ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Πόσο έχει επηρεάσει ο κορωνοϊός τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών

Πόσο έχει επηρεάσει ο κορωνοϊός τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών
ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΣ ΝΙΚΟΣ / ΙΝΤΙΜΕ

Πτώση κατέγραψε ο καθαρός χρηματοοικονομικός πλούτος των ελληνικών νοικοκυριών το 2020 λόγω της πανδημίας.

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η πανδημία μείωσε την αξία του χρηματοοικονομικού πλούτου των ελληνικών νοικοκυριών, ανακόπτοντας απότομα τη δυναμική που παρατηρήθηκε το 2019. Έτσι, το τρίτο τρίμηνο του 2020 ο πλούτος των νοικοκυριών ανήλθε σε 255 δισ. ευρώ, μειωμένος κατά 6,2% συγκριτικά με τα προ της πανδημίας επίπεδα, δηλαδή το τέλος του 2019.

Το ίδιο διάστημα, οι μόνες κατηγορίες που σημείωσαν περαιτέρω αύξηση ήταν οι καταθέσεις και τα τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά, μια τάση γνώριμη και στην περίπτωση της προηγούμενης οικονομικής κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Εντούτοις, παρά τη σημαντική αύξηση που παρουσίασαν οι καταθέσεις των νοικοκυριών, αυτές εξακολουθούσαν να υπολείπονται κατά 20,1% σε σύγκριση με το 2010.

Η πανδημία επέφερε, πέρα από μεταβολές στην αξία του χρηματοοικονομικού πλούτου και ανασύνθεση του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών υπέρ περιουσιακών στοιχείων χαμηλότερης απόδοσης, αλλά ασφαλέστερων και πιο άμεσα ρευστοποιήσιμων (όπως π.χ. καταθέσεις) εις βάρος των μετοχών. Έτσι, το τρίτο τρίμηνο του 2020 συγκριτικά με το τέλος του 2019, παρατηρείται αύξηση του μεριδίου των καταθέσεων στο 55,7% από 51,1% και αντίστοιχα μείωση του μεριδίου των μετοχών στο 23,8% από 29,9% του ενεργητικού.

Κάτι αντίστοιχο παρατηρήθηκε και στην προηγούμενη οικονομική κρίση όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις χώρες τις ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, το μερίδιο των καταθέσεων και των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών προϊόντων των νοικοκυριών της ζώνης του ευρώ αποτελούσε το 34% του συνολικού τους χρηματοοικονομικού πλούτου στα μέσα του 2019, παραμένοντας σημαντικά υψηλότερο από τα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης ποσοστά.

Από την έναρξη της πανδημίας έως και το τρίτο τρίμηνο του 2020, το ύψος των χρηματοοικονομικών επενδύσεων των νοικοκυριών ανήλθε σε 4,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,5 δισ. ευρώ αφορούσαν σε καταθέσεις, 1,4 δισ. ευρώ σε λοιπούς λογαριασμούς, 628 εκατ. ευρώ σε μετοχές και 163 εκατ. ευρώ σε τεχνικά ασφαλιστικά αποθεματικά.

Η πανδημία ανέκοψε την καθαρή αποεπένδυση του χρηματοοικονομικού πλούτου που λάμβανε χώρα επί δέκα συνεχή έτη και ενδεχομένως στήριζε τις περιορισμένες επενδύσεις σε κατοικίες, την καταναλωτική δαπάνη και την απομόχλευση των νοικοκυριών τα προηγούμενα έτη. Η επιστροφή των συνολικών χρηματοοικονομικών επενδύσεων (ροές) των νοικοκυριών σε θετικό επίπεδο εμφανώς από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 οφείλεται στη σημαντική αύξηση των καταθέσεων και λιγότερο στους λοιπούς παράγοντες. Η ενίσχυση των καταθέσεων αντανακλούσε τη συμμετοχή των νοικοκυριών στα δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης που υιοθετήθηκαν, την αύξηση της ηθελημένης (για λόγους πρόνοιας) ή εξ ανάγκης (λόγω των περιοριστικών μέτρων) αποταμίευσης και την προσωρινή αναστολή των υποχρεώσεων για τα ευάλωτα νοικοκυριά που εφάρμοσαν οι τράπεζες και η κυβέρνηση.

Κατά την ΤτΕ, η εξ ανάγκης άνοδος των καταθέσεων, φαινόμενο που δεν παρουσιάστηκε στην προηγούμενη οικονομική κρίση, θα συνεχίσει να υφίσταται μέχρι να εμβολιαστεί σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, ώστε να αρθούν πλήρως τα μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας και να βελτιωθεί η χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα των νοικοκυριών. «Αυτό αναμένεται να τροφοδοτήσει σημαντικό μέρος της ανάκαμψης της οικονομίας, μέσω της ενίσχυσης των καταναλωτικών και επενδυτικών δαπανών, μόλις υποχωρήσει η εν εξελίξει πανδημία», σημειώνεται στην έκθεση.

Η έναρξη της πανδημίας αποτυπώθηκε εμφανώς και στους δείκτες μόχλευσης των νοικοκυριών, όπου αρχικώς καταγράφεται επιδείνωση και εν συνεχεία αναστροφή ή επιβράδυνση της αρνητικής τους πορείας χάρη στα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης του εισοδήματος.

Το τρίτο τρίμηνο του 2020, ο δείκτης χρέους προς το εισόδημα των νοικοκυριών ανερχόταν σε 89,9%, μειωμένος κατά 2% συγκριτικά με το τέλος του 2019, λόγω της μείωσης της αξίας του αποθέματος χρέους σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα. Αντίθετα, την ίδια περίοδο ο δείκτης χρέους προς τον χρηματοοικονομικό πλούτο ανερχόταν σε 42,9%, αυξημένος κατά 1,4%, λόγω της μείωσης της αξίας του ενεργητικού των νοικοκυριών, η οποία υπεραντιστάθμισε τη μείωση του αποθέματος χρέους.