano Senior Director του οίκου αξιολόγησης Fitch Ratings, μιλώντας στον Διευθυντή Οικονομικού και Επιχειρηματικού Περιεχομένου της DPG Media Δημήτρη Πεφάνη, στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών.

Ο Marko Mrsnik της S&P Global Ratings δήλωσε πως Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη ωφελημένη από το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανασυγκρότησής και πως από τα χρήματα που θα πέσουν στην οικονομία τα επόμενα πέντε χρόνια μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένεται μια αθροιστική επίδραση στο ΑΕΠ της τάξεως του 8,3% στο δυσμενές σενάριο και 18,3% στο αισιόδοξο.

Σύμφωνα με τον Senior Director του οίκου αξιολόγησης S&P, η Ελλάδα θα πρέπει να εστιάσει στην περαιτέρω προώθηση δομικών αλλαγών, καθώς τα οφέλη που θα αποκομίσει η χώρα από τα χρήματα που θα δοθούν για ανάκαμψη θα είναι μεγάλα, καθώς θα λάβει ένα μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της σε χρηματοδότηση.

Ο ίδιος είπε πως η κρίση της πανδημίας έχει βέβαια εντείνει όλα τα άλλα προβλήματα, οπότε είναι κρίσιμο η ανάκαμψη να γίνει όσο το δυνατόν ταχύτερα, πράγμα το οποίο με τη σειρά του απαιτεί μια γρήγορη απορρόφηση των παρεχόμενων κονδυλίων.

Ο ίδιος εξέφρασε την άποψη ότι υπάρχει μια στις τρεις πιθανότητα για μια πιθανή αναβάθμιση της Ελλάδας, τους επόμενους 12-18 μήνες. «Αν η αύξηση του ΑΕΠ είναι μεγαλύτερη της αναμενόμενης και υπάρξει ταυτόχρονη μείωση των κόκκινων δανείων, αυτή η αναβάθμιση γίνεται πιο πιθανή. Υπάρχει βέβαια ένα κενό δύο βαθμίδων και άρα δεν μπορώ να κάνω εικασίες για τον χρόνο πιθανής αναβάθμισης», ανέφερε ο Mrsnik, προσθέτοντας πως όλα εξαρτώνται από τα αν θα συνεχιστεί ακατάπαυστα η προσπάθεια για οικονομικές μεταρρυθμίσεις, αν θα μειωθεί η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ και αν θα επιτευχθεί ένα πιο ευνοϊκό προφίλ χρέους.

Από την πλευρά του ο Michele Napolitano της Fitch Ratings -η Fitch τοποθετεί τη χώρα μας στην επενδυτική βαθμίδα «ΒΒ» με σταθερές προοπτικές- ανέφερε πως η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας θεωρήθηκε πως ανταποκρινόταν στην κατάσταση της eλληνικής οικονομίας τη συγκεκριμένη στιγμή, αλλά δεν επίκειται άλλη αναβάθμιση στα επόμενα 1-2 χρόνια.

Εκτίμησε ωστόσο ότι υπάρχουν περιθώρια για αναβάθμιση αν κάποιοι παράγοντες βελτιωθούν. Συγκεκριμένα πρέπει να βελτιωθεί η βιωσιμότητα του χρέους και η μείωση της σχέσης χρέους/ΑΕΠ, η αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων από της Ε.Ε και βελτίωση στην απόδοση του τραπεζικού τομέα.

«Αν τα κριτήρια αυτά εκπληρωθούν η αναβάθμιση θα έρθει νωρίτερα», είπε και προσέθεσε πως η πολιτική σταθερότητα και η κυβερνητική αποτελεσματικότητα θα οδηγήσουν σε ταχύτερη αναβάθμιση της βαθμολογίας, καθώς θα επιτρέψουν ταχύτερη ανάπτυξη του ΑΕΠ. Στο σημείο αυτό τόνισε πως ο οίκος Fitch αναμένει ανάπτυξη της τάξης του 7% το 2022.

Παρόλα αυτά ο κ. Napolitano δήλωσε επιφυλακτικός καθώς όλα εξαρτώνται από την σωστή χρήση των απορροφούμενων κονδυλίων. Ο ίδιος τόνισε ότι η Ελλάδα έχει επιδείξει κακή συμπεριφορά στο θέμα κατά το παρελθόν, αλλά επεσήμανε ότι έχει αυξηθεί η υπευθυνότητα της κυβέρνησης και συγχρόνως τα δεδομένα έχουν αλλάξει. «Το πρόγραμμα Next Generation δεν είναι όπως τα προηγούμενα χρηματοδοτικά προγράμματα της Ε.Ε. Προάγει την διαφάνεια και την υπευθυνότητα των κυβερνήσεων. Και αυτό είναι το ζητούμενο», κατέληξε ο κ. Napolitano.

Μιλώντας νωρίτερα στο Φόρουμ ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), Δημήτρης Τσάκωνας, χαρακτήρισε την πανδημία ως «μοναδική ευκαιρία», καθώς στη διάρκεια της οι ξένοι επενδυτές στράφηκαν στα ελληνικά ομόλογα με αποτέλεσμα να περιοριστεί το περιθώριο τους (spread). Επεσήμανε ότι το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών ομολόγων είναι σταθερού επιτοκίου, ενώ, όπως είπε, χάρη στις παρεμβάσεις που έγιναν στα χρόνια των Μνημονίων αλλά και της ενεργητικής διαχείρισης του ΟΔΔΗΧ, ο προϋπολογισμός επιβαρύνεται ετησίως μόνο με 5,5 δισ. ευρώ για τόκους, δαπάνη η οποία δεν αναμένεται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, ενώ πριν την αναδιάρθρωση του Δημοσίου χρέους η δαπάνη για τόκους είχε ξεπεράσει τα 16 δισ. ευρω.

Επεσήμανε δε πως το κόστος εξυπηρέτησης του Δημοσίου χρέους, ο οποίος είναι και ο πλέον καθοριστικός δείκτης για τη βιωσιμότητα, θα παραμείνει στο 10% του ΑΕΠ για πολλά χρόνια ακόμη.